Ο Λη ντε Φόρεστ (Lee De Forest, 26 Αυγούστου 1873 – 30 Ιουνίου 1961) ήταν Αμερικανός εφευρέτης, πρωτοπόρος στην ανάπτυξη της ραδιοεπικοινωνίας.
Ο ντε Φόρεστ γεννήθηκε στο Μπλαφς (Bluffs) της Αϊόβα και σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Γέιλ.
Σχεδίασε διάφορες απλές συσκευές για ασύρματο ραδιόφωνο και συσκευές αποστολής τηλεγραφικών σημάτων. Η σημαντικότερη εφεύρεσή του, εντούτοις, ήταν ένας τύπος λυχνίας κενού που ο ντε Φόρεστ αποκάλεσε «audion», και που είναι σήμερα γνωστός ως «τρίοδος». Αυτή η λυχνία, που εφευρέθηκε το 1906, έφερε την επανάσταση σε ολόκληρο τον τομέα της ηλεκτρονικής.
Το «audion» έγινε βασικό συστατικό σχεδόν σε όλα τα ραδιόφωνα, τα ραντάρ, την τηλεόραση και τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές μέχρι που στις αρχές της δεκαετίας του ’50 τα τρανζίστορ άρχισαν να χρησιμοποιούνται ευρέως.
Το 1910 παρουσίασε την πρώτη ζωντανή ραδιοφωνική μετάδοση όπερας και έξι έτη αργότερα ανήγγειλε τα αποτελέσματα της προεδρικής εκλογής στην πρώτη ραδιοφωνική μετάδοση ειδήσεων.
Το 1923 έγινε ο πρώτος που κατάφερε να εφαρμόσει τον ήχο στον μέχρι εκείνη τη στιγμή βουβό κινηματογράφο. Ο ντε Φόρεστ κατοχύρωσε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας περισσότερες από 300 άλλες ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές, συμπεριλαμβανομένων αρκετών στον τομέα του ομιλούντος κινηματογράφου.