Η διασημότερη φράση του Στρατηγού Μακρυγιάννη, αυτή που χρησιμοποιείται συχνότερα στον παραινετικό δημόσιο λόγο, σε επετειακούς πανηγυρικούς ή ψηφοθηρευτικές προεκλογικές ομιλίες, απαντά στον επίλογο των «Απομνημονευμάτων» του:
«Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι και ξένοι διαβασμένοι για την Ελλάδα – ένα πράμα μόνον με παρακίνησε κι εμένα να γράψω, ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι· όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσομεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμεν κι όλοι μαζί και να μην λέγει ούτε ο δυνατός “εγώ”, ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς “εγώ”; Οταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει, ή χαλάσει, να λέγει “εγώ”· όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε “εμείς”. Είμαστε εις το “εμείς” κι όχι εις το “εγώ”».
Ο Μακρυγιάννης δεν υπήρξε άγιος ή άγγελος. Και το ξέρει. Οπως ξέρει ότι και οι πιο τρανοί συμπολεμιστές του δεν υπήρξαν ισοβίως ενάρετοι. Μεριμνά, λοιπόν, να καταθέσει την εξομολόγησή του στην ακροτελεύτια φράση του: «Κι εγώ έκαμα λάθη και κάνω· άνθρωπος είμαι».
Δυστυχώς, και τον Μακρυγιάννη μάθαμε να τον προσεγγίζουμε από την οδό της αγιογραφίας, σαν «δάσκαλο του γένους» εξωιστορικό και μεταφυσικό. Συνέβαλε σε αυτό και η υπερπροβολή των λογοτεχνικών αρετών των «Απομνημονευμάτων», που τα κατέστησε υπόδειγμα λόγου όχι γι’ αυτό που λένε (η αλήθεια του οποίου θα έπρεπε να ελεγχθεί, γιατί δεν είναι αυτονόητη), αλλά για το πώς το λένε. Τεμαχίσαμε την αυτοϊστόρησή του, κορφολογήσαμε ορισμένες προτροπές, τις αντιμετωπίσαμε σαν τα ρητά των αρχαίων, με υποκριτικό δέος, και καμωνόμαστε ότι ακολουθούμε τις διδαχές του. Η φράση «Είμαστε εις το “εμείς” κι όχι εις το “εγώ”» συναριθμείται στα SOS που πρέπει να αποστηθίσει κάθε άνθρωπος που καίγεται να υπηρετήσει το κοινό καλό.
Ναι, το α΄ πρόσωπο του πληθυντικού, το περίφημο «εμείς», είναι το πάθος μας, το φωτεινό αντικείμενο του πόθου μας, η ιερή γραμματική των ονείρων μας για τον δίκαιο κόσμο που ονειρευόμαστε. Είναι στ’ αλήθεια όμως; Ή μήπως όλες οι λατρευτικές δηλώσεις και εκδηλώσεις μας για το «εμείς», και τα ταυτόχρονα αναθέματά μας για το καταραμένο «εγώ», είναι στην καλύτερη περίπτωση εξομολόγηση καλών προθέσεων, που δεν προχωρούν στο πεδίο της πράξης, και στη χειρότερη κατάφωρο ψεύδος που το υπαγορεύουν οι επικοινωνιολόγοι σε αριβίστες πολιτικούς;
Η επαναστατική και μετεπαναστατική μας ιστορία έχει αρκετές στιγμές που έλαμψε το α΄ πληθυντικό πρόσωπο, πρωτίστως όταν ο τόπος αντιμετώπιζε τον κίνδυνο να αφανιστεί ή να πληγωθεί βαριά η υπόστασή του. Μολαταύτα, περισσότερο οικείος τής είναι ο ενικός, όχι ο πληθυντικός· το «εγώ», όχι το «εμείς». Το σκοτάδι δεν έχασε το μερίδιό του ούτε στις φωτεινότερες στιγμές, αφού ποτέ δεν έλειψαν ο αρχομανής τυχοδιωκτισμός, η βίαιη έριδα, ο βαθύς διχασμός. Δεν έλειψαν επίσης οι «συνετοί», οι αγρίως φιλοτομαριστές δηλαδή, που νοιάζονταν μόνο για τη βολή τους και το αβγάτισμα της περιουσίας τους, ενόσω ο τόπος καιγόταν. «Μηδίζοντες» θα βρούμε και στην πιο δοξασμένη περίοδο της Ιστορίας μας. Αλλάζει απλώς το παρανόμι τους. Επί Τουρκοκρατίας τους έλεγαν «Τουρκοπροεστούς» και «Τουρκοχριστιανούς». Επί γερμανικής κατοχής «ταγματασφαλίτες». Ακόμα κι αυτοί, πάντως, χώρεσαν στο μεταπολεμικό «εμείς» που επέβαλαν οι νικητές του Εμφυλίου, κόβοντας τη χώρα σε «πατριώτες» και «εθνοπροδότες». Τον ίδιο καιρό οι κριτικοί ποιητές της Αριστεράς, εξόριστοι και μη, έθεταν το δάχτυλό τους στις πληγές πάνω στο διαψευσμένο «εμείς» της δικής τους παράταξης, μετακινούμενοι σταδιακά στο «εγώ» της αμφισβήτησης.
Ενίοτε το α΄ πληθυντικό πρόσωπο κάθε άλλο παρά τιμητικό περιεχόμενο διαθέτει. Παράδειγμα το διαβόητο «Ολοι μαζί τα φάγαμε» του Θεόδωρου Πάγκαλου. Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γ.Α. Παπανδρέου ο κ. Πάγκαλος, κυνικά ελευθερόστομος, γνωμάτευσε τα εξής στη Βουλή (21.9.2010): «Η απάντηση εις την κατακραυγή που υπάρχει εναντίον του πολιτικού προσωπικού της χώρας πώς τα φάγατε τα λεφτά που μας ρωτάει ο κόσμος είναι αυτή: Σας διορίσαμε. Τα φάγαμε όλοι μαζί μέσα στα πλαίσια μιας σχέσης πολιτικής πελατείας, διαφθοράς, εξαγοράς και εξευτελισμού της έννοιας της ίδιας της πολιτικής».
Το αυτοαπαλλακτικό πόρισμα του κ. Πάγκαλου χωλαίνει. Φυσικά και επιχειρούν να μετατρέψουν σε πελάτη τον πολίτη οι ημετεροκρατικές κυβερνήσεις, πάρα πολλοί όμως έμειναν έξω από το παγκάλειο φαγοπότι. Ετσι όριζε η συνείδησή τους, είτε ανήκαν σε κάποιο κόμμα είτε όχι. Αυτού τού τύπου οι αντιστασιακοί, οι αρνητές εκμαυλισμού, σώζουν την τιμή του κοινωνικού σώματος. Το πολιτικό σύστημα ας νοιαστεί για τη δική του.
Συσκοτιστική παρά διαφωτιστική είναι η πρόσφατη χρήση του πρώτου πληθυντικού από τον κ. Σωτήρη Τσιόδρα, από τα χείλη του οποίου κρεμόμασταν όλοι στις αρχές της πανδημίας. Ο επικεφαλής της επιτροπής εμπειρογνωμόνων είπε τα εξής σε επιστημονική ημερίδα: «Η επικοινωνία κινδύνου χρειάζεται ειδικούς, ομάδα, συνεργασία, να ανιχνεύεις τι πιστεύει το κοινό σου. Κάτι που αποτύχαμε. Παταγωδώς. Δεν ξέρω αν αποτύχαμε γιατί έφυγα εγώ από το προσκήνιο ή βγήκαν όλοι οι άλλοι. Αποτύχαμε γιατί σταματήσαμε να εμπιστευόμαστε την επιστήμη και εμπιστευόμασταν την ιδεοληψία μας».
Ποιοι συγκροτούν εδώ το «εμείς»; Ποιοι απέτυχαν παταγωδώς δηλαδή, με αποτέλεσμα να πεθάνουν πάνω από 33.500 συνάνθρωπoί μας, αφού ο δείκτης θανάτων ανά εκατομμύριο πληθυσμού είναι από τους υψηλότερους παγκοσμίως; Ολοι μας. Στην ερμηνεία του κ. Τσιόδρα οι ευθύνες διαχέονται παντού. Στον ίδιο, που αποχώρησε από το προσκήνιο (κίνηση που ουδέποτε εξηγήθηκε επαρκώς), στους αντικαταστάτες του (τον κ. Γκίκα Μαγιορκίνη λ.χ., που επέμενε ότι με 20-25 μαθητές στην τάξη είναι σαν να ‘χεις 10-12), σε όσους ενέδωσαν σε αντιεμβολιαστικές ιδεοληψίες.
Στην Ελλάδα, πάντως, δεν είδαμε ποτέ μαζικές συγκεντρώσεις κατά των εμβολίων ούτε κατά των μέτρων. Οι συντριπτικά περισσότεροι πειθαρχήσαμε ακόμα και σε ανόητα μέτρα, όπως η απαγόρευση του συναθροίζεσθαι σε πλατείες.
Και η κυβέρνηση; Αυτή που υπήγαγε την επιτροπή στις προπαγανδιστικές ανάγκες της, υποχρεώνοντάς τη να προσυπογράφει προαποφασισμένα μέτρα, για το ελεύθερο των τουριστών π.χ.; Που δεν ενδιαφέρθηκε για το πάστωμα στα λεωφορεία ούτε για την τήρηση των μέτρων στα εργοστάσια; Που με την επαμφοτερίζουσα στάση της απέναντι στην Εκκλησία υπηρέτησε τους αρνητές της επιστήμης; Που δεν αποφάσισε προσλήψεις γιατρών και νοσηλευτών, βέβαιη ότι κι ένας ωριλά επαρκεί για τη ΜΕΘ; Και επέμενε ότι είτε εντός ΜΕΘ είτε εκτός, το ίδιο είναι, και κήρυσσε μειωμένης επιστημονικότητας τον κ. Θ. Λύτρα αλλά και τον ίδιο τον κ. Τσιόδρα; Καλύπτει άραγε το «εμείς» του καθηγητή εκείνο το απρεπώς πατερναλιστικό του πρωθυπουργού «πες κι εσύ, Σωτήρη»;