Στα τέλη Ιουνίου 1929 σκοτώνεται ο διαβόητος λήσταρχος Κουτσούβελας, πραγματικός φαντομάς των ελληνικών βουνών, που κατέληξε ο εφιάλτης των φιλήσυχων κατοίκων, ιδίως της περιφέρειας των Γρεβενών, οι οποίοι υπέφεραν τα πάνδεινα εξαιτίας του.
Σύμφωνα με την ανταπόκριση της εφημερίδας «Καθημερινή», ο φονευθείς λήσταρχος σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, είχε καταλάβει εξέχουσα θέση «εις το βασίλειον του κλαριού»:
«Οι χωρικοί ανέφερον το όνομά του και αι τρίχες των εσηκώνοντο από φρίκην. Ο απολογισμός της αιματοβαφούς δράσεώς του περιελάμβανε ολόκληρον κομβολόγιον φόνων, αιματηρών εκδικήσεων, εκβιασμών, ληστειών, φρικιαστικών εγκλημάτων.
Η μαύρη ψυχή του εφεύρισκε βασάνους σατανικάς δια να κάνη μαρτυρικότερον τον θάνατον των θυμάτων του και η αφοβία του έφθανε μέχρι του σημείου να εμφανίζεται μέρα μεσημέρι εις κετρικότατας τοποθεσίας, να προκαλή τα αποσπάσματα και να μυκτηρίζη δι’ επιστολών του τας αρχάς.
Αι επικηρύξεις της κεφαλής του ηύξανον καθημερινώς, ειδικά αποσπάσματα είχον καταρτισθή δια την δίωξιν του Κουτσούβελα αλλ’ εις μάτην.
‘Ητο ο ασύλληπτος, ο αιωνίως διαφεύγων την εξόντωσιν, ο λήσταρχος- φάντασμα, όπως τον απεκάλουν οι χωρικοί».
Στην πραγματικότητα ο Κουτσούβελας δεν διέφερε σε τίποτα από τους δεκάδες λήσταρχους που δρούσαν εκείνη την εποχή στην περιοχή Γρεβενών, στη δε περιγραφή του περιλαμβανόταν όλα εκείνα τα φοβερά στοιχεία της εγκληματογραφίας, όπως αποκαλούνταν τα περί των ληστάρχων κείμενα και οι ανταποκρίσεις των εφημερίδων.
Και να σκεφτεί κανείς ότι η δημοσίευση έγινε στην Καθημερινή, η οποία και τότε ακόμη θεωρούνταν ένα έντυπο που κάθε άλλο παρά για λόγους εντυπώσεων ενδιαφερόταν.
Ο εντοπισμός και η εξόντωση του Κουτσούβελα ήταν καθαρά θέμα τύχης. Στα τέλη Ιουνίου ο επιθεωρητής των δασών Αργυρόπουλος, συνοδευόμενος από μερικούς υπαλλήλους του, είχε μεταβεί για καθαρά υπηρεσιακούς λόγους στη θέση Κομπάκα, που απέχει δύο ώρες από το χωριό Περιβόλι Γρεβενών.
Στην περιοχή έτυχε να βρίσκεται και ο διαβόητος λήσταρχος Κουτσούβελας που μόλις τους είδε κρύφτηκε πίσω από μια πυκνή συστάδα πεύκων γιατί τους πέρασε για διώκτες του. Στη συνέχεια, φοβούμενος πιθανή σύλληψή του, πυροβόλησε για λόγους εκφοβισμού τρέποντας σε φυγή τους δασικούς υπαλλήλους, οι οποίοι επιστρέφοντας στα Γρεβενά έσπευσαν να ενημερώσουν τις αρμόδιες αρχές για το κακό συναπάντημα.Και τότε ο Κουτσούβελας έκανε ένα δεύτερο τραγικό λάθος.
Εξακολουθώντας να νομίζει, ότι οι εν λόγω δασικοί υπάλληλοι ήταν διώκτες του σταλμένοι από κάποιον υλοτόμο, τον Αθανάσιο Πάτση, έσπευσε να τον πιάσει και να τον ξυλοκοπήσει. Ο άγριος ξυλοδαρμός έγινε γνωστός στο καταδιωκτικό απόσπασμα που είχε ήδη βγει στο κατόπι του ληστή, με αποτέλεσμα οι άντρες να εντείνουν τις προσπάθειες για σύλληψή του.
Ταυτόχρονα ο υπομοίραρχος Κοκκινάκης μαθαίνοντας ότι ο Κουτσούβελας συχνά εκβιάζοντας και απειλώντας, φιλοξενείται στη στάνη του αβδελιώτη βοσκού Λύτρα, διέταξε τα αποσπάσματα των ανθυπασπιστών Βόλλα και Ζεϊμπέκη που βρίσκονταν στην Αβδέλλα να κυκλώσουν τη θέση Μπάλτζη της Κρανιάς, όπου ήταν η στάνη του Λύτρα και όπου πιθανόν να είχε καταφύγει ο καταδιωκόμενος ληστής.
Τα αποσπάσματα κινήθηκαν ακολουθώντας μια σειρά από ομόκεντρους κύκλους, περικυκλώνοντας τη στάνη ώστε να μην υπάρχει περίπτωση διαφυγής του ληστή.
Επικεφαλής του πιο μικρού κύκλου ήταν ο ανθυπασπιστής Ζεϊμπέκης, ο οποίος παρά την προχωρημένη ώρα, κατάφερε να διακρίνει τον Κουτσούβελλα που καθόταν έξω από μια καλύβα και έτρωγε αμέριμνος τη μυζήθρα του. Ο Ζειμπέκης προχώρησε έρποντας και χωρίς να γίνει αντιληπτός, μέχρι που έφτασε σε ένα σημείο από όπου μπορούσε να σημαδέψει τον ληστή.
Η σφαίρα βρήκε τον Κουτσούβελα στον λαιμό και τον τραυμάτισε. Ο Ζεϊμπέκης περιχαρής περίμενε να τον δει να πέφτει, μα την αμέσως επόμενη στιγμή, έκπληκτος είδε τον λήσταρχο να πετιέται πάνω να αρπάζει το όπλο του και να πυροβολεί εναντίον του.
Κάπως έτσι γενικεύτηκε η συμπλοκή με τα αποσπάσματα να πυροβολούν κατά του ληστή, εκείνον να αμύνεται και τις σφαίρες να τρυπούν το σώμα του η μία μετά την άλλη. Τέλος και αφού το αίμα που έτρεχε από τα τραύματά του, του αφαιρούσαν και τις τελευταίες ικμάδες ζωής, ο Κουτσούβελας έπεσε στα γόνατα ουρλιάζοντας από πόνο και απόγνωση. Έτσι τον βρήκε ο ανθυπασπιστής Ζεϊμπέκης και τον αποτέλειωσε με το κοφτερό μαχαίρι του.
Με το πρώτο φως της ημέρας οι άντρες του αποσπάσματος επέστρεψαν νικητές και τροπαιούχοι στη βάση τους, τα Γρεβενά κουβαλώντας το κομμένο κεφάλι του ληστή μέσα σε ένα ματωμένο σακούλι, που κάθε τόσο το επιδείκνυαν στους χωρικούς των γύρω χωριών που έσπευδαν να τους προϋπαντήσουν.
Ήταν το ίδιο εκείνο κεφάλι που την επομένη εκτέθηκε στην κεντρική πλατεία της πόλης σε κοινή θέα συγκεντρώνοντας για μια ακόμη φορά πλήθη από περιδεείς αλλά και περίεργους κατοίκους.