Πριν αυτοσχέδιοι «στρατηγιστές» και αυτόκλητοι «γκουρού» της συμφοράς, αναλάβουν αυτοβούλως το έργο της «σωτηρίας» της Νέας Δημοκρατίας και της «αναμόρφωσής» της σύμφωνα με τη νεφελοκοκκυγία που επικρατεί στα μυαλά τους, η μεγάλη φιλελεύθερη και δημοκρατική παράταξη που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, δέσποζε επί δεκαετίες στην πολιτική ζωή της χώρας για δύο κυρίως λόγους:
Γιατί στρατηγικά ήταν τοποθετημένη στο κεντροδεξιό σημείο του πολιτικού φάσματος, θέση που της επέτρεπε να συναιρεί και να συνθέτει επιμέρους ιδεολογικές προσεγγίσεις, να συνάπτει με άνεση και φερεγγυότητα τις κάθε φορά απαιτούμενες κοινωνικές συμμαχίες και να διατηρεί τον πολυσυλλεκτικό της χαρακτήρα, και
Γιατί πάντα πολιτευόταν με πυξίδα τις αρχές της και σαφή προσανατολισμό, λαμβάνοντας στα κάθε φορά στασιαζόμενα στην κοινωνία ζητήματα ξεκάθαρες θέσεις, χωρίς ποτέ να υποκύπτει στον πειρασμό του οπορτουνισμού, του χωρίς αρχές τακτικισμού και της μικροπολιτικής «προσαρμοστικότητας».
Αυτά τα δυο πάγια και απαρασάλευτα χαρακτηριστικά της, επέτρεψαν διαχρονικά στη Νέα Δημοκρατία, πέραν από τις διακυμάνσεις της εκάστοτε πολιτικής συγκυρίας, να αποτελεί έναν ισχυρό πολιτικό πόλο συσπείρωσης ευρύτερων λαϊκών δυνάμεων, και είτε ως πλειοψηφία, είτε ως μειοψηφία, στο Κοινοβούλιο, να συνιστά έναν παράγοντα σταθερότητας του δημοκρατικού πολιτικού μας συστήματος. Στον οποίο οι οπαδοί της προσέβλεπαν με εμπιστοσύνη και οι αντίπαλοί της με σεβασμό.
Δυόμιση χρόνια πριν, μετά την οδυνηρή ήττα της ΝΔ στις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009, την ηγεσία του κόμματος ανέλαβε, εκλεγόμενος απ’ ευθείας από τη λαϊκή βάση της μεγάλης φιλελεύθερης και δημοκρατικής παράταξης, ο Αντώνης Σαμαράς. Ο νέος πρόεδρος, συνεχίζοντας την αρνητική παράδοση των «εναλλασσόμενων παρεών», που διαφεντεύουν το κόμμα μετά την κάθε φορά αλλαγή αρχηγού, παρέδωσε τη ΝΔ σε ένα κλειστό και ανεξέλεγκτο «περιβάλλον» συμβούλων και παρατρεχάμενων. Μόνο που αυτοί στην πλειονότητά τους, σε αντίθεση με τους προηγούμενους, δεν είχαν καμία απολύτως ψυχική σχέση με το κόμμα και τη λαϊκή του βάση. Και στην παραδοσιακή αυθαιρεσία και αλαζονεία των τέτοιου τύπου «περιβαλλόντων» προσέθεσαν ένα ακόμη στοιχείο: τη φιλοδοξία να μεταλλάξουν τη Νέα Δημοκρατία σε κάτι διαφορετικό από αυτό που η ως τότε παράδοσή της την είχε διαμορφώσει.
Έτσι, ξεκίνησε το εγχείρημα για μια Νέα Δημοκρατία χωρίς τους Νέο-δημοκράτες. Η θανάσιμη, όπως αποδείχτηκε, αυταπάτη ότι το κόμμα θα μπορούσε να φτάσει στην εκλογική νίκη περιφρονώντας τους οπαδούς και τα οργανωμένα μέλη του, απαξιώνοντας την ιστορία του, προσβάλλοντας την παράδοσή του, ασεβώντας στα σύμβολά του. Υιοθετώντας πρακτικές και συμπεριφορές έξω από τον ηθικοπολιτικό-αξιακό του κώδικα και την πολιτική του κουλτούρα. Κάτι ακόμη χειρότερο: ακολουθώντας μια ανερμάτιστη γραμμή πλεύσης, που έθετε σε αμφιβολία την πραγματική κεντροδεξιά ταυτότητά του και ακύρωνε την παράδοσή του να έχει πάντα ξεκάθαρη θέση απέναντι στα προβλήματα του τόπου.
Γιατί στρατηγικά ήταν τοποθετημένη στο κεντροδεξιό σημείο του πολιτικού φάσματος, θέση που της επέτρεπε να συναιρεί και να συνθέτει επιμέρους ιδεολογικές προσεγγίσεις, να συνάπτει με άνεση και φερεγγυότητα τις κάθε φορά απαιτούμενες κοινωνικές συμμαχίες και να διατηρεί τον πολυσυλλεκτικό της χαρακτήρα, και
Γιατί πάντα πολιτευόταν με πυξίδα τις αρχές της και σαφή προσανατολισμό, λαμβάνοντας στα κάθε φορά στασιαζόμενα στην κοινωνία ζητήματα ξεκάθαρες θέσεις, χωρίς ποτέ να υποκύπτει στον πειρασμό του οπορτουνισμού, του χωρίς αρχές τακτικισμού και της μικροπολιτικής «προσαρμοστικότητας».
Αυτά τα δυο πάγια και απαρασάλευτα χαρακτηριστικά της, επέτρεψαν διαχρονικά στη Νέα Δημοκρατία, πέραν από τις διακυμάνσεις της εκάστοτε πολιτικής συγκυρίας, να αποτελεί έναν ισχυρό πολιτικό πόλο συσπείρωσης ευρύτερων λαϊκών δυνάμεων, και είτε ως πλειοψηφία, είτε ως μειοψηφία, στο Κοινοβούλιο, να συνιστά έναν παράγοντα σταθερότητας του δημοκρατικού πολιτικού μας συστήματος. Στον οποίο οι οπαδοί της προσέβλεπαν με εμπιστοσύνη και οι αντίπαλοί της με σεβασμό.
Δυόμιση χρόνια πριν, μετά την οδυνηρή ήττα της ΝΔ στις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009, την ηγεσία του κόμματος ανέλαβε, εκλεγόμενος απ’ ευθείας από τη λαϊκή βάση της μεγάλης φιλελεύθερης και δημοκρατικής παράταξης, ο Αντώνης Σαμαράς. Ο νέος πρόεδρος, συνεχίζοντας την αρνητική παράδοση των «εναλλασσόμενων παρεών», που διαφεντεύουν το κόμμα μετά την κάθε φορά αλλαγή αρχηγού, παρέδωσε τη ΝΔ σε ένα κλειστό και ανεξέλεγκτο «περιβάλλον» συμβούλων και παρατρεχάμενων. Μόνο που αυτοί στην πλειονότητά τους, σε αντίθεση με τους προηγούμενους, δεν είχαν καμία απολύτως ψυχική σχέση με το κόμμα και τη λαϊκή του βάση. Και στην παραδοσιακή αυθαιρεσία και αλαζονεία των τέτοιου τύπου «περιβαλλόντων» προσέθεσαν ένα ακόμη στοιχείο: τη φιλοδοξία να μεταλλάξουν τη Νέα Δημοκρατία σε κάτι διαφορετικό από αυτό που η ως τότε παράδοσή της την είχε διαμορφώσει.
Έτσι, ξεκίνησε το εγχείρημα για μια Νέα Δημοκρατία χωρίς τους Νέο-δημοκράτες. Η θανάσιμη, όπως αποδείχτηκε, αυταπάτη ότι το κόμμα θα μπορούσε να φτάσει στην εκλογική νίκη περιφρονώντας τους οπαδούς και τα οργανωμένα μέλη του, απαξιώνοντας την ιστορία του, προσβάλλοντας την παράδοσή του, ασεβώντας στα σύμβολά του. Υιοθετώντας πρακτικές και συμπεριφορές έξω από τον ηθικοπολιτικό-αξιακό του κώδικα και την πολιτική του κουλτούρα. Κάτι ακόμη χειρότερο: ακολουθώντας μια ανερμάτιστη γραμμή πλεύσης, που έθετε σε αμφιβολία την πραγματική κεντροδεξιά ταυτότητά του και ακύρωνε την παράδοσή του να έχει πάντα ξεκάθαρη θέση απέναντι στα προβλήματα του τόπου.
Το αποτέλεσμα αυτής της καταστροφικής έμπνευσης υπήρξε μοιραίο. Η Νέα Δημοκρατία στις εκλογές της 6ης Μαΐου είδε την απήχησή της στο εκλογικό σώμα να περιορίζεται σε επίπεδα επιδόσεων ομάδας πολιτικής Β΄ Εθνικής για πρώτη φορά στην ιστορία της. Και μάλιστα, σε μια χρονική συγκυρία, που περισσότερο από ποτέ άλλοτε, η Ελληνική κοινωνία χρειάζεται μια ισχυρή Κεντροδεξιά για να δώσει λύση στα τραγικά προβλήματά της. Γιατί η λύση στο σημερινό Ελληνικό πρόβλημα ή θα είναι κεντροδεξιά ή δεν θα υπάρξει.
Εδώ που έφτασαν τα πράγματα, ο πρόεδρος του κόμματος έχει χρέος απέναντι στην παράταξη, της οποίας είναι σάρκα από τη σάρκα της, να αναλάβει άμεσες πρωτοβουλίες. Και να δώσει τώρα τέλος σε αυτό που σοκαρισμένοι παρακολουθούν οι Νέο-δημοκράτες: στη διάλυση της παράταξης, που σφράγισε με τις κορυφαίες και ιστορικά δικαιωμένες στρατηγικές επιλογές της, τη σύγχρονη ιστορία του τόπου. Στην κατεύθυνση αυτή οφείλει:
Να αναδιατυπώσει χωρίς αμφισημίες τη θέση του κόμματος απέναντι στο Μνημόνιο.
Να επαναβεβαιώσει τον αταλάντευτα ριζοσπαστικό και κοινωνικά φιλελεύθερο χαρακτήρα και τον αδιαπραγμάτευτα Ευρωπαϊκό προσανατολισμό του κόμματος.
Να απευθύνει απροϋπόθετο προσκλητήριο πανστρατιάς στους βίαια «ξεσυγγενεμένους» οπαδούς και φίλους της ΝΔ, που από πίκρα και οργή ψήφισαν άλλα κόμματα και να καλέσει σε συστράτευση όλες αδιαίρετα τις δυνάμεις της κεντροδεξιάς, οριοθετώντας σαφώς την παράταξη στο διάνυσμα από την παραδοσιακή δημοκρατική δεξιά έως και τη μετριοπαθή σοσιαλδημοκρατία, σύμφωνα με την παρακαταθήκη του Ιδρυτή της.
Να απευθύνει ανοιχτή πρόσκληση συμπόρευσης στις μετριοπαθείς δυνάμεις του κέντρου και της κεντροαριστεράς που ακόμη στεγάζονται στο διαλυόμενο ΠΑΣΟΚ, ή σε άλλους μικρότερους πολιτικούς φορείς, και να τις καλέσει να συμβάλουν σε μια νέα δυναμική προσπάθεια αναδιαμόρφωσης των κομματικών συνόρων, με βάση τη στάση στα νέα διακυβεύματα που έχει μπροστά της η κοινωνία μας.
Να προχωρήσει στην άμεση οργανωτικοπολιτική ανασυγκρότηση του κόμματος, ώστε το ταχύτερο δυνατό να βρεθεί σε σχετικά ετοιμοπόλεμη θέση μάχης ενόψει νέων ενδεχόμενων εκλογών.
Να δεσμευτεί ότι είτε μετά τον πιθανό σχηματισμό κυβέρνησης από την παρούσα Βουλή, είτε μετά από ενδεχόμενες άμεσες νέες εκλογές, θα προχωρήσει ταχύτατα στη δημοκρατική αναδιοργάνωση και λειτουργία του κόμματος. Ώστε να διασφαλιστούν οι δημοκρατικές διαδικασίες στη λήψη των αποφάσεων, να κατοχυρωθεί ο ιδεολογικά πολυτασικός του χαρακτήρας και να εμπεδωθεί η διαρκής ανοιχτή αμφίδρομη επικοινωνία του με την κοινωνία.
Αυτά είναι τα ελάχιστα που πρέπει άμεσα να γίνουν. Το μέγιστο, το να γίνει δηλαδή ξανά η παράταξη φορέας της λύσης και όχι μέρος του σημερινού Ελληνικού προβλήματος, είναι το στοίχημα των στελεχών, των μελών και των οπαδών της για την «επόμενη ημέρα». Που οφείλουν να το αναδεχτούν και να το κερδίσουν. Αναλαμβάνοντας και αυτοί τις ευθύνες τους.