ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΑ, ΧΑΡΤΙΝΑ ΔΕΣΜΑ: Η μοναδική λύση που φαίνεται να υπάρχει σήμερα, είναι η διαγραφή μέρους των χρεών, δημοσίων και ιδιωτικών – αν και θα ήταν προτιμότερη η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων, με εφικτές δόσεις και με πολύ χαμηλά, μη τοκογλυφικά επιτόκια
“Πρέπει να φροντίζουμε να μπορούν οι άνθρωποι να αγοράζουν, ενώ, παράλληλα, πρέπει να φροντίζουμε να μπορούν οι βιομηχανίες να παράγουν – καταστάσεις που όμως εμποδίζει ο υπερδανεισμός, λόγω του ότι οι άνθρωποι δεν αγοράζουν και οι βιομηχανίες δεν παράγουν, ενώ κανένας από τους δύο δεν επενδύει” (Keynes).
Από το 1945 έως και το 2007, για 62 ολόκληρα χρόνια δηλαδή, τόσο οι επιχειρηματίες, όσο και οι επιχειρήσεις, ήταν σίγουροι πως θα υπήρχε Ζήτηση, εάν οι ίδιοι δημιουργούσαν Προσφορά– με ορισμένες εξαιρέσεις μίας δραστικής μεν, αλλά χρονικά περιορισμένης ύφεσης.
Αυτό έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στη δημιουργία εκείνων των προϋποθέσεων, οι οποίες οδήγησαν στη μεγαλύτερη όλων των εποχών οικονομική ανάπτυξη του πλανήτη, για περισσότερες από δύο γενιές. Οι προϋποθέσεις όμως αυτές φαίνεται ότι έχουν πάψει πια να υπάρχουν”.
Ανάλυση
Σύμφωνα με τον Αμερικανό οικονομολόγο K.Rogoff, δεν υπάρχει κανένας σίγουρος τρόπος για να αποφύγει κανείς μία βαθειά τραπεζική κρίση – όπως η σημερινή στην Ευρώπη και στις Η.Π.Α. Η κρίση αυτή προέρχεται από την υπερβολική αύξηση των χρεών (δημοσίων στην Ελλάδα και Ιταλία, ιδιωτικών σε όλη σχεδόν την υπόλοιπη Δύση), η οποία έχει σαν αποτέλεσμα να γίνονται οι Οικονομίες ευαίσθητες στις «κρίσεις εμπιστοσύνης».
Κατά τη διάρκεια αυτών των κρίσεων, οι εμπορικές τράπεζες διασώζονται από τις κυβερνήσεις, στη συνέχεια οι κυβερνήσεις από τις τράπεζες και στο τέλος τόσο οι τράπεζες, όσο και οι κυβερνήσεις, διασώζονται από τις κεντρικές τράπεζες – με τη μαζική εκτύπωση νέου χρήματος από το πουθενά.
Πάντοτε κατά τον ίδιο, η παραπάνω διαδικασία συνοδεύεται από έναν μακροχρόνιο, οδυνηρό περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας – από μία έντονη ύφεση δηλαδή, εμπλουτισμένη με αυξημένη ανεργία, με χρεοκοπίες και με ραγδαία πτώση όλων των αξιών. Η μέση διάρκεια αυτών των κρίσεων στην εποχή μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο υπολογίζεται στα 4,4 χρόνια – ενώ πρόκειται ουσιαστικά για το χρονικό διάστημα που απαιτείται, έτσι ώστε να μειωθεί η «ξένη χρηματοδότηση», όπως συνήθως αποκαλείται η «απομόχλευση» (deleveraging – «κάψιμο» χρημάτων). Αφού λοιπόν παρέλθει αυτός ο χρόνος, τότε αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη στις αγορές και επανέρχεται η οικονομία σε ρυθμό ανάπτυξης.
Εν τούτοις, η συγκεκριμένη «απεικόνιση» δεν είναι ολοκληρωμένη – αφού η «θεραπεία» της Οικονομίας, μετά τη Μεγάλη Ύφεση του 1929, διήρκεσε πάνω από δέκα χρόνια στις Η.Π.Α. – ενώ η Ευρώπη οδηγήθηκε στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, με αποτέλεσμα να μην γνωρίζουμε πόσο θα διαρκούσε η κρίση εκεί, εάν δεν είχε μεσολαβήσει το γεγονός αυτό.
Οι βασικές αιτίες φαίνεται να ήταν τότε η εξαιρετικά αργή αντίδραση της πολιτικής απέναντι στην παγκόσμια κρίση, καθώς επίσης ο κανόνας του χρυσού – ο οποίος σήμαινε ότι, τα επί μέρους κράτη δεν μπορούσαν να καταπολεμήσουν την κρίση με τη βοήθεια της νομισματικής πολιτικής (υποτίμηση του νομίσματος, μείωση του κόστους παραγωγής των εγχώριων προϊόντων, αύξηση των τιμών των εισαγομένων αγαθών, τόνωση της ανταγωνιστικότητας, μεγαλύτερες εξαγωγές από εισαγωγές κλπ.).
Με άλλα λόγια, τόσο η δημοσιονομική πολιτική, όσο και η πολιτική χρήματος(νομισματική), διαδραματίζουν έναν αποφασιστικό ρόλο – αφενός μεν όσον αφορά το βάθος της οικονομικής κατάρρευσης, αφετέρου το χρόνο που διαρκεί, μέχρι να επιστρέψει η οικονομία σε πορεία ανάπτυξης.
Οι κρίσεις αυτές είχαν πάψει να υπάρχουν μέχρι τη δεκαετία του 1970, λόγω της εφαρμογής του «Κεϋνσιανού συστήματος» της καθοδηγούμενης από το κράτος «οικονομικής πολιτικής» – σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς, μικτής οικονομίας και σε συνδυασμό με τους κανόνες και με τα διάφορα «μέτρα» (οργανισμούς), τα οποία υιοθετήθηκαν στο Bretton-Woods (σταθερές ισοτιμίες νομισμάτων, ίδρυση του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας κοκ.).
Οι μεγάλες κρίσεις της σύγχρονης εποχής ξεκίνησαν το 1971 (αποδέσμευση του δολαρίου από το χρυσό, πολεμικός επεκτατισμός των Η.Π.Α.) και συνεχίζονται μέχρι σήμερα, ενώ οφείλονται κυρίως στο ότι, οι κυβερνήσεις απέσυραν τα μέτρα ρύθμισης των τραπεζών, ενώ απελευθέρωσαν τις κινήσεις των κεφαλαίων, επιτρέποντας τους μία σχεδόν αχαλίνωτη ελευθερία. Οι κρίσεις αυτές, ενδεχομένως με εξαίρεση τη σημερινή, ήταν περιορισμένης χρονικής διάρκειας, επειδή τα μέτρα καταπολέμησης τους εκ μέρους της Πολιτικής ήταν πλέον πολύ πιο γρήγορα και αποτελεσματικά (διάσωση των τραπεζών, αύξηση της ποσότητας χρήματος, μείωση των βασικών επιτοκίων κλπ.).
Σήμερα όμως πολλές κυβερνήσεις, κυρίως στην Ευρωζώνη, δεν αντέδρασαν ως όφειλαν, «εκβιαζόμενες» κατά κάποιον τρόπο να ακολουθήσουν την πολιτική, την οποία ουσιαστικά επέβαλλε η Γερμανία. Τα «μέτρα λιτότητας» έχουν γίνει πλέον η μόδα της εποχής, με αποτέλεσμα οι κυβερνήσεις να μην φροντίζουν καθόλου για τη ζήτηση και την προσφορά – να μην λειτουργούν δηλαδή έτσι ώστε να διευκολύνεται η κατανάλωση, «να αγοράζουν οι άνθρωποι και να παράγουν οι βιομηχανίες».
Ουσιαστικά λοιπόν οι υποχρεώσεις των κυβερνήσεων να διατηρούν σε λειτουργία τις Οικονομίες των χωρών τους, έχουν «εκχωρηθεί» στις κεντρικές τράπεζες – ενώ ακριβώς για αυτό το λόγο χαρακτηρίζεται η ΕΕ ως «η Ευρώπη των Τραπεζών», με την πολιτική της ηγεσία να θεωρείται πλέον «υπάλληλος των αγορών».
Εν τούτοις τα περισσότερα χρήματα, από τις τεράστιες ποσότητες που οι κεντρικές τράπεζες «τυπώνουν» σήμερα, παραμένουν «μπλοκαρισμένα» στα γρανάζια του χρηματοπιστωτικού συστήματος – χωρίς να μπορούν να εμποδίσουν την πτώση της κατανάλωσης και των επενδύσεων, αφού δεν κατευθύνονται στην πραγματική οικονομία, αλλά είτε στις κερδοσκοπικές αγορές (χρηματιστήρια), είτε λιμνάζουν σε καταθετικούς λογαριασμούς.
Μεταφορικά, είναι σαν οι κεντρικές τράπεζες να έχουν τοποθετήσει τεράστιες ποσότητες φρεσκοτυπωμένων χρημάτων σε μία βιτρίνα, όπου όλοι τα βλέπουν, αλλά κανένας δεν μπορεί να τα αγγίξει.
Επί πλέον, ειδικά όσον αφορά την Ευρωζώνη, επειδή ουσιαστικά πρόκειται για μία περιοχή, στην οποία επικρατεί ένας «mini» κανόνας του χρυσού, τα υπερχρεωμένα κράτη-μέλη της δεν μπορούν να καταπολεμήσουν την κρίση «πληθωριστικά και εξαγωγικά» – δεν είναι σε θέση δηλαδή να αυξήσουν την ποσότητα χρήματος, να υποτιμήσουν τα νομίσματα τους, αυξάνοντας τις εξαγωγές και μειώνοντας τις εισαγωγές.
Αναγκάζονται λοιπόν να υιοθετούν εγκληματικές πολιτικές λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης, οι οποίες εντείνουν το πρόβλημα – βυθίζοντας τις οικονομίες τους σε μία τεράστια ύφεση, η οποία αυξάνει τη σχέση χρέους προς ΑΕΠ, μειώνει τα δημόσια έσοδα, μεγεθύνει τις δαπάνες λόγω της ανεργίας, καθώς επίσης της μαζικής χρεοκοπίας των επιχειρήσεων κοκ.
Σε τελική ανάλυση λοιπόν αναρωτιέται κανείς, εάν υπάρχει πράγματι μία διέξοδος από την μακροχρόνια ύφεση, όσον αφορά την Ευρωζώνη, αφού οι χώρες της δεν έχουν καμία δημοσιονομική ή νομισματική δυνατότητα χειρισμού της κρίσης – με αποτέλεσμα οι αγορές να πιέζουν συνεχώς περισσότερο για καθαρές, βιώσιμες λύσεις: πολιτική και δημοσιονομική ένωση όλων των χωρών (Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης), ή ολοκληρωτική διάλυση, με μία ελεγχόμενη επιστροφή όλων των κρατών στα εθνικά τους νομίσματα.
Στα πλαίσια αυτά, ειδικά επειδή η Ευρώπη άργησε πολύ να αντιδράσει, ενώ δεν μπορούν να ληφθούν ακόμη οι τελικές αποφάσεις, η μοναδική λύση που φαίνεται να υπάρχει σήμερα για την επιστροφή στην ανάπτυξη, είναι η διαγραφή μέρους των χρεών, δημοσίων και ιδιωτικών – αν και, κατά την άποψη μας, θα ήταν προτιμότερη η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων, με πολύ χαμηλά επιτόκια. Με τον τρόπο αυτό, οι ζημίες όλων των συμμετεχόντων (πιστωτών, τραπεζών, ιδιωτών), θα μοιραζόταν σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, θα κατανέμονταν δικαιότερα και θα ήταν πολύ λιγότερο επώδυνες για την Οικονομία συνολικά.
Σε κάθε περίπτωση, το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι αυτού καθαυτού το χρέος, όσο οι δυνατότητες εξυπηρέτησης του – οι οποίες αυξάνονται εντυπωσιακά, όταν μειώνονται οι δόσεις των δανείων, καθώς επίσης τα επιτόκια. Παράλληλα, δεν μπορεί να κατηγορηθεί ο οφειλέτης από το δανειστή για ανεντιμότητα, αφού δεν διαγράφεται το χρέος και παραμένει ως έχει.
Ολοκληρώνοντας, υπενθυμίζουμε τα λόγια του Keynes το 1918, σε σχέση με τη διαγραφή των χρεών, τα οποία είχαν συσωρευθεί στις συμμαχικές δυνάμεις, σαν αποτέλεσμα της χρηματοδότησης του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και τα οποία δυστυχώς δεν εισακούσθηκαν: «Εάν δεν καταφέρουμε να απελευθερώσουμε τα μέλη του σώματος μας από αυτά τα χάρτινα δεσμά, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να κινηθούμε ξανά».
Μερικά χρόνια αργότερα, το 1923, οι προτάσεις του μεταβλήθηκαν σε προειδοποιήσεις (warnings), τις οποίες θα έπρεπε να λάβουν πολύ σοβαρά υπ’ όψιν όλες οι σημερινές κυβερνήσεις της Δύσης – ιδίως η Γερμανία και η Ευρωζώνη. Σύμφωνα με αυτές, «Οι φανατικοί, αυτοί δηλαδή που επιμένουν στην ιερότητα των συμβάσεων και του χρέους……είναι οι πραγματικοί πατέρες των κοινωνικών εξεγέρσεων και των αιματηρών επαναστάσεων».
Ανεξάρτητα τώρα από τα παραπάνω, για τα οποία ελπίζουμε να βρεθεί γρήγορα λύση (υπενθυμίζουμε ότι, κατά την πάγια θέση μας, δεν έπρεπε να μπούμε στη ζώνη του ευρώ, αφού μπήκαμε οφείλαμε να ανταποκριθούμε στις τεράστιες απαιτήσεις της, ενώσήμερα είμαστε εγκλωβισμένοι και θα ήταν εγκληματική η μονομερής έξοδος μας – πόσο μάλλον αφού σύντομα θα ολοκληρωθεί η διαδικασία είτε με τη διάλυση, είτε με την πολιτική ένωση της ζώνης), θεωρούμε σκόπιμη την αναφορά μας στο βασικό πρόβλημα της Ελλάδας, το οποίο δεν είναι άλλο από το χαμηλό της ΑΕΠ.
ΑΕΠ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ
Για μία ανεπτυγμένη χώρα όπως η Ελλάδα, όπου ως ανεπτυγμένη θεωρούμε εμείς μία Οικονομία με πλούσιες υποδομές κάθε είδους, το ΑΕΠ της είναι εξαιρετικά χαμηλό. Όπως φαίνεται από τον συγκριτικό Πίνακα Ι που ακολουθεί, το πρόβλημα της Ελλάδας δεν ήταν ποτέ τόσο το χρέος, όσο ο ανέκαθεν σχετικά ασθενής ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της – ειδικά οι εξαιρετικά χαμηλές εξαγωγές της, οι οποίες έπαψαν ουσιαστικά να αυξάνονται, όταν άρχισε να αναπτύσσεται ο τουρισμός.
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Μεγέθη 2011 (εκτιμήσεις) σε δολάρια
Μεγέθη | Ελλάδα | *Ολλανδία | Αυστρία |
Εργαζόμενοι | 4.972.000 | 7.785.000 | 3.663.000 |
ΑΕΠ (ονομαστικό) σε δις $ | 312,00 | 858,30 | 351,40 |
Κατά κεφαλή εισόδημα | 27.600 | 42.300 | 41.700 |
Δημόσιο χρέος / ΑΕΠ* | 165,40% | 64,40% | 72,10% |
Εξαγωγές σε δις $ | 26,64 | 575,90 | 180,70 |
Εισαγωγές σε δις $ | 65,79 | 514,10 | 183,10 |
Εμπορικό Ισοζύγιο | -39,15 | 81,80 | -2,40 |
Εξωτερικό χρέος | 583,3 | 2.655,0 | 883,50 |
* Η Ολλανδία, μία χώρα σχεδόν απόλυτα εξαρτημένη από τις εξαγωγές, κυρίως προς τη Γερμανία, αντιμετωπίζει ήδη μεγάλα προβλήματα από την ύφεση των πελατών της – ενώ το ισχυρότατο ακροδεξιό κόμμα εισηγείται την άμεση έξοδο από την Ευρωζώνη και την υιοθέτηση του εθνικού νομίσματος.
Πηγή: World Factbook
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Όπως φαίνεται από τον Πίνακα Ι, στον οποίο συγκρίνεται η Ελλάδα με ανεπτυγμένες χώρες σχετικού μεγέθους, εάν το ΑΕΠ της ήταν αντίστοιχο της Ολλανδίας, με κριτήριο τον αριθμό των εργαζομένων, τότε το ύψος του θα διαμορφωνόταν στο 550 δις $ –οπότε το δημόσιο χρέος των 480 δις $ (πριν τη διαγραφή), θα αποτελούσε το 87% του ΑΕΠ. Οι εξαγωγές της δε, πάντα σε σχέση με την Ολλανδία, θα έπρεπε να ήταν στα 367 δις $ – από το αμελητέο σημερινό μέγεθος των 26,64 δις $.
Εκτός αυτού διαπιστώνουμε ότι, στην Ελλάδα αντιστοιχεί ετήσιος τζίρος (ΑΕΠ) 63 χιλ. $ περίπου ανά εργαζόμενο, ενώ στην Ολλανδία 110 χιλ. $ – επομένως ότι, η παραγωγικότητα των Ολλανδών είναι περίπου 75% υψηλότερη από αυτήν των Ελλήνων. Αυτό σημαίνει με τη σειρά του ότι, με κριτήρια Ολλανδίας, η «λανθάνουσα» ανεργία στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά μεγάλη – γεγονός που θα πρέπει να μας ανησυχήσει σε μεγάλο βαθμό, αφού είναι δυνατόν να υπερδιπλασιαστεί ξαφνικά, με καταστροφικές συνέπειες για τη χώρα μας.
Από την άλλη πλευρά βέβαια, διαπιστώνουμε από τον ίδιο Πίνακα Ι, το πολύ χαμηλό συγκριτικά εξωτερικό χρέος της Ελλάδας – σχεδόν πέντε φορές χαμηλότερο από αυτό της Ολλανδίας και μιάμιση φορά από αυτό της μικρότερης σε πληθυσμό Αυστρίας (στο 187% του ΑΕΠ, όταν της Ολλανδίας είναι στο 310% και της Αυστρίας στο 252%).
Εάν λοιπόν η Ελλάδα καταφέρει να αλλάξει την πολιτική που της επιβλήθηκε από το ΔΝΤ και τη Γερμανία, επιλέγοντας μία ικανή πολιτική ηγεσία, το μικρό ιδιωτικό χρέος της (περί το 167% του ΑΕΠ το 2011, όταν της Ιρλανδίας είναι 1.057%, της Ισπανίας 390% και της Ιταλίας 256%), σε συνδυασμό με τη μεγάλη δημόσια περιουσία της (επιχειρήσεις, ακίνητα, οικόπεδα κλπ.), καθώς επίσης με τον ανεκμετάλλευτο υπόγειο πλούτο και τις πολεμικές επανορθώσεις που της οφείλει η Γερμανία (υπολογίζονται μεταξύ 165 δις € από την κεντρική της τράπεζα και 560 δις € από Γάλλους οικονομολόγους), θα μπορούσε να την οδηγήσει με σχετική ευκολία στην ανάπτυξη, στην αύξηση του ΑΕΠ και στην έξοδο από την κρίση (άρα και στην έντιμη εξόφληση των πραγματικών οφειλών της).
Στο διάγραμμα τώρα που ακολουθεί φαίνεται ότι, το χρέος της Ελλάδας «αποσυνδέθηκε» δυστυχώς από το ΑΕΠ της περί το 2003 – ακολουθώντας εντελώς αντίθετη πορεία:
Με βάση λοιπόν το διάγραμμα, όπου η μπλε γραμμή είναι το χρέος, ενώ η κόκκινη το ΑΕΠ, το δημόσιο χρέος εκτοξεύθηκε στα 347,2 δις € – ενώ το ΑΕΠ περιορίσθηκε στα 217,8 δις € (το 2012 θα μειωθεί ακόμη περισσότερο, στα 206 δις € κατά τον προϋπολογισμό της κυβέρνησης). Επομένως, στη μείωση αυτή οφείλεται κυρίως η κατάρρευση της Οικονομίας μας ενώ, αντί να επιδιώξουμε σήμερα την αντιστροφή της τάσης, υποτασσόμαστε δουλικά στις εντολές του ΔΝΤ – λαμβάνοντας ακόμη περισσότερα υφεσιακά μέτρα.
Ολοκληρώνοντας, ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, την περίοδο του 2005 αυξήθηκε τεχνητά το ΑΕΠ μας κατά 25 δις € περίπου, με την ανόητη προσθήκη των εσόδων της «μαύρης οικονομίας» – ένα γεγονός που όχι μόνο μας εξευτέλισε διεθνώς, αλλά και ένα έγκλημα, κατά την άποψη μας, της τότε κυβέρνησης, κυρίως επειδή αυτό το ΑΕΠ δεν προσθέτει φορολογικά έσοδα στο κράτος, ενώ διευκόλυνε τον περαιτέρω (υπερ)δανεισμό του δημοσίου (αφού περιόρισε «παραπλανητικά» το δείκτη χρέους προς ΑΕΠ).
ΟΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΤΟΥ ΔΝΤ
Περαιτέρω, ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται «πειραματικά» τη χώρα μας το ΔΝΤ, είναι απίστευτα ευρηματικός – σε σημείο που να προκαλεί δυστυχώς το θαυμασμό μας (όπως επίσης η «χρήση» σοσιαλιστικών καθεστώτων, από τα παιδιά του Σικάγου, κατά τη διάρκεια των «επιθέσεων» τους).
Ειδικότερα, φαίνεται ότι χρησιμοποιεί εκείνο το ψυχολογικό «εργαλείο», σύμφωνα με το οποίο όταν ταΐζεις ένα σκυλί με συνεχώς λιγότερη τροφή, αφενός μεν τρέχει διαρκώς από πίσω σου, αφετέρου συνηθίζει να απασχολείται με το πόσο πιο μικρή θα είναι η επόμενη «μερίδα», ξεχνώντας εντελώς την προηγούμενη.
Κάποια στιγμή φυσικά πεθαίνει από την πείνα, χωρίς καν να το καταλάβει – αν και δεν είναι αυτός ο στόχος, αφού η τροφή περιορίζεται σε τέτοιο βαθμό, που να μπορεί απλά να επιβιώνει (βέβαια μόνο για τα σκυλιά που έχει ανάγκη κανείς, για να κάνει τη δουλειά του).
Έτσι λοιπόν, με τη «βοήθεια» κάποιων διατεταγμένων ΜΜΕ, καλοπληρωμένων φυσικά, όλοι ασχολούνται σήμερα με τα «μέτρα λιτότητας» του Ιουνίου, με αυτά δηλαδή που έχουν «εκβιαστεί» να υπογράψουν τα δύο κόμματα συγκυβέρνησης,χωρίς να ενδιαφέρονται καθόλου για τα προηγούμενα μέτρα (αν και είναι η πρώτη φορά στην Ιστορία που οι εργαζόμενοι έχουν αποδεχθεί μειώσεις των ονομαστικών αμοιβών τους – πολύ μεγαλύτερες στην πραγματικότητα, αφού εντείνονται από το φορολογικό πληθωρισμό).
Στα πλαίσια αυτά, ανακοινώνονται έμμεσα τα μεθεπόμενα μέτρα (μείωση των μισθών κατά ακόμη 15% κλπ.), από άλλους πολιτικούς, «υπαλλήλους των αγορών», με πιθανό στόχο να «εμπεδωθούν» καλύτερα τα επόμενα – παράλληλα με το «θόλωμα των νερών» και με την τοποθέτηση της μίας κοινωνικής ομάδας απέναντι στην άλλη, μέσω συνεχώς νέων σκανδάλων διαφθοράς (φυσικά πραγματικών σκανδάλων, αφού κάτι αντίθετο θα ήταν εντελώς ανόητο), τα οποία δημιουργούν επί πλέον ένα συναίσθημα «συλλογικής ενοχής» (όλοι μαζί τα φάγαμε) και επομένως αδιαμαρτύρητης υποταγής.
Ίσως βοηθάει και το «εκλογικό πανηγύρι» που έχει στηθεί, ενώ υποθέτουμε ότι έχουν ληφθεί τα κατάλληλα μέτρα, από τη σκιώδη διακυβέρνηση – έτσι ώστε να παραμείνει αλώβητη στην «υπόγεια εξουσία» της, ανεξαρτήτως εκλογικού αποτελέσματος.
Πιθανολογούμε δηλαδή ότι, θα έχει υπάρξει μέριμνα – με βάση την οποία το τρίτο κόμμα συγκυβέρνησης που ενδεχομένως θα χρειαστεί, θα είναι μία από τις επί τούτου «παραφυάδες» των δύο προηγουμένων (χωρίς αυτό να δηλώνει ότι, γνωρίζουμε κάτι ή κατηγορούμε κάποιο).
Βέβαια, όπως πάντα μπορεί (και ευχόμαστε) να κάνουμε λάθος – γεγονός που θα σήμαινε ότι, οι προθέσεις των «εισβολέων» θα ήταν «αγαθές». Ότι δηλαδή σκοπός τους είναι πράγματι να γίνει ανταγωνιστική η Ελλάδα, να μην λεηλατηθούν οι πολίτες και η δημόσια περιουσία της, να κυβερνάται σωστά, χωρίς διλλήματα και εκβιασμούς, καθώς επίσης να επανέλθει γρήγορα σε πορεία ανάπτυξης.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
“Ένας σπόρος που γυρίζει στον τόπο του, είναι ένας σπόρος που πηγαίνει να βλαστήσει – ένας Έλληνας που γυρίζει στον τόπο του, είναι ένας άνθρωπος που πηγαίνει να βλαστημήσει. Ελλάδα, σε κράτησα πάνω μου κατάσαρκα – με δαιμόνισες. Και τους συντρόφους που πίστευαν μαζί μου στις ρίζες και στο γυρισμό, τους βλέπω να αλλοιώνονται μέρα με την ημέρα – θα έλεγα χημικά.
Ο ένας απελπίστηκε γρήγορα – έφυγε ξανά και θα φεύγει σε όλη του τη ζωή. Ο άλλος διασκεδάζει τις κυρίες με φράσεις που είχε μισήσει – χθες έγινε υπουργός. Ο τρίτος λέει πως είναι ο ίδιος η ψεύτικη κόρη του Ερεχθείου, το χωματένιο αντίγραφο μίας ύπαρξης ζωντανής που έμεινε στην ξενιτιά. Πόσοι ακόμη… Και εκείνος εκεί, αφού σήκωσε γύρω του τον πρώτο φράκτη, ένοιωσε πως του χρειαζόταν άλλος ένας για τα αισθήματα που τριγύριζαν απέξω – και άλλος, και άλλος.
Είμαστε το τσούρμο μίας σκούνας που ταξιδεύει ξυλάρμενη, πόσα χρόνια. Πεινάμε. Άλλοι χάνουν το λογικό τους, άλλοι σκοτώνονται μοναχοί τους, άλλοι γυρίζουν στην κατάσταση της πεταλίδας. Ένας κάποτε ανεβαίνει στο κατάρτι και μας φαίνεται πως φωνάζει για ωραίες ακρογιαλιές – άγνωστα κομμάτια του κόσμου.
Τα βλέπουμε με τη φαντασία μας…Και κατεβαίνει πάλι ανάμεσα μας και είναι ο μόνος που βεβαιώνει πως δεν υπάρχει τίποτα – παρά βράχος, μάρμαρο και το αλμυρό νερό. Τότε τον πετάμε στη θάλασσα θυμωμένοι. Γκρεμίσαμε τόσα και τόσα – μπορούμε να μετρηθούμε, χαλάσματα. Καληνύχτα!” (Γ. Σεφέρης).
Εμείς, σε αντίθεση με το Σεφέρη, έχοντας ζήσει, σπουδάσει και δουλέψει πολλά χρόνια στο εξωτερικό, έχουμε την άποψη ότι, δεν φταίει ο τόπος για τα δεινά μας, αλλά η διακυβέρνηση του – η οποία δυστυχώς έχει διαφθείρει ολόκληρη την Ελληνική κοινωνία, σε σημείο που να ντρέπεται κανείς για τους συμπατριώτες του, να σιχαίνεται στην κυριολεξία την Πολιτική και να θέλει να μεταναστεύσει ξανά, εγκαταλείποντας την πατρίδα του σε όλους αυτούς, οι οποίοι την κατέστρεψαν τα τελευταία τριάντα χρόνια.
Όποιος τολμήσει λοιπόν να μας πει την αλήθεια, κατά τον ποιητή, είναι καταδικασμένος – ενώ δεν θεωρούμε ένοχο τον καπετάνιο, ο οποίος μας οδηγεί σε άγονους, αλμυρούς και βραχώδεις τόπους, ή, έστω, όλους εμάς που τον ακολουθούμε, αλλά εκείνον που μας ανακοινώνει αυτά που πραγματικά βλέπει.
Δεν κατανοούμε δηλαδή ότι, η Ελλάδα είναι μία πάμπλουτη, πανέμορφη, εξαιρετικά προικισμένη χώρα, με συνολικά περιουσιακά στοιχεία πολλαπλάσια των χρεών της – οπότε ψάχνουμε να βρούμε αλλού τη «γη της επαγγελίας», οδηγημένοι από ένα ανίκανο πλήρωμα και από καπετάνιους, οι οποίοι θέλουν απλά και μόνο να συνεχίσουν να μας λεηλατούν. Βρίζουμε και βλαστημάμε λοιπόν τον παραδεισένιο τόπο μας, ισχυριζόμενοι ότι δεν μας αφήνει να βλαστήσουμε, αντί να τολμήσουμε να διώξουμε όλους αυτούς, οι οποίοι απομυζούν αχόρταγα τον πλούτο του και καταστρέφουν όλες τις προοπτικές μας.
Νοιώθουμε ενοχές, σαν να είμαστε εμείς οι υπεύθυνοι για την κατάρρευση του δημοσίου και για την απίστευτη πολιτική διαφθορά! Φοβόμαστε τα πάντα και ελπίζουμε στον από μηχανής Θεό – βυθισμένοι «στη σιωπή των αμνών», σκύβοντας το κεφάλι και παραμένοντας αμέτοχοι θεατές ενός πολιτικού σκηνικού, το οποίο στήνεται έντεχνα από την «διαχρονική ντροπή» της Ελλάδας: από την κομματοκεντρική πολιτική και από τα διαπλεκόμενα ΜΜΕ, τα οποία έχουν δυστυχώς διεισδύσει και στον τελευταίο ελεύθερο χώρο, στο διαδίκτυο.
Έχουμε ίσως τη μεγαλύτερη ευκαιρία των τελευταίων δεκαετιών για να αλλάξουμε ριζικά την πατρίδα μας, αρκεί να μη φοβηθούμε να επιτρέψουμε το ολοκληρωτικό γκρέμισμα του σαθρού και βρώμικου «πολιτικού οικοδομήματος» – έτσι ώστε να δημιουργηθεί από την αρχή, σε νέες υγιείς και στέρεες βάσεις, χωρίς απολύτως κανέναν από όλους όσους το υπηρέτησαν αυτοεξυπηρετούμενοι τόσα χρόνια: συμπολιτευόμενοι ή αντιπολιτευόμενοι.
Αμφιβάλλουμε σε μεγάλο βαθμό πως τελικά θα το τολμήσουμε – αφού βλέπουμε τόσους πολλούς συμπατριώτες μας να είναι από το φόβο τους έτοιμοι να παρασυρθούν ακόμη μία φορά από εκείνες τις σειρήνες, οι οποίες υπόσχονται τα πάντα, παραπλανούν τους πάντες και δεν τηρούν απολύτως τίποτα. Τα κόμματα και οι νέες «παραφυάδες» τους, συνεπικουρούμενα από την πέμπτη εξουσία, φαίνεται να γνωρίζουν καλά το παιχνίδι – εμπλουτίζοντας το συνεχώς με νέα διλήμματα και με συγκαλυμμένους εκβιασμούς.
Αυτή τη φορά όμως, εάν επιτρέψουμε ξανά να «παραπλανηθούμε», να κρυφτούμε δηλαδή πίσω από τους φόβους μας, προσποιούμενοι ότι δήθεν πεισθήκαμε από τις υποσχέσεις όλων αυτών που με τη συμμετοχή ή με την ανοχή τους οδήγησαν την πατρίδα μας στην καταστροφή, στον εξευτελισμό και στην υποδούλωση, θα είμαστε άξιοι της μοίρας μας – ενώ θα υποφέρουμε τα πάνδεινα, όσους και να ρίξουμε στη θάλασσα, από αυτούς που έχουν το θάρρος να ανεβούν στο κατάρτι και να μας πουν την αλήθεια.
Βασίλης Βιλιάρδος(copyright)