Εξαιρετικά ενδιαφέρον το άρθρο του Κώστα Βαξεβάνη στο κυριακάτικο Documento. Ενδιαφέρουν αλλά και σήμα κινδύνου για την ελληνική κοινωνία και το πολίτευμα. Ο έγκριτος δημοσιογράφος προβλέπει μία προεκλογική εκστρατεία Μητσοτάκη η οποία θα παραπέμπει στις πιο σκοτεινές εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης, όπου κατά τα πρότυπα της σκανδαλώδους διαχείρισης τύπου Κέμπριτζ Αναλύτικα, τα χαρακτηριστικά και οι πόθοι των ψηφοφόρων θα αλιεύονται από την διαδικτυακή συμπεριφορά τους.
Τα δεδομένα που θα συλλέγονται από την πολυδάπανη μηχανή τεχνητής νοημοσύνης που έχει ήδη στηθεί, θα μετουσιώνονται σε συνθήματα και ρομποτικές κραυγές τις οποίες θα αναπαράγει ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως bot του διαδικτύου.
Εδώ ακριβώς θα φανεί εάν ο Έλληνας έχει κρατήσει το αξιακό υπόβαθρο του πολιτισμού, της Δημοκρατίας και της επιστήμης το οποίο γεννήθηκε σε αυτόν τον τόπο.
Διαβάστε το άρθρο του Κώστα Βαξεβάνη:
Υπάρχουν δύο τρόποι να πάµε σε εκλογές. Ο ένας είναι αυτός που θέλει ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο άλλος αυτός που θα επιβάλει ο Αλέξης Τσίπρας. Η τακτική Μητσοτάκη περιλαµβάνει αυτά που τον βολεύουν. Θα προσπαθήσει να αποπολιτικοποιήσει τις εκλογές και να τις κρατήσει µακριά από την απολογία για τη διακυβέρνησή του. ∆εν θα στηριχτεί απλώς στην επικοινωνία όπως προβλέπουν ίσως κάποιοι εµπειρικά. Με τα στοιχεία που έχει συγκεντρώσει από όλα τα συστήµατα τα οποία λειτουργούν και συλλέγουν πληροφορίες για το προφίλ του ψηφοφόρου θα απευθυνθεί στοχευµένα σε αυτούς που έχουν τα χαρακτηριστικά του εύπιστου. Η στόχευση αυτή δεν περιλαµβάνει ηλικιακά χαρακτηριστικά, στατιστικές αναλύσεις και γενικές προτιµήσεις αλλά βαθιά ανάλυση των χαρακτηριστικών και των διαθέσεων που έχουν συγκεκριµένες κοινωνικές οµάδες. Μιλάµε δηλαδή για ειδικούς αλγόριθµους µε συστήµατα τεχνητής νοηµοσύνης που κάνουν τις µεθόδους του Cambridge Analytica να µοιάζουν πρωτόγονες.
Με τα δεδοµένα που θα συγκεντρωθούν οι επικοινωνιολόγοι του Μητσοτάκη θα απευθυνθούν στο θυµικό, το υποσυνείδητο και στις προσµονές που έχει ο «εύπιστος» πολίτης, ο οποίος αποτελεί την κρίσιµη µάζα του εκλογικού σώµατος, χωρίς το βάρος κάποιας πολιτικής προσέγγισης. Ο ίδιος ο Μητσοτάκης θα αποφύγει να µιλήσει συγκεκριµένα και πολιτικά (δεν µπορεί άλλωστε) και θα γίνει µια µηχανή αναπαραγωγικής συνθηµάτων και στερεοτύπων για τα οποία θα έχει αναλυθεί ότι έχουν πέραση. Είναι λίγο δύσκολο να ξαναγίνει µακεδονοµάχος, αλλά µπορεί να φιλοτεχνηθεί το προφίλ του ειδικού και χαρβαρντιανού ο οποίος είναι ικανός να λύσει τα εθνικά θέµατα γιατί συγκεντρώνει και την προτίµηση του ξένου παράγοντα. Ο Μητσοτάκης θεωρεί πως αν µη τι άλλο θα καταφέρει να εξασφαλίσει ένα νεύµα πέραν του Ατλαντικού ως αντίδωρο στην υποτακτική πολιτική του στο ουκρανικό.
Επικοινωνιακά θα ενεργοποιηθεί και το τετράπτυχο πατρίς – θρησκεία – οικογένεια – Instagram, µέσα από το οποίο ο αποτυχηµένος πρωθυπουργός θα επιχειρήσει να εµφανιστεί ως δικός µας άνθρωπος µε πολλά likes. Μπροστά στην εκλογική µάχη ίσως τα µέσα ενηµέρωσης (και ο ίδιος ο Μητσοτάκης) να θυµηθούν ξανά την κοµψότητα της «πετυχηµένης συζύγου» και να την επαναφέρουν από τα µετόπισθεν της λαϊκής αντιπάθειας µπροστά στις κάµερες, δηµιουργώντας και πάλι την αχλή της αυτοκράτειρας της διπλανής πόρτας που πρέπει να την περιβάλλει.
Ο Μητσοτάκης θα µιλά µε τα συνθήµατα που θα του εφεύρουν και τις στατιστικές επιτυχίας που θα του κατασκευάσουν και οι µιντιάρχες (αν δεν τον έχουν προγράψει ως τότε) θα τα µετατρέψουν σε ανάγκη της χώρας. Ταυτόχρονα θα κάνουν και τη βρόµικη δουλειά. Την ώρα που θα µιλούν για την «τοξικότητα που δηµιουργεί προεκλογικά η αντιπολίτευση» θα έχουν αναλάβει να κατηγορήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ για τις δέκα πληγές του φαραώ. Θα αναπαραγάγουν ως αναγκαίο καλό την αδωνοποίηση της πολιτικής ζωής και τη γελοιοποίηση των πολιτικών κανόνων.
Σε αυτή την προεκλογική τακτική ο Μητσοτάκης θα είναι ο καλός µπάτσος µε τα στοιχεία της συνθηµατικής ανωτερότητας και το µιντιακό σύστηµα θα είναι ο µπάτσος-τιµωρός που είναι έτοιµος να φοβίσει και να ισοπεδώσει όποιον/α δώσει λάθος ψήφο.
Ο άλλος τρόπος για να πάµε σε εκλογές είναι αυτός που θα επιλέξει ο Αλέξης Τσίπρας. Επιτακτικός πολιτικά, επίµονος ουσιαστικά επικοινωνιακά και κυρίως οραµατικός. Υπάρχει η πεποίθηση (και αυτό ισχύει και για τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ) ότι ο τοµέας της οικονοµίας είναι αυτός που κρίνει το εκλογικό αποτέλεσµα. Η αντίληψη αυτή είναι σε γενικές γραµµές σωστή και σε ό,τι αφορά τον Μητσοτάκη αποτελεί και τη γραµµή έκθεσής του. Η εκλογική κρίση όµως επί της οικονοµίας δεν γίνεται µηχανικά στη βάση κάποιων υποσχέσεων. Αν συνέβαινε ευθύγραµµα κάτι τέτοιο, τότε το ΚΚΕ θα είχε µπροστά του µια λεωφόρο προς την εξουσία, αφού είναι το κόµµα που πλειοδοτεί στη διατύπωση φιλεργατικών θέσεων και στις οικονοµικές παροχές. Οι πολίτες περιµένουν να εµπιστευτούν αυτόν που υπόσχεται ό,τι υπόσχεται.
Για να επέλθει η εµπιστοσύνη δεν αρκεί η ανακοίνωση οικονοµικών µέτρων. Απαιτείται ταυτόχρονα η διαβεβαίωση ότι όσοι ανακοινώνουν και θέλουν τα µέτρα ανήκουν στις δυνάµεις εκείνες που θέλουν και µπορούν να αλλάξουν την πραγµατικότητα. Αν πρέπει να συµβουλευτούµε την Ιστορία (και είναι αναµφίβολα χρήσιµο κάτι τέτοιο), οι δυνάµεις της προόδου στην Ελλάδα κατάφεραν να γίνουν δυνάµεις πολιτικής τουλάχιστον εξουσίας όποτε συνδέθηκαν µε οράµατα και µεγάλες αλλαγές. Από την Εθνική Αντίσταση έως τις εµβληµατικές κυβερνητικές αλλαγές το 1981 και το 2015, οι δηµοκρατικές και προοδευτικές δυνάµεις νίκησαν όχι γιατί υπόσχονταν το κατιτίς παραπάνω, αλλά γιατί συνδέθηκαν µε το όραµα και τις θεσµικές αλλαγές. Το 1981 η απαίτηση ήταν να καταργηθεί το κράτος της ∆εξιάς και να υπάρξει κράτος δικαίου, ενώ το 2015 ο Αλέξης Τσίπρας πήρε την εξουσία οραµατιζόµενος µια άλλη Ελλάδα, που δεν θα αποτελεί παρία και θύµα των παγκόσµιων εξελίξεων.
Σήµερα δεν αρκεί ο ΣΥΡΙΖΑ να τάξει δέκα εκεί που ο Μητσοτάκης αφαίρεσε πέντε. ∆εν φτάνει να µιλήσει γενικώς για τους πολίτες εκεί που η Ν∆ εννοεί τις ελίτ. Το 2023 δεν είναι 2019 ώστε να µιλούν οι Χειµάρες για αριστεία και οι Γεωργιάδηδες για επιχειρηµατικότητα, αλλά αυτό αφορά και τον ΣΥΡΙΖΑ. ∆εν µπορεί ούτε να λύσει προβλήµατα µε ένα νόµο και ένα άρθρο ούτε να προτάξει ως πολιτικό προσωπικό για την όποια επίλυση όσους κάνουν τρισάγια στην Αριστερά αντί να είναι γειωµένοι στην πραγµατικότητα.
Για να νικήσει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να υποσχεθεί κυβερνητική εναλλαγή διανθισµένη µε επιδόµατα και οικονοµικές απολαβές, αλλά πραγµατική σχέση µε την εξουσία που εγγυάται ότι θα αλλάξει το κράτος.
Ακρογωνιαίος λίθος αυτών των αλλαγών πρέπει να είναι η κάθαρση στη ∆ικαιοσύνη. ∆εν είναι µόνο ότι το κράτος δικαίου και η δηµοκρατία έχουν ισοπεδωθεί, δεν είναι ότι ο πολίτης περιµένει την αποκατάσταση των θεσµών, µαζί και της ∆ικαιοσύνης, είναι κυρίως ότι τίποτε δεν µπορεί να προχωρήσει στη χώρα αν υπάρχουν ατιµωρησία και σιωπηλή ανοχή.
Μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν µπορεί ούτε να προσβλέπει στην πολιτική ή εξ ανάγκης πολιτική µεταστροφή των Ντογιάκων ούτε στη γνωστή µεταπήδηση των ποντικών που φεύγουν από το καράβι για να πάνε σε άλλο καράβι. Η δηµοκρατία δεν δηµιουργεί συσχετισµούς µε αθροίσµατα ποντικών αλλά µε βαθιές πράξεις αλλαγών. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να υπονοεί αλλαγές στη ∆ικαιοσύνη αλλά να τις φωνάζει στον δηµόσιο διάλογο και να τις απαιτεί. Κυρίως δεν πρέπει να έρχεται σε συνδιαλλαγές που αντικαθιστούν και ξεγελούν τις αναγκαίες µεταρρυθµίσεις.
Καµιά αλλαγή δεν µπορεί να προχωρήσει αν δεν λυθεί το θέµα της ∆ικαιοσύνης και της λογοδοσίας. Η οικονοµία θα συνεχίσει να καταρρέει γιατί το χρήµα θα πηγαίνει στη µαύρη τρύπα της ατιµώρητης διαφθοράς και οι κοινωνικές και θεσµικές αλλαγές θα ακυρώνονται από τα κονκλάβια µιας προβληµατικής ∆ικαιοσύνης, που γνωµοδοτεί περί αντισυνταγµατικών νόµων και παρεµβάσεων στο έργο της.
Στο θέµα αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε συνεχή και µάλιστα προκαταβολική απολογία. Αντί να εξαγγείλει αλλαγές και εξυγίανση, αντί να προκαλέσει δηµόσιο διάλογο για το πρόβληµα, αντί να απευθυνθεί στις υγιείς δυνάµεις στη ∆ικαιοσύνη, σιωπά για να µην κατηγορηθεί ότι παρεµβαίνει στο έργο της. Η απάντηση όµως βρίσκεται στο ίδιο το σύνθηµά του: «∆ικαιοσύνη παντού». Αλλά κυρίως στην ίδια τη ∆ικαιοσύνη.