Η αβάσταχτη βαρύτητα της ελαφρότητας – Β΄

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

cf87ceb1cf83ceb9cf89cf84ceb7cf83Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

(Συνέχεια από το Α΄ μέρος που δημοσιεύτηκε χτες)

Το κρίσιμο εδώ ήταν ότι ποτέ δεν μας απασχόλησε τόσο σοβαρά το πού θα πάμε, ποιο είναι αυτό το «εμπρός», ενώ αντίθετα μας έχει υπερβασανίσει η ιδέα να αφήσουμε το «σήμερα». Σχεδόν δεν σκέφθηκε κανείς το απλό ερώτημα : «αν υποθέσουμε ότι κάνοντας αυτό το βήμα προς τα εμπρός, κινδυνεύουμε να πέσουμε στο κενό, γιατί απλούστατα το «σήμερα» κείται στην άκρη του γκρεμού, τι είναι προτιμότερο; να μείνουμε εκεί που είμαστε, να ψάξουμε για πιο ασφαλή περάσματα ή να αποτολμήσουμε τη βουτιά στο κενό;». Η απάντηση όμως σε ένα τέτοιο ερώτημα προϋποθέτει με τη σειρά του ότι γνωρίζουμε αρκετά πράγματα. Γνωρίζουμε αν υπάρχουν, πού και πώς θα βρούμε «τα άλλα περάσματα». Ξέρουμε να διακρίνουμε το «κενό», που στην πολιτική πρακτική πολλές φορές είναι σαν τους λάκκους που είναι σκεπασμένοι με κλαδιά, σαν τις λακκούβες που είναι σκεπασμένες με νερό και δεν ξέρεις τι κρύβεται από κάτω. Αυτός ο προβληματισμός στον λαό δεν υπήρξε. Δεν υπήρξε καν στα περισσότερα στελέχη της «δημοκρατικής παράταξης». Στην ουσία, το πρόβλημα δεν ήταν τι θα κτίσουμε, αλλά πώς θα γκρεμίσουμε. Η υπερβολή που τονίσαμε παραπάνω αντέστρεψε ακόμα και την κοινή γνώση : το γκρέμισμα είναι το εύκολο, το χτίσιμο είναι το δύσκολο.

Είχαμε λοιπόν την ψευδαίσθηση κάποιες εποχές, ότι μπορούσαμε να ευκολία να σύρουμε διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις ιδεολογίες, ή καλύτερα στην αποτελεσματικότητα των ιδεολογιών αυτών στην επίλυση των κοινωνικοοικονομικών προβλημάτων μας. Είχαμε την ψευδαίσθηση ότι είμασταν σε θέση να ξεχωρίζουμε το καλό από το κακό. Η άνοδος όμως ενός σοσιαλιστικού κόμματος στην εξουσία, έβαλε στη θέση τους πολλά πράγματα, κατήργησε πολλούς τέτοιους μύθους «συνεπών κοινωνικών επιλογών».

Η διακυβέρνηση από το ΠΑΣΟΚ έπεισε ότι η πραγματικότητα είναι πεζή, και η αποτελεσματική αντιμετώπισή της δεν βρίσκεται στις φραστικές υπερβολές, στις λεκτικές σοσιαλιστικές κορώνες, αντίθετα βρίσκεται στην κατανόησή της, πέρα κι έξω από τις ακαδημαϊκές προσεγγίσεις της, βρίσκεται στην σοβαρότητα των ενεργειών, πέρα κι έξω από τις θεωρητικές και λαϊκιστικές ακροβασίες. Η μεγάλη ψευδαίσθηση του ΠΑΣΟΚ, ήταν ότι θα μπορούσε να υπερβεί την πραγματικότητα, τους κινδύνους της, τις δυσκολίες της. Πίστεψε περίπου ότι η πραγματικότητα όφειλε να θωρακιστεί απέναντί του, αν ήθελε να σωθεί, και όχι αυτό απέναντι στην πραγματικότητα.

Αν και δεν είμαι ιστορικός, εν τούτοις πιστεύω ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει ιστορικό προηγούμενο, που να αναφέρει ότι ένα κίνημα, μια επανάσταση έστω, δημιούργησε από μόνο του τις προϋποθέσεις για την εκτροπή του ιστορικού γίγνεσθαι προς μια επιθυμητή κατεύθυνση. Αντίθετα, οι συνέπειες του κάθε κινήματος υπήρξαν αναμφίβολα το αποτέλεσμα μιας σειράς ιστορικών αιτιών στην διαμόρφωση των οποίων ή δεν συμμετείχε καθόλου ή συμμετείχε ελάχιστα. Αυτό λοιπόν που πέτυχε το ΠΑΣΟΚ, ήταν να βάλει σε εισαγωγικά όλα αυτά που μέχρι χθες ήταν αυτονόητα.

Η αμφισβήτηση, όμως, βάθυνε και πλάτυνε κυρίως με τα οικονομικά σκάνδαλα. Θα τολμούσα να υποστηρίξω, ότι η κρισιμότητα δεν προέρχεται τόσο από τα ίδια τα σκάνδαλα, όσο από την πολιτική τοποθέτηση απέναντι σ’ αυτά. Αν ενθυμούμαι σωστά, είναι η πρώτη φορά όπου στον λαό υπάρχει διάχυτη όχι η εντύπωση, αλλά η πεποίθηση, ότι πράγματι υπάρχουν οικονομικές ατασθαλίες και σκάνδαλα, στην καλύτερη περίπτωση δέχεται ορισμένες εξαιρέσεις, αλλά περίπου το σύνολο του πολιτικού κόσμου έπεσε σε ανυποληψία, και φυσικά αυτό είναι άδικο, γιατί επιτέλους υπάρχουν όχι ορισμένες, αλλά πάμπολλες εξαιρέσεις. Το δυστύχημα είναι, ότι οι κατηγορούμενοι βρίσκονται σε ανώτατες κυβερνητικές και κομματικές θέσεις, και αν πάλι δεν με απατά η μνήμη, είναι η πρώτη φορά που κατηγορείται το μισό σχεδόν υπουργικό συμβούλιο για εμπλοκή σε σκάνδαλα.

Δεν προτίθεμαι να παίξω τον ρόλο του δικαστή, δεν αναγνωρίζω στον εαυτό μου τέτοιο δικαίωμα. Προτίθεμαι όμως να τονίσω, αυτό το δικαίωμα το έχω, ότι εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία κι από αυτά τα ίδια τα σκάνδαλα, είναι η θέση που παίρνουμε απέναντι σ’ αυτά, και ιδίως οι κατέχοντες ανώτατες θέσεις της Δημόσιας Διοίκησης. Ερωτώ αφελώς : δεν όφειλαν, για λόγους πολιτικής ευθιξίας και για λόγους υπεράσπισης της ίδιας τους της τιμής, τουλάχιστον να απομακρυνθούν όσοι, κακώς κατά την άποψή τους, κατηγορήθηκαν για εμπλοκή σε οικονομικά σκάνδαλα; Λεω να «απομακρυνθούν» και όχι να παραιτηθούν, διότι απεδείχθη ότι η εξουσία δύσκολα εγκαταλείπεται οικειοθελώς.

Κι αυτοί μεν καλά κάνουν, όσοι όμως τους ανέχονται, πολιτικά είναι εξ ίσου υπεύθυνοι. Επιτέλους, πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευθεί αυτή η ανοχή; Περί τίνος πρόκειται λοιπόν; Περί ενός νέου ήθους και ύφους στα πολιτικά μας πράγματα; Περί μιας νέας καινοφανούς σοσιαλιστικής προοπτικής σε ό,τι αφορά τις προϋποθέσεις κατανομής των δημοσίων αξιωμάτων, περί ενός νέου πολιτικού εθίμου; Αναμφισβήτητα το ΠΑΣΟΚ χαρακτηρίζονταν από τον καιρό που ήταν αντιπολίτευση, από μια τάση υπερβολής στα λεγόμενά του, στις υποσχέσεις του. Αν ζούσε ο Σαίξπηρ και τον ρωτούσαν τι σημαίνουν αυτές οι ρητορικές σχοινοβασίες, θα μας παρέπεμπε στον Άμλετ : «λόγια, λόγια, λόγια». Αλλά αν πριν το 1981, υπήρχε κάποια δικαιολογία γι’ αυτές τις υπερβολές, λέμε αν, διότι και η αντιπολίτευση δεν νομιμοποιείται για τις υπερβολές της, σίγουρα δεν υπάρχει δικαιολογία σαν κυβέρνηση, εκτός αν πράγματι υπήρχε η δυνατότητα και η θέληση για να γίνουν εκείνοι οι λόγοι έργα. Γνωρίζουμε σήμερα, ότι τέτοια δυνατότητα και θέληση (εκείνο που υπήρχε ήταν ο ενθουσιασμός, που όμως δεν αρκεί) δεν υπήρξε ούτε το 1982, ούτε σήμερα. Και αν οι οπαδοί του ΠΑΣΟΚ το μαθαίνουν σήμερα, η ηγεσία του το γνώριζε ανέκαθεν (στην ηγεσία περιλαμβάνω την κομματική ελίτ και μόνο). Ακόμα και το σχετικό πρόσφατο άρθρο του κ. Κουτσόγιωργα, στο οποίο μιλούσε για τη «σοσιαλιστική προοπτική» φαντάζει σαν να γράφτηκε πριν από πάρα πολλά χρόνια. (Μ. Κουτσόγιωργας : Νεοφιλελευθερισμός : μύθος και πραγματικότητα, εφημ. «Βήμα», 26.7.87) Η προοπτική για την οποία μιλούσε ο κ. υπουργός, φαίνεται πια πολύ απόμακρη, σχεδόν απραγματοποίητη (παρ’ όλο που και τότε που διατυπώνονταν ήταν το ίδιο αόριστη, και ως εκ τούτου πολύ απόμακρη). Θα άξιζε ίσως να θυμίσουμε εδώ τον Eric Hoffer : «Όποιος θέλει να διαμορφώσει ένα λαό (…) δεν πρέπει να περιορισθεί μόνο να καλλιεργεί και να διευθύνει τη δυσαρέσκεια ή να δείχνει πόσο αξιόλογες είναι οι σχεδιαζόμενες αλλαγές ή να εξαναγκάζει απλώς τους ανθρώπους να δεχθούν ένα νέο τρόπο ζωής. Πολύ περισσότερο πρέπει να γνωρίζει πώς ανάβει κανείς μιας θερμή ελπίδα και πώς την κρατάει στη συνέχεια ζωντανή…» (Eric Hoffer : Ο Φανατικός, σελ. 21-22).

Δεν ήταν τάχα το ξεθώριασμα της ελπίδας που οδήγησε τη Ν.Δ. στην αντιπολίτευση, το 1981; Δεν ήταν ταυτόχρονα εκείνη η εκρηκτική ελπίδα που είχε δημιουργήσει το ΠΑΣΟΚ για ένα αύριο καλύτερο, που του έδωσε και την εξουσία; Σήμερα ποια ελπίδα αντιτάσσει; Μήπως την παλιά που μιλούσε αλλαγές «εδώ και τώρα»; Ακούγεται πια σαν ρετρό. Άλλωστε η ελπίδα μοιάζει σαν το φαγητό. Τρώγεται ζεστή. Μασημένη και κρύα ελπίδα δεν χωνεύεται εύκολα. Είναι δύσπεπτη και έχει έλλειψη πρωτεϊνών.

Όλα τα παραπάνω, αναμφίβολα δημιουργούν ένα κλίμα αμφισβήτησης για το παρόν και το μέλλον αυτού του τόπου. Αμφισβήτηση ακόμα και για το αν αξίζει τον κόπο να πιστεύει κανείς πλέον κάπου. Αμφισβήτηση για την εντιμότητα αυτών που μας κυβερνάν. Ποιος στ’ αλήθεια μπορεί να ξεχάσει εκείνες τις κατάπτυστες συνεδριάσεις της Βουλής, όπου το σύνολο περίπου του πολιτικού κόσμου αλληλοεκατηγορείτο για ένα σωρό εθνικές μειοδοσίες (ο κ. Μητσοτάκης σε φωτογραφία με Γερμανούς κατακτητές, για να αποδειχθεί ότι τελικά ο άνθρωπος ήταν αιχμάλωτος και δεν έπινε σουμάδα μαζί τους, ο κ. Μητσοτάκης -πάλι- ο «αρχιμάγειρας» της αποστασίας -απ’ την άλλη όμως ο κ. Παπανδρέου αρνείτο πεισματικά την πρόκληση του κ. Μητσοτάκη για δημόσιο διάλογο επί του θέματος-, ο κ. πρωθυπουργός «αναξιόπιστος» και «ψεύτης», κατά την έκφραση του κ. Μητσοτάκη, και πάει λέγοντας); Ένα θρίλερ κάκιστου περιεχομένου. Η αναβίωση του παρελθόντος, η αναβίωση των φαντασμάτων.

Ποιος όμως έχει όρεξη να μιλάει για το χθες, όταν το σήμερα είναι χειρότερο; Το πρόβλημά μας σήμερα, είναι η αποστασία του 1964; Επιτέλους, το μεγαλύτερο τμήμα του εκλογικού σώματος δεν έχει καν συνειδητή παράσταση της εποχής εκείνης. Ένας σημερινός σαραντάρης, ήταν τότε μόλις 16 ετών, κι ένας σημερινός εικοσιτριάχρονος ήταν αγέννητος. Για όλον αυτόν τον κόσμο, σημασία έχει τι γίνεται σήμερα, τι θα γίνει αύριο. Τα προσωπικά των ηγετών μας, μας περισσεύουν. Και γιατί όλη αυτή η φασαρία; Για ποιάν αλήθεια ενδιαφέρονται και ποιοι, όταν σήμερα τα πάντα γύρω απ’ αυτές τις έννοιες κατέρρευσαν και έγκριτα έντυπα ευθέως κατονομάζουν πρόσωπα και πράγματα ως απατεώνες και κλέφτες; Δεν νοείται πολιτικό ήθος και ύφος, όταν την αμφισβητούν. Ο καθένας οφείλει να αγωνισθεί να προστατέψει αυτήν την αλήθεια, για την οποία ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος έγραψε στη Σιδηρά του Διαθήκη : «Είναι η μόνη θεότης, που οι άνθρωποι την περιφρονούν όταν υπάρχει, και την λατρεύουν όταν χαθεί. Θεότης ατυχής, εις τον βωμόν της οποίας δεν θυσιάζουν οι ιερείς τα κτήνη, αλλά τα κτήνη θυσιάζουν τους ιερείς».

Φτάσαμε λοιπόν στο σημείο, όπου ατενίζουμε περίπου αδιάφοροι -και γι’ αυτό δεν ευθύνεται ο λαός-, και μερικοί περίπου χαιρέκακα -δεν είναι μικρό πράγμα οι τιμητές της ηθικής και του «άλλου» ύφους και ήθους να μην μπορούν να αντιτάξουν επαρκή και πιστευτά επιχειρήματα για να υπερασπίσουν τα αμφισβητούμενα ηθικά τους ερείσματα- την διαδικασία αλλοτρίωσης του πολιτικού βίου της χώρας μας. Αξίες και λόγοι βαρύγδουποι, απεδείχθησαν πράγματα ελαφρά, νοηματικά κενά. Το βάρος αυτής της ελαφρότητας, είναι πράγματι αβάσταχτο. Κανείς υπεύθυνος πολίτης, κανείς σώφρων άνθρωπος δεν δικαιούται, δεν μπορεί να χαίρεται για την κατάσταση αυτή, για οποιοδήποτε λόγο.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ