Ο Αμίλκαρε Τσιπριάνι (Amilcare Cipriani, 18 Οκτωβρίου 1843 – 2 Μαΐου 1918) ήταν Ιταλός επαναστάτης, αναρχικός και φιλέλληνας.
Ο Αμίλκαρε Τσιπριάνι γεννήθηκε το 1843 στο Άντσιο της Ιταλίας, αλλά η καταγωγή του ήταν από το Ρίμινι. Το 1862, με το ξέσπασμα της εξέγερσης εναντίον του Όθωνα, βρισκόταν στην Αθήνα, καταδιωκόμενος από την αυστριακή αστυνομία, λόγω της συμμετοχής του με τα γαριβαλδινά σώματα στις συγκρούσεις με τα αυστριακά στρατεύματα το 1859-1860.
Ο Τσιπριάνι έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ίδρυση της Δημοκρατικής Λέσχης στην Αθήνα και συμμετείχε στα γεγονότα του 1862. Kατέφυγε στην Αλεξάνδρεια όπου συνεργάσθηκε με Iταλούς, Eβραίους και Έλληνες αναρχικούς και σοσιαλιστές. Το 1868 πήγε στην Κρήτη και συμμετείχε στην εξέγερση εναντίον των Τούρκων. Έπειτα, πήγε στο Παρίσι όπου συνεργάσθηκε με διάφορους αναρχικούς κύκλους, καθώς και με μια αναρχική ομάδα που την αποτελούσαν κυρίως Έλληνες, και της οποίας η σημαντικότερη μορφή ήταν ο Παύλος Αργυριάδης.
Στο Παρίσι συνελήφθη και για τη δράση του καταδικάσθηκε σε θάνατο, αλλά μετά από διαδηλώσεις συμπαράστασης απελευθερώθηκε με χάρη το 1869.
Κατά τη διάρκεια του γαλλο-πρωσικού πολέμου του 1870, είχε πολεμήσει για την άμυνα του Παρισιού, ενώ το 1871 ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της Παρισινής Kομμούνας. Μετά την πτώση της Κομμούνας συνελήφθη και καταδικάσθηκε σε θάνατο, αλλά στάλθηκε μαζί με άλλους 7.000 στην Νέα Καληδονία. Όταν απελευθερώθηκε, δραστηριοποιήθηκε και πάλι στο αναρχικό κίνημα του Παρισιού.
Συνελήφθη για μια ακόμα φορά, αλλά κατόρθωσε να απελευθερωθεί και το 1881 πήγε στην Ιταλία για να πάρει μέρος στο Διεθνές Aναρχικό Συνέδριο της Ρώμης, όπου και πάλι συνελήφθη και καταδικάσθηκε σε 10 χρόνια καταναγκαστικά έργα. Αλλά καθώς τότε διεξάγονταν εκλογές, ο λαός τον εξέλεξε βουλευτή των περιοχών Ραβέννα και Φορλί. Η εκλογή του ακυρώθηκε. Ξέσπασαν νέες διαδηλώσεις και στις επαναληπτικές εκλογές επανεκλέχθηκε, αναγκάζοντας το ιταλικό κράτος να τον απελευθερώσει. Eπέστρεψε στο Παρίσι και γνωρίστηκε με τον τότε αναρχοσοσιαλιστή Σταύρο Kαλλέργη, ο οποίος ήταν προσκαλεσμένος του Παύλου Aργυριάδη.
Το 1897 βρέθηκε ξανά στην Ελλάδα, παίρνοντας μέρος ως εθελοντής στον ελληνοτουρκικό πόλεμο, με μια ομάδα Ιταλών αναρχικών. Τραυματίστηκε στην μάχη του Δομοκού, όπου εκτός από τον Τσιπριάνι, πολέμησαν με την Λεγεώνα των Φιλελλήνων και οι Γαριβαλδινοί (συνολικά 3.060 ξένοι, εκ των οποίων 2.783 Ιταλοί, ανάμεσα τους οι Νικόλα Μπαρμπάτο, Ριτσιότι Γαριμπάλντι, γιος του Τζουζέπε Γαριμπάλντι,Πεππίνο Γκαριμπάλντι, Αντόνιο Φράττι, ο οποίος σκοτώθηκε σ’ αυτήν την μάχη, Φερρούτσιο Τολομέι και Τσιουζέππε Εβανγκελίστι.
Ο Αμίλκαρε Τσιπριάνι επέστρεψε στην Aθήνα και έδωσε συνέντευξη, στην οποία εξύμνησε τον αγώνα του λαού της Kρήτης, ο οποίος θρηνούσε τα θύματα μιας ακόμα εξέγερσης εναντίον της τουρκικής εξουσίας, τριάντα χρόνια μετά από αυτήν στην οποία συμμετείχε. Αλλά προέβη σε συνταρακτικές δηλώσεις ότι «η υποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων ήταν προαποφασισμένη καί προδιαγεγραμμένη» και ότι «ήταν πόλεμος εκ συμπαιγνίας καί αιματηρή κωμωδία» καί «πόλεμος νευροσπάστων διά τας μεγάλας Δυνάμεις». Μετά την επιστροφή του στην Ιταλία καταδικάσθηκε σε 3 χρόνια φυλάκισης το 1898.
Υιοθέτησε την οπτική του Πιοτρ Κροπότκιν στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο εναντίον των Γερμανών. Ο Τσιπριάνι πέθανε στο Παρίσι το 1918.
Οι γονείς του Μουσολίνι έδωσαν το μεσαίο όνομα Αμίλκαρε στον γιο τους προς τιμήν του Τσιπριάνι.