Ο Χρήστος Μάντικας (Χίος, 1902 – Αθήνα, 6 Ιουνίου 1960) ήταν Έλληνας αθλητής του στίβου, εμποδιστής, από τους μεγαλύτερους προπολεμικά. Υπήρξε πολλές φορές πανελληνιονίκης και βαλκανιονίκης, μέλος της εθνικής ομάδας στίβου.
Ήταν ένα από τα επτά παιδιά του Κώστα Μάντικα και της Θηρεσίας. Από μικρή ηλικία ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα του, που ήταν τσαγκάρης.
Έγινε 36 φορές φορές χρυσός βαλκανιονίκης, 7 αργυρός και μία φορά τρίτος, πήρε ένα χάλκινο μετάλλιο σε πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα, έκανε 21 πανελλήνια ρεκόρ ενώ ισοφάρισε άλλα 16, και 9 φορές ήταν χρυσός πανελληνιονίκης. Ακόμα και σήμερα (2010) είναι πρώτος σε κατακτήσεις μεταλλίων σε βαλκανικούς αγώνες, έχοντας κατακτήσει τα περισσότερα από κάθε άλλο αθλητή, χρυσά και στο σύνολο.
Ξεκίνησε τον αθλητισμό το 1924, σε ηλικία 22 χρονών, με προτροπή ενός φίλου του όταν υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία, έτσι γράφτηκε στον Παγχιακό ΓΣ. Η πρώτη του νίκη ήταν το 1927 στους Παγχιακούς αγώνες και η πρώτη πανελλήνια νίκη του το 1928 όπου ήταν 3ος στα 110 μέτρα εμπόδια και 2ος στα 400 μέτρα εμπόδια.
Το 1929 η καριέρα του απογειώνεται: Στους προβαλκανικούς καταρρίπτει το πανελλήνιο ρεκόρ στα 110 μ. εμπόδια και στα 400 μ. εμπόδια. Σε διεθνή συνάντηση την ίδια χρονιά Ελλάδας-Ουγγαρίας-Ελβετίας κατέκτησε ένα χρυσό, πέντε αργυρά και ένα χάλκινο μετάλλιο σε επτά διαφορετικά αγωνίσματα, ενώ την ίδια χρονιά έγινε και μέλος της εθνικής ομάδας στίβου.
Το 1933 μετακόμισε στην Αθήνα και γράφτηκε στο τμήμα στίβου της ΑΕΚ ενώ συνέχιζε να δουλεύει σαν τσαγκάρης ανοίγοντας και δικό του κατάστημα, αργότερα εργάστηκε στο υπουργείο δημοσίων έργων.
Είχε συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1932 στο Λος Άντζελες όπου ήταν ο σημαιοφόρος της Ελληνικής αποστολής και στους Ολυμπιακούς του 1936 στο Βερολίνο όπου τερμάτισε 6ος στον τελικό των 400 μ. εμποδίων.
Στο Πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα στίβου του Τορίνο το 1934 κέρδισε το χάλκινο μετάλλιο στα 400 μ. εμπόδια, ενώ συμμετείχε και στους Πανευρωπαϊκούς του 1938 που έγιναν στο Παρίσι. Στους Βαλκανικούς αγώνες συμμετείχε σε 12 διοργανώσεις κατακτώντας 45 μετάλλια.
Έχει καταρρίψει ή ισοφαρίσει 37 πανελλήνια ρεκόρ στα 110 μ. εμπόδια, στα 400 μ. εμπόδια, 4×100, 4×400 και μία φορά στα 100 μέτρα το 1930.
Το 1940 αναγκάστηκε να σταματήσει τον αθλητισμό λόγω της έναρξης του Β’ παγκοσμίου πολέμου σε ηλικία 38 ετών έχοντας κατακτήσει την ίδια χρονιά 3 χρυσά στο πανελλήνιο πρωτάθλημα και ένα χρυσό κι ένα αργυρό μετάλλιο στους Βαλκανικούς αγώνες.
Αντιμετώπισε πολλά προβλήματα υγείας το 1949 έπαθε παράλυση στα άκρα ενώ σε νοσηλεία του σε νοσοκομείο από μόλυνση τού έκαναν μερικό ακρωτηριασμό στο δεξί του πόδι. Πέθανε από καρκίνο σε ηλικία 58 ετών.