Θεωρείται και όχι άδικα ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες πεζογράφους, εκ των κύριων εκπροσώπων του ηθογραφικού διηγήματος και ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος του νατουραλισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία.
Γράφει ο Θοδωρής Λάμπρος
(Δημοσιογράφος – Ιστορικός)
Το σημαντικότερο όμως στοιχείο που τον κάνει ξεχωριστό είναι ότι ο εν λόγω πεζογράφος αποτελεί και δεν είναι υπερβολή να το πούμε «κόσμημα» για τον πνευματικό κόσμο της Ηλείας καθότι είναι γεννημένος στα Λεχαινά. Ο λόγος για τον Ανδρέα Καρκαβίτσα.
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας γεννήθηκε το 1865 στα Λεχαινά Hλείας. Ήταν το μεγαλύτερο από τα έντεκα παιδιά του ρουμελιώτη Δημητρίου Καρκαβίτσα και της ντόπιας Άννας Σκαλτσά. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στη γενέτειρά του και δεκατριών χρόνων πήγε στην Πάτρα για γυμνασιακές σπουδές.
Το 1883 γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από την οποία απεφοίτησε τον Δεκέμβριο του 1888. Στην Αθήνα σχετίστηκε με τον Κωστή Παλαμά, τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο και τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Η προκήρυξη του διαγωνισμού διηγήματος της Εστίας τον ώθησε στο χώρο της ηθογραφίας και ταξίδεψε σε χωριά της Ρούμελης για να συλλέξει λαογραφικά και ιστορικά στοιχεία, τα οποία χρησιμοποίησε στα πρώτα έργα του. Το 1889 στρατεύτηκε και κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Μεσολόγγι γνώρισε τις άθλιες συνθήκες ζωής της ελληνικής υπαίθρου. Τις εντυπώσεις του κατέγραψε σε μια σειρά οδοιπορικών σημειώσεων, που αξιοποίησε στη νουβέλα του «Ο ζητιάνος» (1897).
Μετά τη λήξη της στρατιωτικής του θητείας το 1891 δούλεψε ως γιατρός στο ατμόπλοιο Αθήναι, με το οποίο ταξίδεψε στη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα, τα παράλια της Μικράς Ασίας και τον Ελλήσποντο. Οι εμπειρίες του από την περίοδο αυτή της ζωής του περιέχονται στο ταξιδιωτικό ημερολόγιο «Σ’ Ανατολή και Δύση» και αξιοποιήθηκαν στην περίφημη συλλογή διηγημάτων του «Λόγια της πλώρης» (1899).
Από τον Αύγουστο του 1896 και ως το 1921 υπήρξε μόνιμος αξιωματικός του ελληνικού στρατού, φθάνοντας ως το βαθμό του γενικού αρχίατρου (συνταγματάρχη). Από τη θέση αυτή συνέχισε να ταξιδεύει με συνεχείς μεταθέσεις, που επιδίωκε ο ίδιος (την έντονη αυτή επιθυμία του για τα ταξίδια ονόμαζε «αειφυγία»).
Υπέρμαχος της «Μεγάλης Ιδέας»
Ο Καρκαβίτσας υπήρξε μέλος της «Εθνικής Εταιρίας», που προωθούσε τη «Μεγάλη Ιδέα» και η ήττα του 1897 στάθηκε για τον Καρκαβίτσα πολύ μεγάλη απογοήτευση. Μέλος του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» το 1909, συμμετείχε στο κίνημα στο Γουδί, στράφηκε όμως στη συνέχεια εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους ως στρατιωτικός γιατρός και το 1916 αντιτάχτηκε στο βενιζελικό κίνημα της «Εθνικής Αμύνης», με αποτέλεσμα να τεθεί σε περιορισμό και να εξοριστεί στη συνέχεια στη Μυτιλήνη.
Στο στράτευμα επανήλθε το 1920 και αποστρατεύτηκε δυο χρόνια αργότερα με δική του αίτηση. Οι κακουχίες της εξορίας συνέβαλαν στον κλονισμό της υγείας του.
Στις 22 Οκτωβρίου του 1922 άφησε την τελευταία του πνοή στο σπίτι του στο Μαρούσι από φυματίωση του λάρυγγα. Σύντροφός του στα τελευταία χρόνια της ζωής του στάθηκε η Δέσποινα Σωτηρίου, την οποία εγκατέστησε γενική κληρονόμο του, με διαθήκη που συνέταξε τέσσερις ημέρες πριν από τον θάνατό του.
Το έργο του
Η λογοτεχνική διαδρομή του Καρκαβίτσα παραμένει άνιση και σε αρκετά σημεία, ανερμήνευτη και θολή. Σήμερα γνωρίζουμε πολύ καλά (βρέθηκε και δημοσιεύθηκε το σχετικό τετράδιο) ότι ο Καρκαβίτσας άρχισε να γράφει ερωτικά ποιήματα στα δεκαεφτά του χρόνια. Πρόκειται για ποιήματα που του εμπνέει ο παιδικός (ίσως και ο μοναδικός) έρωτας της ζωής του, η Θεοδώρα Βασιλειάδη, γνωστή με το χαϊδευτικό Χιούλα.
Θα πρέπει να τονισθεί εδώ ότι ο Ανδρέας Καρκαβίτσας δεν ήταν ποιητής, αλλά καθαρόαιμος πεζογράφος. Έτρεφε όμως, εξ’ απαλών ονύχων, μεγάλο θαυμασμό και σεβασμό προς το δημοτικό μας τραγούδι – τραγούδι που στην εποχή του ήταν μια ζωντανή, ακόμη, πραγματικότητα. Ο Καρκαβίτσας ο οποίος (ας μην το ξεχνάμε) υπήρξε κι ένας εξαίρετος λαογράφος, κατέγραφε συστηματικά δημοτικά τραγούδια, αλλά και τραγούδια του περιθωρίου: γνώριζε πολύ καλά τι βάρος κουβαλάνε όλα αυτά.
Όπως αναφέρει ο Ηλείος διηγηματογράφος και δοκιμιογράφος Ηλίας Χ. Παπαδηματρακόπουλος στο βιβλίο του «ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ»: «Πιστεύω, λοιπόν, ότι ο μεγάλος δάσκαλος του πεζογράφου Καρκαβίτσα, δεν ήταν οι μεταφρασμένοι ξένοι συγγραφείς (τους οποίους δεν ορρωδούν και να απαριθμούν διάφοροι βιογράφοι του), ουδέ οι ένδοξοι εκ των ημετέρων (όλοι έπαιξαν, φυσικά, τον ρόλο τους), αλλά το δημοτικό τραγούδι».
Με αυτήν, λοιπόν, τη σκεύη ξεκινάει το αφηγηματικό του έργο ο Καρκαβίτσας – και ξεκινάει πολύ νέος. Αρχίζει να δημοσιεύει διηγήματα στην Εβδομάδα ήδη από το 1885 και συνεχίζει αργότερα στην Εστία. Το 1889 αρχίζει να γράφει τη «Λυγερή», που θα κυκλοφορήσει σε βιβλίο το 1896.
Σημαδιακό, έτος για τη λογοτεχνική πορεία του Καρκαβίτσα είναι το 1890: τότε αρχίζει να δημοσιεύει στην Εστία και στη σειρά «Οδοιπορικαί Σημειώσεις» την ενότητα «Κράβαρα». Θα ακολουθήσουν, τα αμέσως επόμενα έτη, οι περίφημες «Θεσσαλικαί Εικόνες» («Η Μεγάλη Πανήγυρις», «Από του Κισσάβου», «Η πατρίς του Ρήγα», «Ο τεκές των Μπεκτασήδων», «Κερατζής»).
Επιστέγασμα της προσωπικής ταξιδιωτικής πεζογραφίας του Καρκαβίτσα θα αποτελέσει η ενότητα Αι φυλακαί του Ναυπλίου («Μιλτιάδης», «Άγιος Άνδρέας», «Το Βουλευτικό», «Το Μπούρτζι»).
Πρόκειται για συγκλονιστικά κείμενα, μεγάλης λογοτεχνικής αξίας, τα οποία επιπροσθέτως αποτελούν τις πρώτες (και πρωτοφανούς τόλμης και οξύτητος) καταγγελίες για τα κάτεργα των Ελληνικών φυλακών.
Αξιοζήλευτο πεζογραφικό έργο
Τον κορμό του πεζογραφικού έργου του Καρκαβίτσα αποτελούν οι συλλογές των διηγημάτων του, καθώς και οι ευρύτερες αφηγηματικές συνθέσεις (νουβέλες, μυθιστορήματα) «Η Λυγερή» (1896), «Ο Ζητιάνος» (1897) και ο Αρχαιολόγος (1904). Είναι εξαιρετικά πολύπλοκο (και δεν χρειάζεται να επιχειρηθεί εδώ), να παρουσιασθούν με απόλυτη βιβλιογραφική συνέπεια η χρονολογική σειρά έκδοσης και οι τίτλοι των διηγημάτων του Καρκαβίτσα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο διηγηματογράφος ξαναδούλευε (κυρίως γλωσσικά) τα διηγήματά του μετά την πρώτη τους δημοσίευση, μετέφερε πολλά κομμάτια από τις οδοιπορικές του σημειώσεις στον χώρο της διηγηματογραφίας, άλλαζε το περιεχόμενο των συλλογών κ.λ.π.
Το γεγονός είναι ότι, νεώτατος κυκλοφορεί το 1892 την πρώτη του συλλογή με τίτλο Διηγήματα, όπου περιλαμβάνονται εκείνα ακριβώς που έγραψε κατά τα έτη 1869 – 1889.
Το 1889 κυκλοφορεί η σημαδιακή συλλογή «Λόγια της πλώρης» και ακολουθούν οι «Παληές αγάπες» (1900), «τα Διηγήματα του Γυλιού» (1922) και «τα Διηγήματα για τα παληκάρια μας» (1922). Πολύ νωρίς, επίσης εκδίδονται τα συνθετικά του έργα (νουβέλες, μυθιστορήματα) που θα τον καθιερώσουν οριστικά: «Η Λυγερή» και ο «Ζητιάνος».
Η ουσιαστική παρουσία του Καρκαβίτσα στη νεοελληνική πεζογραφία τελειώνει ξαφνικά το 1904 με το έργο του «Ο Αρχαιολόγος», το οποίο η κριτική υποδέχεται με ιδιαίτερη ψυχρότητα. Έκτοτε ακολουθεί η πολυσυζητημένη συγγραφική του σιωπή.
Η πεζογραφική του σιωπή – είναι καλλίτερα να πούμε. Γιατί ο Καρκαβίτσας συνεχίζει να γράφει άρθρα ιστορικά, λαογραφικά, επιστημονικά, χρονογραφήματα, επιστολές, ανταποκρίσεις, βιβλιοκρισίες, κ.α.
Καίτοι έχει γράψει το περίφημο:
«Εγώ όμως δεν χωρίζω ούτε την καθαρεύουσα, ούτε την δημώδη. Νομίζω ότι μια είναι η γλώσσα και κακώς την χωρίζουν».
Πολύπλευρη δράση
Τα πρώτα του έργα είναι γραμμένα στην καθαρεύουσα, προσχωρεί στο κίνημα του δημοτικισμού, γίνεται ιδρυτικό μέλος της εταιρίας «Εθνική Γλώσσα» (1904), μετέχει στην ίδρυση της «Λαογραφικής Εταιρίας» του Νικολάου Πολίτη (1908), είναι από τα ιδρυτικά μέλη του Εκπαιδευτικού Ομίλου (1910) και στο διάστημα 1918 – 1922 εκδίδει τα σχολικά αναγνώσματα: «Αναγνωστικό Γ’ Δημοτικού» (1918) και «Η Πατρίδα μας» (1919).
ΠΗΓΕΣ:
1)Βικιπαίδεια – η ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
2) «ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ», Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλος (Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος &ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, 2014)
Πηγή: iliaoikonomia.gr