Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, ο γνησιότερος εκπρόσωπος της ελληνικής λαϊκής ζωγραφικής, γεννήθηκε στη Μυτιλήνη γύρω στο 1870. Ως ο μεγαλύτερος από οχτώ αδέλφια, θα έπρεπε να ακολουθήσει το επάγγελμα του σοβατζή για να στηρίξει οικονομικά την οικογένειά του, το πάθος του όμως για τη ζωγραφική τελικά κυριάρχησε.
Εργάστηκε για ένα μικρό διάστημα ως θυρωρός στο ελληνικό προξενείο της Σμύρνης, ενώ παράλληλα ζωγράφιζε. Έφυγε στην Ελλάδα με σκοπό να καταταγεί στον πόλεμο του 1897, αλλά δεν πρόλαβε. Έμεινε στη Μαγνησία, ζωγραφίζοντας σε σπίτια, καφενεία, μαγαζιά, με αμοιβή ένα πιάτο φαγητό. «Κυριευμένος από το πάθος της έκφρασης, απορροφά και παράγει ζωγραφική, όπου τη βρει και όπως μπορεί», σημειώνει ο Σεφέρης. Στις εθνικές γιορτές και στην περίοδο της Αποκριάς διοργάνωνε θεατρικές παραστάσεις, όπου πρωταγωνιστούσε ο ίδιος ως Μεγαλέξανδρος ή ως ήρωας της ελληνικής επανάστασης, ενώ τη «μακεδονική φάλαγγα» αποτελούσαν παιδιά του σχολείου, που τα έντυνε ανάλογα.
Το 1927 επέστρεψε στην πατρίδα του. Αφορμή της αναχώρησής του στάθηκε ένα περιστατικό σ’ ένα καφενείο, όπου τον έριξαν από τη σκάλα που ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε. Στη Μυτιλήνη γνωρίστηκε με τον τεχνοκριτικό Στρατή Ελευθεριάδη, μια γνωριμία που συνετέλεσε στην αναγνώριση της αξίας του έργου του, έστω και αργά. Συνέχισε να ζωγραφίζει «ως το τέλος της ζωής του σε όποιαν επιφάνεια πετύχει: ξύλα, πανιά, τενεκέδες, παλιόχαρτα, τοίχους μαγαζιών ή σπιτιών. Αυτά του έδωσε ο Θεός και μ’ αυτά δημιούργησε ο μικρόσωμος αυτός άνθρωπος…» (Σεφέρης, Δοκιμές). Παρεξηγημένος και φτωχός πέρασε όλα σχεδόν τα χρόνια της ζωής του. Πέθανε το 1934, σε ηλικία περίπου εξήντα πέντε ετών.
Σε χωριά του Πηλίου, αλλά και μέσα στην πόλη του Βόλου, σώζονται κάποιες από τις ανεπανάληπτες ζωγραφιές του. Στην Ανακασιά, στον Ανω Βόλο, ένα ολόκληρο σπίτι ζωγραφισμένο με έργα του, λειτουργεί ως Μουσείο Θεόφιλου. Αλλά και στη Μυτιλήνη υπάρχει Μουσείο Θεόφιλου, όπου έχουν συγκεντρωθεί έργα του, καθώς και βιβλία που έχουν γραφτεί για τη ζωή και τη ζωγραφική του.
Τα θέματά του κινούνται γύρω από δύο βασικούς άξονες: την ιστορία και τις παραδόσεις του λαού μας. Με ζεστούς και απαλούς χρωματικούς τόνους, με πρωτοτυπία που παραβαίνει τους κανόνες της ακαδημαϊκής ζωγραφικής, εκφράζει πρόσωπα, γεγονότα, τοπία, όπως τα αντιλαμβάνεται η ελληνική λαϊκή του συνείδηση.
Επιμέλεια: Μαρία Ωραιοζήλη Κουτσουπιά για το Ι.Μ.Ε.Τ. artem.gr
http://artemnotes.blogspot.com/