Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΡΟΜΟΣ: Η ανάγκη περιστολής των κρατικών δαπανών, η «συγκράτηση» των αμοιβών, η εξισορρόπηση του εμπορικού ισοζυγίου, η κερδοφορία των εθνικών επιχειρήσεων, ο περιορισμός των δημοσίων επενδύσεων και οι απαιτήσεις μας από την ΕΕ

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Του Βασίλειου Βιλιάρδου
Σύμφωνα με τους διεθνείς αναλυτές (είτε τους αποδεχόμαστε, είτε όχι), ο δημόσιος τομέας της χώρας μας (όπως ο τραπεζικός για την Ιρλανδία), είναι ο κύριος υπεύθυνος για την κατάρρευση της Οικονομίας μας – από την οποία «εκλείπουν» πλέον εντελώς οι επιχειρηματικές «ευκαιρίες» (αποβιομηχανοποίηση κλπ). Ο δημόσιος τομέας είναι αυτός που χρέωσε σε μεγάλο βαθμό την Ελλάδα, με τα απίστευτα επιδόματα και τις πλασματικές υπερωρίες των υπαλλήλων του, με τις σκιώδεις Επιτροπές, με τη διαπλοκή, με τις απαράδεκτα ζημιογόνες επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, με την τεράστια διαφθορά, με τη σκόπιμη γραφειοκρατία, με τις ανεξέλεγκτες δαπάνες και, κυρίως, με την απόλυτη ατιμωρησία αυτών των λίγων που «υπεξαίρεσαν» μεθοδικά τα δημόσια ταμεία (ή, έστω, έκαναν «πολιτικά» σφάλματα «ελέω ανικανότητας», τα οποία κόστισαν στη χώρα υπερβολικά πολλά δισεκατομμύρια).
Ο «Πίνακας Ι» που ακολουθεί τεκμηριώνει εν μέρει τη διεθνή «απαίτηση» για τη μείωση των μισθών και του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων, παρά το ότι δεν αποτυπώνει ολόκληρη την αλήθεια. Σημειώνουμε εδώ ότι η παραοικονομία, για την οποία ενοχοποιείται διεθνώς η Ελλάδα, δεν αφορά μόνο τον ιδιωτικό τομέα. Αρκετοί «πιστοί» της «παραοικονομίας» είναι ταυτόχρονα έμμισθοι «δημόσιοι λειτουργοί» – για παράδειγμα, καθηγητές της μέσης ή ανώτερης εκπαίδευσης (κατ’ οίκον φροντιστήρια), γιατροί νοσοκομείων (ιδιωτικά ιατρεία) κλπ. Προφανώς όχι όλοι, ούτε βέβαια η πλειοψηφία τους – αλλά αρκετοί για να καταστρέψουν τις προσπάθειες πολλών ετών.
Η διαπλοκή βέβαια και τα «παράγωγά» της (διαφθορά κλπ), θα ήταν αδύνατη, εάν δεν συμμετείχε ο δημόσιος τομέας, αφού ο ιδιωτικός «περιορίζεται» στο ρόλο του «διαφθορέα» (με εξαίρεση κυρίως τη φοροδιαφυγή, όπου όμως σε αρκετές περιπτώσεις «χρηματισμού» ενέχεται και ο δημόσιος τομέας – με την έννοια ότι προφανώς δεν φορολογεί τις «εξυπηρετήσεις» ή τις «διευκολύνσεις» που μάλλον δεν παρέχει αφιλοκερδώς).
Στα πλαίσια λοιπόν της «σύλληψης» και της καταστολής της παραοικονομίας, θα πρέπει να γίνει εκεί ακριβώς η αρχή, στο δημόσιο τομέα δηλαδή, έτσι ώστε να «επιστρέψει» το συναίσθημα του «Δικαίου» στην κοινωνία μας – «απαρέγκλιτη» προϋπόθεση των οποιονδήποτε προσπαθειών «αντιστροφής της τάσης» και ριζικής αλλαγής των δεδομένων της Οικονομίας μας.
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Μικτοί μισθοί υπαλλήλων του «στενού» δημόσιου τομέα, αριθμός ΔΥ, μέσος μισθός ανά άτομο και ποσοστό ΔΥ – επί συνόλου εργαζομένων 4.940.000 (2007)

ΕΤΗ2003200420052006200720082009
Μισθοί*12.07913.44114.13614.93015.69416.96719.002
Αριθμ.**456.462466.781477.286486.580503.170506.680511.913
Μέσος μ.26.46228.79529.61730.68331.19033.48737.119
Ποσοστό9,24%9,45%9,66%9,85%10,18%10,26%10,36%

Πηγή: Υπουργείο Οικονομικών – προϋπολογισμοί
* Μέσοι μικτοί ετήσιοι μισθοί, χωρίς εργοδοτικές εισφορές
** Δεν περιλαμβάνεται το στρατιωτικό προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων
Πριν ακόμη αναλύσουμε την, απαιτούμενη από τις διεθνείς αγορές, εξοικονόμηση πόρων, μέσω της μείωσης των μισθών των ΔΥ και των δαπανών, είναι ίσως σκόπιμο να αναφέρουμε πως, παρά το ότι η κύρια ευθύνη της κάθε πολιτικής ηγεσίας δεν είναι άλλη από τη σωστή διαχείριση των δημοσίων οικονομικών, οι κυβερνήσεις φαίνεται να λειτουργούν διαχρονικά, με έναν εντελώς παράδοξο τρόπο:
Αφού έχουν στη διάθεση τους ένα ορισμένο «budget», έτσι όπως εμφανίζεται στον εκάστοτε ετήσιο προϋπολογισμό (προερχόμενο από φόρους, από τα κέρδη των κοινωφελών επιχειρήσεων, από τα «ενοίκια» της δημόσιας περιουσίας κλπ), δεν ξοδεύουν, όπως ο κάθε συνετός «εισοδηματίας» (και ο κάθε απλός διαχειριστής πολυκατοικίας – πόσο μάλλον όταν πλέον «κατοικούμε» σε ένα συγκρότημα 27 πολυκατοικιών), το ποσόν που ευρίσκεται στη διάθεση τους, αλλά δανείζονται πολύ περισσότερα – χωρίς καθόλου να ρωτήσουν τους Πολίτες που εκπροσωπούν. Υπενθυμίζουμε εδώ την απίστευτα μεγάλη αυθαιρεσία κάποιων κυβερνήσεων, όπως αυτήν της Ισλανδίας, να δανειστούν για να «διασώσουν» τις ιδιωτικές, χρεοκοπημένες τράπεζες της χώρας τους, με τα χρήματα των Πολιτών τους – αφενός μεν πτωχεύοντας το κράτος τους, αφετέρου δε, χωρίς τη συμφωνία των κυβερνωμένων!
«Μετονομάζοντας» λοιπόν τις ζημίες σε ελλείμματα, συσσώρευσαν κακοδιαχείριση ετών, δημιουργώντας εκ του μηδενός τεράστια δημόσια χρέη τα οποία, τοκιζόμενα, απειλούν να πτωχεύσουν πολλά κράτη. Ακόμη περισσότερο οι κυβερνήσεις, αντί να μειώνουν τα έξοδα τους (ενδεχομένως απολύοντας πλεονάζων προσωπικό, εξοικονομώντας από περιττές δαπάνες, περιορίζοντας αμοιβές, λειτουργώντας με κέρδος τις δημόσιες εταιρείες κλπ), ρίχνουν το βάρος των χρεών και των «ελλειμμάτων», των ζημιών δηλαδή,  στους Πολίτες τους, κατηγορώντας τους επί πλέον για ελλιπή φορολογική συνείδηση, για μειωμένη παραγωγικότητα, για οκνηρία, για σπατάλη και για τόσα πολλά άλλα.
Από τη μία πλευρά δηλαδή σπαταλούν ατιμώρητοι τη δημόσια περιουσία (πουλούν ακόμη και τις επιχειρήσεις που ανήκουν στους Πολίτες τους), ενώ από την άλλη οργανώνουν «αστυνομικές ομάδες ελέγχου» εναντίον εκείνων των δύστυχων Πολιτών, οι οποίοι ουσιαστικά συντηρούν τόσο τους ίδιους, όσο και το υπόλοιπο Κράτος. Τέλος, την ίδια στιγμή «οικοδομούν» επάνω στα συναισθήματα «ενοχής» των «υπηκόων» τους (επιβάλλοντας τους ουσιαστικά έναν κυριολεκτικά καταστροφικό αυτοσαρκασμό, στη θέση της δημιουργικής αυτοκριτικής), καθώς επίσης στην «ζηλόφθονη», εχθρική, ανταγωνιστική συμπεριφορά του ενός για τον άλλο – στο «διαίρει και βασίλευε».
Αποδεχόμενοι ότι όλα αυτά αποτελούν πλέον παρελθόν για την Ελλάδα, αυτό που επείγει είναι η άμεση επίλυση των κεντρικών προβλημάτων της Οικονομίας μας, αποφεύγοντας τη δυσμενή «επιπλοκή» ενός ενδεχόμενου περιορισμού του ΑΕΠ μας. Μερικές από τις «λύσεις» στα προβλήματα αυτά (προηγείται φυσικά η εξασφάλιση του χρόνου για τις αλλαγές, η ορθολογική χρηματοδότηση δηλαδή, η οποία μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη βοήθεια της ΕΕ – «εναλλακτικά» της Κίνας, όπως θα αναλύσουμε στον επίλογο του κειμένου), είναι:
(α)  η περιστολή όλων των δαπανών του δημοσίου (όχι μόνο των μισθών των ΔΥ), με στόχο τον περιορισμό του ελλείμματος του προϋπολογισμού μας χωρίς νέους φόρους, έτσι ώστε να αποφύγουμε την ύφεση που προκαλούν νομοτελειακά οι αυξημένοι φόροι,
(β)  η διαχρονική «συγκράτηση» των μισθών του ιδιωτικού τομέα, έτσι ώστε να καταπολεμηθεί το μισθολογικό «dumping» κάποιων πλεονασματικών χωρών, οι οποίες το ξεκίνησαν από το 2000 (κυρίως η Γερμανία) – προφανώς με τη βοήθεια και τη συναίνεση όλων των παραγωγικών τάξεων των χωρών τους,
(γ)  η «εξισορρόπηση» του εμπορικού ισοζυγίου, μέσω της στοχευόμενης αύξησης των εξαγωγών, καθώς επίσης της μείωσης των εισαγωγών μας – με στόχο τη σταθεροποίηση του εξωτερικού χρέους μας,
(δ)  η κερδοφορία όλων ανεξαιρέτως των εταιρειών του δημοσίου, σε συνδυασμό με την αύξηση της «αποτίμησης» τους, η οποία θα συνέβαλλε τα μέγιστα στη δημιουργία «αντικρίσματος», απέναντι στα χρέη του κράτους (ο ρόλος του υγιούς «τοπικού» χρηματιστηρίου, το οποίο εξασφαλίζει ορθολογικές αποτιμήσεις στις δημόσιες επιχειρήσεις, είναι σημαντικός) και
(ε)  ο περιορισμός του, ενισχυόμενου από την ΕΕ, προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, οι οποίες είναι ζημιογόνες για τον προϋπολογισμό μας.
Ίσως εδώ οφείλουμε να επιστήσουμε την προσοχή στο ότι, το υψηλό δημόσιο χρέος ενός κράτους, δεν σημαίνει ταυτόχρονα ότι είναι υπερχρεωμένο. Εάν απέναντι στο χρέος υπάρχουν περισσότερα περιουσιακά στοιχεία (κάτι που ισχύει για πολλές χώρες – Γερμανία, Ολλανδία, Ιαπωνία, Ρωσία, Κίνα κλπ), τότε το κράτος είναι ουσιαστικά «πλεονασματικό» – αφού υπάρχει σαφές «αντίκρισμα» απέναντι στα χρέη του. Το «αντίκρισμα» βέβαια έχει νόημα, όταν είναι «ρευστοποιήσιμο» και παραγωγικό (στην περίπτωση των κρατών, όταν παράγουν/εξάγουν ΑΕΠ – στην περίπτωση των επιχειρήσεων, όταν πουλούν κερδοφόρα τα προϊόντα τους, στα ακίνητα όταν εισπράττουν ενοίκια κοκ), χωρίς να διακινδυνεύεται η «ταμειακή ρευστότητα», η οποία είναι απαραίτητη για την πληρωμή ληξιπρόθεσμων δόσεων και δανείων.
Αναλυτικά στα συμπληρωματικά μέτρα που εύλογα προτείνουν οι αγορές, τα παρακάτω:
(α)  ΠΕΡΙΣΤΟΛΗ ΤΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ
Η μείωση των αμοιβών των ΔΥ μέσω του «εξορθολογισμού» των επιδομάτων, του περιορισμού του αριθμού τους και της «απόσβεσης» των υπερωριών, θα μπορούσε να συνεισφέρει με περίπου 7 δις στον προϋπολογισμό («επίπεδα» 2003). Εάν από το σύνολο των δαπανών (χωρίς τα τοκοχρεολύσια) από περίπου 59 δις (εκτίμηση 2009) αφαιρέσουμε τους μισθούς, τις συντάξεις και την ασφάλιση / περίθαλψη / κοινωνική προστασία, συνολικά δηλαδή περίπου 43 δις, απομένουν 16 δις λοιπές δαπάνες, οι οποίες θα μπορούσαν επίσης να περιορισθούν, τουλάχιστον κατά 30% – ήτοι κατά 4,8 δις. Έτσι λοιπόν, όλες μαζί οι δαπάνες θα περιοριζόντουσαν κατά 11,8 δις ετήσια, διαμορφωνόμενες (με τους τόκους, χωρίς τα χρεολύσια) στα περίπου 59,7 δις € (από 71,5 δις κατά τις εκτιμήσεις του 2009).
Για μερική σύγκριση μεγεθών, το ΑΕΠ της Γερμανίας το 2007 ήταν 2.422,90 δις €, έναντι δημοσίων «ομοσπονδιακών» δαπανών περίπου 270 δις € (τα κρατίδια έχουν τα δικά τους έσοδα/δαπάνες). Οι ομοσπονδιακές δαπάνες λοιπόν αποτελούσαν το 11,15% του ΑΕΠ της χώρας. Στην Ελλάδα τώρα (εκτιμήσεις 2009), το ΑΕΠ ήταν περί τα 240 δις €, έναντι δαπανών 71,5 δις € – επομένως, οι δαπάνες ήταν το 29,79% του ΑΕΠ. Επίσης, τα έξοδα της ομοσπονδιακής δημόσιας διοίκησης, σύμφωνα με τον προϋπολογισμό της Γερμανίας για το 2009, ήταν το 9,5% των συνολικών δαπανών – μειωμένα σε σχέση με το 2003, όπου αποτελούσαν το 10,6%, όπως επίσης μειωμένος είναι και ο αριθμός των Γερμανών ΔΥ της ομοσπονδιακής δημόσιας διοίκησης (από 381.000 άτομα το 1991 στα 259.000 το 2009).
Αντίθετα, τα «έξοδα προσωπικού» της Ελλάδας (ΔΥ), χωρίς τις εργοδοτικές εισφορές, είναι το 26,5% των συνολικών δαπανών, ενώ ο αριθμός τους αυξήθηκε, αντί να μειωθεί. Η μείωση όμως του αριθμού των ΔΥ στο στενό, μη παραγωγικό δημόσιο τομέα θεωρείται απαραίτητη αφού, όσο μεγαλύτερη είναι η ποσοστιαία συμμετοχή τους στο σύνολο των εργαζομένων μίας χώρας, τόσο περιορίζονται οι δυνατότητες αύξησης του «παραγωγικού ΑΕΠ» της. Ακόμη λοιπόν και αν τα μεγέθη δεν είναι απολύτως συγκρίσιμα, λόγω της ομοσπονδιακής δομής της Γερμανίας, οι δυνατότητες μεγάλης μείωσης των δαπανών του Ελληνικού Δημοσίου δεν είναι καθόλου αμελητέες. Ο πίνακας που ακολουθεί αφορά τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό της Γερμανίας, ο οποίος είναι φυσικά πάντοτε πενταετής και όχι ετήσιος.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Ομοσπονδιακός Προϋπολογισμός Γερμανίας 2009 σε δις €

ΔΑΠΑΝΕΣ/ΕΣΟΔΑ20082009201020112012
Ι.  Δαπάνες*283,20288,40292,40295,20300,60
Διαφορά με πργ. έτος+4,7%+1,8%+1,4%+1,0%+1,8%
ΙΙ. Έσοδα*283,20288,40292,40295,20300,60
α) Φορολογικά238,00248,70255,40266,30276,00
β)  Λοιπά33,3029,2031,0028,9024,60
γ)  Δάνεια11,9010,506,000,000,00
Έξοδα επενδύσεων24,7025,9025,9025,5025,30

Πηγή: Υπουργείο Οικονομικών Γερμανίας                                       Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
* Οι δαπάνες είναι πάντοτε ίσες με τα έσοδα – η κυβέρνηση δεν προγραμματίζει δηλαδή να δαπανήσει περισσότερα χρήματα, από όσα έχει στη διάθεση της!
Συνεχίζοντας στην Ελλάδα, η περιστολή των δαπανών του δημοσίου είναι η μοναδική εφικτή λύση για την Οικονομία μας, επειδή είναι εμφανές ότι το «δυνητικό» μέτρο, η αύξηση των εσόδων δηλαδή, έχει περιορισμένες προοπτικές σε μία αποβιομηχανοποιημένη χώρα, με ελάχιστες κερδοφόρες επιχειρήσεις, εν μέσω ύφεσης. Αντίθετα, ο κίνδυνος μείωσης των εσόδων, ανεξάρτητα από την ενδεχόμενη αύξηση των φόρων (πολλές φορές λόγω αυτής ακριβώς), είναι κατά πολύ μεγαλύτερος. Σε κάθε περίπτωση, τα έσοδα έχουν άμεση σχέση με την «φοροδοτική ικανότητα» των επιχειρήσεων/εργαζομένων, καθώς επίσης με την «ανταποδοτικότητα» τους.
(α)  Σχετικά με τη «φοροδοτική ικανότητα» και ειδικά όσον αφορά το φόρο εισοδήματος, ο οποίος ουσιαστικά «επιβαρύνει» τα καθαρά κέρδη, η κερδοφορία των γερμανικών επιχειρήσεων (για παράδειγμα) είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από την αντίστοιχη των ελληνικών. Επομένως, είναι λογικό να αυξάνονται τα φορολογικά έσοδα της Γερμανίας και να μειώνονται αυτά της Ελλάδας – όχι μόνο λόγω της αυξημένης κερδοφορίας των γερμανικών εταιρειών ή επειδή η Γερμανία αναπτύσσεται εις βάρος μας (όπως και εις βάρος πολλών άλλων χωρών της ΕΕ), αλλά και απλά σαν αποτέλεσμα του ότι, ό αριθμός των Ελληνικών επιχειρήσεων περιορίζεται διαρκώς. Επίσης, τα εισοδήματα των Γερμανών εργαζομένων είναι υψηλότερα από αυτά των Ελλήνων, οπότε τα περιθώρια φορολόγησης τους είναι κατά πολύ μεγαλύτερα.
(β)  Όσον αφορά τώρα την «ανταποδοτικότητα», εάν οι Πολίτες της χώρας μας δεν επιβαρύνονταν με τόσες δαπάνες υγείας, παιδείας (φροντιστήρια) κλπ, όπως στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, τότε οι δυνατότητες πληρωμής φόρων εκ μέρους τους θα ήταν πολλαπλάσιες. Μία μέση Ελληνική οικογένεια δαπανά ετήσια τουλάχιστον 6.000 € παραπάνω, σε σχέση με πολλές άλλες χώρες της ΕΕ – οπότε οι μισοί από τους 5.000.000 εργαζομένους πληρώνουν άδικα τουλάχιστον 15 δις € για υπηρεσίες, οι οποίες αλλού προσφέρονται δωρεάν από το κράτος. Επομένως, εάν δεν πλήρωναν για αυτές τις υπηρεσίες, θα μπορούσαν να αποδώσουν στο κράτος τουλάχιστον 15 δις € επί πλέον, σε ετήσια βάση (6% επί του ΑΕΠ). Αντίστοιχα, θα μπορούσαν να πληρώσουν παραπάνω και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, εάν δεν υπήρχαν οι γνωστές «υπόγειες» επιβαρύνσεις, οι οποίες συνήθως κατευθύνονται σε κάποιους «δημόσιους λειτουργούς», αντί στα ταμεία του κράτους.
(β)  ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΣΥΓΚΡΑΤΗΣΗ ΤΩΝ ΜΙΣΘΩΝ ΤΟΥ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ
Η μείωση των μισθών του δημοσίου τομέα, την οποία αναλύσαμε παραπάνω, θα ήταν ίσως περιττή, μη επιθυμητή καλύτερα, παρά την «πίεση» των αγορών, εάν ο μέσος όρος τους «ισορροπούσε» με τους αντίστοιχους στον ιδιωτικό τομέα. Όταν όμως είναι τουλάχιστον τριπλάσιος (περί τα 3.000 € μηνιαία, έναντι περίπου 1.000 € του ιδιωτικού), δεν είναι δυνατόν να παραμένει ως έχει, προσφέροντας ένα τέτοιο υπερβολικό «κίνητρο» για την απασχόληση στο δημόσιο –  ενδεχομένως επειδή οι ΔΥ διεθνώς δεν ανταγωνίζονται άμεσα μεταξύ τους. Αν και είμαστε λοιπόν αντίθετοι με τα δραστικά μέτρα και τις τεράστιες περικοπές της Ιρλανδίας, μη διακρίνοντας ακόμη δυνατότητες αύξησης των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, οφείλουμε να επιλέξουμε «μονοδρομημένα» τη μείωση των μισθών του δημοσίου.
Δυστυχώς, ευρισκόμενοι σε (αθέμιτο) ανταγωνισμό με τους «εταίρους» μας, θα πρέπει να «μιμηθούμε» τις μεθόδους τους, παρά το ότι είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνες για την υπερχρέωση μας. Οφείλουμε λοιπόν να συγκρατήσουμε τους μισθούς στα υφιστάμενα επίπεδα, όσο χρονικό διάστημα απαιτείται για να μας φτάσουν οι Οικονομίες εκείνες, οι οποίες δεν αύξαναν τους μισθούς ανάλογα με την παραγωγικότητα τους. Με κριτήριο τον εσωτερικό πληθωρισμό μας, ο οποίος υπολογίζεται ότι είναι «σωρευτικά» 25% υψηλότερος σε σχέση με τη Γερμανία, θα έπρεπε ουσιαστικά να διατηρηθούν σταθεροί οι μισθοί (έστω στα επίπεδα του μέσου ευρωπαϊκού πληθωρισμού), για 5 ολόκληρα χρόνια – υπό την προϋπόθεση ότι, οι αντίστοιχοι γερμανικοί θα αυξάνονταν τουλάχιστον κατά 5% σε κάθε επόμενο έτος.
Φυσικά υπάρχει και μία άλλη λύση, η οποία δεν είναι άλλη από την αύξηση της δικής μας παραγωγικότητας, σε σχέση με αυτήν των Βορείων χωρών της Ευρώπης. Η λύση αυτή είναι όμως μη ρεαλιστική, ενώ εξαρτάται από μία σειρά άλλων παραγόντων (κεφάλαια, επενδύσεις κλπ), τους οποίους πολύ δύσκολα μπορούμε να εξασφαλίσουμε κάτω από τις παρούσες συνθήκες.
(γ)  ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΗΣΗ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΙΣΟΖΥΓΙΟΥ
Όσον αφορά τώρα το τρίτο, το εμπορικό ισοζύγιο, παραθέτουμε τον «Πίνακα ΙΙΙ», ο οποίος εμφανίζει τα μεγέθη του:
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΙ: ΑΕΠ, Εξαγωγές, Εισαγωγές, Εμπορικό ισοζύγιο

ΕΤΗΑΕΠ (διw)ΕξαγωγέςΕισαγωγέςΈλλειμμαΈλλειμμα/ΑΕΠ
2006213.20716.647.43949.123.369-32.477.334-15,21%
2007228.18017.279.02253.399.638-36.122.627-15,83%
2008239.14117.533.14658.570.121-41.038.983-17,15%

Πηγή: ΣΕΒΕ – Διόρθωση ΑΕΠ 2008: Β. Βιλιάρδος
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει σε προηγούμενη ανάλυση μας, το εμπορικό ισοζύγιο επηρεάζει ολόκληρη την οικονομική ανάπτυξη μίας χώρας. Όταν επιδεινώνεται, περιορίζεται η εμπορική επιτυχία των επιχειρήσεων – ιδιαίτερα των εξαγωγικών. Ένεκα τούτου, μειώνονται τα φορολογικά έσοδα των κρατών, ειδικά ο φόρος εισοδήματος και ο φόρος μισθωτής εργασίας, ενώ μία χώρα με μικρή εσωτερική αγορά, όπως η Ελλάδα, δεν μπορεί να αντισταθμίσει τις εξαγωγικές της απώλειες.
Με βάση το συγκεκριμένο πίνακα, μία αύξηση των εξαγωγών μας κατά 30% (ποσοστό απόλυτα εφικτό, λόγω του ελάχιστου ύψους τους), σε συνδυασμό με μία μείωση των εισαγωγών κατά επίσης 30% (επίσης εφικτό ποσοστό, αφού είναι δυνατόν να επιτευχθεί με μία καλύτερη καταναλωτική συμπεριφορά μας, η οποία θα βασιζόταν στα ελληνικά προϊόντα – θα πρέπει επομένως να περιορίσουμε τις αγορές μας συνειδητά από τις ξένες αλυσίδες, οι οποίες εισάγουν και πουλούν τα δικά τους καταναλωτικά προϊόντα στην ελληνική αγορά, ενώ εμείς δεν διαθέτουμε αντίστοιχες αλυσίδες στις δικές τους αγορές), θα είχε τα εξής αποτελέσματα (βάση υπολογισμού το 2008):
ΠΙΝΑΚΑΣ IV: ΑΕΠ, Εξαγωγές, Εισαγωγές, Εμπορικό ισοζύγιο (υπόθεση εργασίας)

ΕΤΟΣΑΕΠ (δις)*ΕξαγωγέςΕισαγωγέςΈλλειμμαΈλλειμμα/ΑΕΠ
2010245.00022.819.00041.000.000-18.181.000-7,42%
2011252.00029.664.70028.700.000964.700+0,38%

* Λόγω κατά 5&7 δις αύξησης εξαγωγών (εκτίμηση ΑΕΠ 2009 στα 240 δις) – Β. Βιλιάρδος
Η επίτευξη και η διατήρηση ενός σχετικού ρυθμού αύξησης των εξαγωγών μας, θα μπορούσε να εξασφαλισθεί από τη συγκράτηση των μισθών και την επιδότηση των θέσεων εργασίας των εξαγωγικών μας ειδικά επιχειρήσεων – για το ποσοστό των εξαγωγών τους που θα υπερέβαινε το αντίστοιχο του προηγουμένου έτους. Εάν η επιδότηση ήταν του ύψους του 20% επί του επί πλέον εξαγωγικού τζίρου τους, η επιβάρυνση των δαπανών μας θα ήταν περίπου 1 δις € ανά 5 δις € «εξαγωγικής προόδου» – θα κάλυπτε την ανατίμηση του «Ελληνικού Ευρώ» (μειωμένη ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων) και δεν θα επιβάρυνε δυσανάλογα τον προϋπολογισμό μας, αφού η ωφέλεια στα δημόσια έσοδα θα ήταν περίπου αντίστοιχη.
Όπως φαίνεται από τον «Πίνακα V» που ακολουθεί, το πρόβλημα της Οικονομίας μας δεν είναι (συγκριτικά) οι εισαγωγές, αφού σε όρους ΑΕΠ είναι χαμηλότερες από τις άλλες ελλειμματικές χώρες (με εξαίρεση την Ισπανία), αλλά οι εξαγωγές μας, οι οποίες είναι χαμηλότερες ακόμη και από αυτές της Πορτογαλίας (50%). Επομένως, η αύξηση κατά 30% που αναφέραμε παραπάνω είναι σχεδόν μηδαμινή, αφού θα μπορούσαν τουλάχιστον να διπλασιαστούν – με εξαιρετικά θετικά αποτελέσματα για το σύνολο της Οικονομίας μας.
ΠΙΝΑΚΑΣ V: Βασικοί οικονομικοί δείκτες (2007, ΑΕΠ-Προϋπολογισμός-Ταμείο-Εξαγωγές-Εισαγωγές-Εμπορικό Ισοζύγιο, Εξωτερικό χρέος σε δις $, f.o.b.)

ΔείκτεςΙσπανίαΕλλάδαΙρλανδίαΠορτογαλίαΙσλανδία
ΑΕΠ*1.153,00237,90219,70184,2014,52
Εξαγωγές248,3025,76124,8050,724,57
Εισαγωγές359,1079,9290,3572,195,78
Εμπορικό Ισοζύγιο-110,08-54,1634,45-21,47-1,21
Εξαγωγές / ΑΕΠ21,50%10,82%56,80%27,53%31,47%
Εισαγωγές / ΑΕΠ31,14%33,59%41,12%39,19%39,80%

*  PPP σε $ (Purchasing power parity): Σε αγοραστική αξία  Πηγή: iq Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
(δ)  ΕΘΝΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ
Ο πίνακας που ακολουθεί εμφανίζει τις εταιρείες που ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο (σε όλους εμάς δηλαδή), με μία σημερινή εκτίμηση της αξίας τους, προσαυξημένη κατά 20%:
ΠΙΝΑΚΑΣ VI: Αποτίμηση της αξίας του μεριδίου των μετοχών της Ελλάδας στις εισηγμένες εταιρείες, Ιανουάριος 2010

ΕταιρείεςΠοσοστό συμμετοχής ΔημοσίουΑξία σε εκ. €
Καζίνο Κέρκυρας (1)100,00%8,00
Καζίνο Πάρνηθας (2)51,00%200,00
ΔΕΠΑ (3,4)65,00%325,00
ΔΕΣΦΑ (3,4)65,00%650,00
Ελληνικές Αλυκές55,00%7,00
Α/Φ Α340-300100,00%100,00
ΛΑΡΚΟ56,20%0,00
Εθνική Τράπεζα0,50%54,00
Alpha Bank0,60%27,00
Τράπεζα Πειραιώς2,50%67,00
Τράπεζα Αττικής39,00%163,00
Αγροτική Τράπεζα77,00%1.365,00
ΟΛΠ74,00%278,00
ΟΛΘ74,00%111,00
ΕΥΔΑΠ (5)61,00%440,00
ΕΥΑΘ (5)74,00%152,00
ΟΠΑΠ34,00%1.627,00
ΚΑΕ2,80%9,00
ΔΕΗ51,00%1.585,00
ΕΛΠΕ35,50%888,00
Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο34,00%429,00
ΔΑΑ (3)55,00%550,00
Λοιπή περιουσία σε μη χρήση100,00%100,00
ΕΛΤΑ (3)90,00%9000
ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ 9.224,00
Άλλα περιουσιακά στοιχείαΠοσοστό συμμετοχής  δημοσίουΑξία σε εκ. €
Περιφερειακοί αερολιμένες100,00
HELEXPO100,00
ETA100,00
Ακίνητη «ολυμπιακή» περιουσία100,00
ΚΕΔ100,00
ΟΣΕ100,00
ΟΔΙΕ100,00
1= Τιμή συμφωνημένης συναλλαγής
2,3 = Αποτίμηση Συμβούλου
4 =  1,5 δις 1/3 ΔΕΠΑ, 2/3 ΔΕΣΦΑ
5 = Αποτίμηση Χρηματ. + 20%

Πηγή: Υπουργείο Οικονομικών, ΠΣΑ 2010                                      Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Προφανώς, σε μία καλύτερη οικονομική συγκυρία, η αποτίμηση των εισηγμένων θα ήταν σχεδόν διπλάσια (περί τα 18 δις €), ενώ η σημερινή αξία τους (9 δις €) δεν φτάνει ούτε καν για την αποπληρωμή των ετήσιων τόκων του δημοσίου χρέους (12 δις €) – γεγονός που ενισχύει τη θέση μας, σχετικά με το ότι είναι απαράδεκτη ακόμη και η σκέψη πώλησης τους (πόσο μάλλον όταν τα έσοδα από τις προηγούμενες «αποκρατικοποιήσεις» είναι άγνωστο που οδηγήθηκαν, ενώ δεν μείωσαν καθόλου το δημόσιο χρέος μας). Φυσικά θα μπορούσαν να εισαχθούν και οι υπόλοιπες, ενώ ταυτόχρονα θα ήταν εφικτό να γίνει «εκμεταλλεύσιμη» ολόκληρη η ακίνητη περιουσία του δημοσίου.
Εάν λοιπόν δεχθούμε ότι το ελληνικό δημόσιο θα έχει επενδύσεις ύψους 30 δις € σε επιχειρήσεις, με μία ορθολογική «επενδυτική» στρατηγική θα μπορούσε να επιτύχει ετήσια απόδοση ίση με το 10% του επενδυμένου κεφαλαίου – ήτοι περί τα 3 δις €, «μεγεθύνοντας» αντίστοιχα τα έσοδα του. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι βέβαια η κερδοφόρα λειτουργία όλων των δημοσίων επιχειρήσεων, μη εξαιρουμένου του ΟΣΕ – για τον οποίο απαιτείται δραστική αύξηση των εισιτηρίων, τουλάχιστον στα επίπεδα άλλων ευρωπαϊκών χωρών (για τις εισοδηματικά ασθενείς τάξεις είναι πιο ορθολογική η απ’ ευθείας στήριξη τους, με ειδικές κάρτες διαδρομών κλπ).
(ε)  ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ
Όσον αφορά την ευρωπαϊκή βοήθεια στα προγράμματα δημοσίων επενδύσεων, διαπιστώνουμε ότι είμαστε υποχρεωμένοι κάθε φορά να συμμετέχουμε με ίδια μέσα (δαπάνες), τα οποία επιβαρύνουν τα δημόσια οικονομικά μας. Διαχρονικά λοιπόν έχουμε και εδώ μεγάλα ελλείμματα, αφού οι δαπάνες μας είναι υπερδιπλάσιες των ποσών που λαμβάνουμε ενισχυτικά από την Ε.Ε. Ακόμη περισσότερο αφού, όπως γνωρίζουμε από την πράξη, στην κατασκευή των έργων συμμετέχουν συνήθως ξένες εταιρείες (ευρωπαϊκές), οι οποίες εισπράττουν πίσω (στις χώρες τους), αυτά που μας προσφέρει η Ε.Ε. Ο πίνακας που ακολουθεί είναι χαρακτηριστικός:
ΠΙΝΑΚΑΣ VII: Πρόγραμμα Δημόσιων Επενδύσεων (σε εκ. €)

Τομείς200820092010
Εισροές ΕΕ (έσοδα)4.668,002.106,003.710,00
Ίδια Έσοδα350,00200,00150,00
Δαπάνες9.624,009.500,0010.300,00
Έλλειμμα -4.607,00-7.194,00-6.440,00

Πηγή: Υπουργείο Οικονομικών, Προϋπολογισμός                             Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
2009 εκτιμήσεις – 2010 προβλέψεις
Κατά την άποψη μας λοιπόν, θα ήταν προτιμότερο να «αποσυρθούμε» από τις εισροές των κοινοτικών κονδυλίων, εξοικονομώντας με αυτόν τον τρόπο περί τα 7 δις € ετήσια (2009). Σε κάθε περίπτωση, μας εντυπωσιάζει πραγματικά το γεγονός ότι, παρά το τεράστιο ύψος του ελλείμματος μας και την «απαίτηση» των αγορών για μείωση του, η ΕΕ δεν μας προτείνει το μηδενισμό του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, το οποίο θα εξοικονομούσε αμέσως «πόρους» 7 δις € ή 2,92% επί του ΑΕΠ – χωρίς ιδιαίτερες προσπάθειες εκ μέρους μας.
Ειδικά όσον αφορά το ΕΣΠΑ, τα ευρωπαϊκά προγράμματα ενίσχυσης του ιδιωτικού τομέα δηλαδή, εάν θελήσει κανείς να επενδύσει για παράδειγμα 100.000 €, θα πρέπει εν πρώτοις να προκαταβάλλει ολόκληρο το ποσόν, περιμένοντας να εισπράξει αργότερα κάποιο μέρος του. Σε μία χώρα όμως με πολύ περιορισμένα ιδιωτικά κεφάλαια προς επένδυση (το μεγαλύτερο μέρος τους είναι επενδυμένο σε ακίνητα, από τα οποία δεν θα ήταν σκόπιμο σήμερα να αποσυρθούν κεφάλαια – αφού ο κίνδυνος πτώσης των τιμών των ακινήτων θα ήταν τότε τεράστιος), οι δυνατότητες απορρόφησης τέτοιων «κονδυλίων» είναι εξαιρετικά περιορισμένες.
Επομένως, είναι εύλογο ότι, το συγκεκριμένο πρόγραμμα της ΕΕ μπορεί να βοηθήσει μόνο τις εισοδηματικά ισχυρές Οικονομίες – γεγονός που φυσικά συμβαίνει στην πράξη, ξανά εις βάρος των ελλειμματικών χωρών και υπέρ της αποβιομηχανοποίησης τους (-45% οι βιομηχανικές επενδύσεις μας το 2009).
ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΚΑ ΜΕΓΕΘΗ
Ο «Πίνακας VIIΙ» που ακολουθεί συμπεριλαμβάνει όλες τις παραπάνω «προτάσεις» των αγορών, τα αποτελέσματα των οποίων φαίνονται (συγκεντρωτικά και επί μέρους) στην τρίτη στήλη του (υποθετική διαφοροποίηση για το 2011). Με κριτήριο αυτές τις δυνατότητες μας, φαίνεται καθαρά ότι δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να χρεοκοπήσουμε, καθώς επίσης ότι μπορούμε να εξέλθουμε με πλεονεκτήματα από τη δημοσιονομική μας κρίση – όχι όμως μόνοι μας, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αφού δεν έχει λογική το να επιβαρυνθούμε με «αλλότρια» σφάλματα και με σκόπιμες παραλείψεις.
ΠΙΝΑΚΑΣ VIII: Ο ετήσιος προϋπολογισμός μας (Εκτιμήσεις 2009)

Λογαριασμοί2009Διαφοροποίηση (2011)
Καθαρά έσοδα49.250,00*52.250,00
Δαπάνες71,438,00**59.638,00
Έλλειμμα Π.Δ.Ε.-7.194,000,00
Έλλειμμα κεντρικής κυβέρνησης-29.372,00-7.388,00
ΑΕΠ240.150,00***252.000,00
Έλλειμμα % ΑΕΠ****12,23%****2,93%

Πηγή: Υπουργείο Οικονομικών  Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
ΠΔΕ= Πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων – μηδενισμός τους
*    Μέσω αύξησης κερδών δημοσίων επιχειρήσεων κατά 3 δις €
**  Μέσω μείωσης μισθών ΔΥ κατά 7 δις € (περιθώριο η μείωση των ασφαλίστρων) και λοιπών δαπανών κατά 4,8 δις €
*** Μέσω αύξησης των εξαγωγών      **** Κάτω από το 3% που απαιτεί το ΠΣΑ
ΟΙ ΔΙΚΕΣ ΜΑΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ Ε.Ε.
Η συνεργασία μας με την ΕΕ, καθώς επίσης η πιστή εφαρμογή εκ μέρους μας ενός προγράμματος σταθερότητας (το οποίο είναι εφικτός στόχος υπό προϋποθέσεις, όπως αναλύσαμε παραπάνω), δεν μπορεί να εμπεριέχει μόνο υποχρεώσεις, χωρίς να συνοδεύονται από κάποιες, εύλογες φυσικά, «απαιτήσεις».
Περεταίρω, η δυνατότητα ορθολογικής μείωσης των δαπανών μας, με χρεολύσια 29,14 δις € και με τόκους 12,34 δις € (εκτιμήσεις 2009), είναι σχεδόν αμελητέα «ταμειακά» (η κερδοφορία και η ρευστότητα είναι δύο εντελώς διαφορετικές έννοιες), αφού ακόμη και αν οι δαπάνες περιορίζονταν στα 60 δις €, τα τοκοχρεολύσια θα ήταν 41 δις € – ήτοι το 68% των δαπανών ή το 82% των εσόδων (υποθέτουμε ότι τα μεγέθη αυτά είναι κατά πολύ χαμηλότερα στη Γερμανία). Επομένως, είναι αδύνατον να ξεφύγουμε από την «παγίδα του χρέους» βραχυπρόθεσμα μόνοι μας, ακόμη και αν κάναμε όλες τις παραπάνω «αιματηρές οικονομίες».
Για να αξίζει λοιπόν η προσπάθεια μας, θα πρέπει να βοηθηθούμε ενεργά από την Ε.Ε. (αρκετά χρόνια τώρα οι βόρειες χώρες αναπτύχθηκαν εις βάρος μας – είναι καιρός να μας επιστρέψουν τις «διευκολύνσεις» που τους παρείχαμε), σε πολλούς διαφορετικούς τομείς, μεταξύ των οποίων τους παρακάτω:
(α)  Αύξηση της εσωτερικής κατανάλωσης των πλεονασματικών χωρών, από τις αποταμιεύσεις και τις μισθολογικές αναπροσαρμογές τους, κυρίως σε προϊόντα ευρωπαϊκής παραγωγής (γεωργικά, τουρισμός, ένδυση κλπ).
(β)  Πληθωριστική υποτίμηση του κοινού νομίσματος, τουλάχιστον κατά 5% ετησίως (μέσω μισθολογικών αυξήσεων των πλεονασματικών χωρών κλπ), έτσι ώστε να αμβλύνονται σταδιακά τα δημόσια χρέη των ελλειμματικών χωρών.
(γ)  Αναχρηματοδότηση εξ ολοκλήρου των ελλειμματικών χωρών από ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, με ειδικό επιτόκιο ύψους 2% (απεξάρτηση από τους διεθνείς τοκογλύφους και τις αξιολογήσεις «τύπου Moodys»). Αυτό θα σήμαινε για την Ελλάδα, με δημόσιο χρέος 300 δις €, ετήσιους τόκους 6 δις € αντί 12 δις € (επιτόκιο 2%) και χρεολύσια 10 δις € ετησίως (εξόφληση χρέους σε λιγότερο από 30 έτη). Τα «μεγέθη» αυτά είναι τόσο εφικτά, όσο και λογικά για την Οικονομία μας, αφού θα αποτελούσαν το 6,7% επί του ΑΕΠ ή το 26,7% επί των δαπανών (60 δις €) σε τοκοχρεολύσια ετησίως (αντί 17% και 68%). Φυσικά θα έπρεπε τότε να σταματήσουμε εντελώς να δανειζόμαστε εκ νέου.
(δ)  Ειδικός φόρος επί του τζίρου των πολυεθνικών εταιρειών πανευρωπαϊκά, έτσι ώστε να καταπολεμάται η φοροαποφυγή τους, καθώς επίσης η αδυναμία των ελλειμματικών χωρών να επεκταθούν με επιχειρήσεις τους στις διεθνείς αγορές. Άλλωστε, οι πολυεθνικές «χρησιμοποιούν» σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό τα δημόσια έργα, όπως και πολλά άλλα – στα οποία επενδύει φορολογικά έσοδα η Πολιτεία.
(ε)  Βιομηχανικές επενδύσεις και μεταφορά Know How από τις πλεονασματικές προς τις ελλειμματικές ευρωπαϊκές χώρες – όχι προς την Ασία, όπως συμβαίνει σήμερα.
(ζ)  Συμμετοχή, μέσω της Κομισιόν, στα εξοπλιστικά προγράμματα που αφορούν την προστασία των συνόρων της Ε.Ε. (πόσο μάλλον αφού οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες μας πουλούν τα αμυντικά τους όπλα) και, τέλος,
(η)  Συμμετοχή στο κόστος προστασίας των συνόρων από τη λαθρομετανάστευση, καθώς επίσης στις δαπάνες «κοινωνικής πρόνοιας» όλων όσων καταφέρνουν να εισέλθουν εντός των χωρών της Ε.Ε.
Ασφαλώς υπάρχουν και άλλοι τομείς, στους οποίους θα έπρεπε να εξασφαλισθεί η αλληλεγγύη των χωρών της Ευρώπης, πριν ακόμη ληφθούν τα επώδυνα, αλλά αναγκαία ίσως μέτρα περιορισμού των ελλειμμάτων και των χρεών μας. Σε κάθε περίπτωση όμως, εάν η Ελλάδα δεν ενισχυθεί ουσιαστικά και χωρίς καμία καθυστέρηση από την ΕΕ, κινδυνεύει στην κυριολεξία να λεηλατηθεί από τις απρόσωπες «αγορές» – συμπαρασύροντας μαζί της ολόκληρο το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα. Ο κίνδυνος είναι κάτι παραπάνω από ορατός, ενώ είναι εύλογο ότι δεν θα πρέπει να μείνει με «σταυρωμένα χέρια», περιμένοντας υπομονετικά την καταστροφή της και αποδεχόμενη να αποτελέσει το εξιλαστήριο θύμα της γερμανικής «ειρηνικής διείσδυσης» – την ιδανική δηλαδή χώρα, για τον παραδειγματισμό των υπολοίπων κρατών της Ευρωζώνης (άρθρο μας).
Ας μην ξεχνάμε ότι οι Η.Π.Α. (ανάλυση μας «Στο μάτι του κυκλώνα»), αντιμετωπίζουν πλέον σαν έναν πλούσιο, απροστάτευτο, «μη συνεκτικό χώρο» την Ευρωζώνη, ενώ έχουν τοποθετήσει έντεχνα έναν επικίνδυνα «αποσταθεροποιητικό ιό» εντός της – υποβαθμίζοντας μεθοδικά την Ελλάδα και στοχεύοντας έμμεσα μεγαλύτερες, αλλά όχι λιγότερο προβληματικές Ευρωπαϊκές Οικονομίες (Ισπανία, Ιταλία κλπ). Γνωρίζοντας επί πλέον ότι, ο ισχυρότερος εξαγωγικός ανταγωνιστής της ηγετικής Γερμανίας είναι η Κίνα, ενώ ταυτόχρονα η βασική εξαγωγική αγορά της ίδιας χώρας είναι η Ευρώπη των 26 (το 70% των εξαγωγών της), πιθανότατα επέλεξαν (Η.Π.Α.) να τοποθετήσουν τους δύο μεγάλους οικονομικούς αντιπάλους τους «εχθρικά απέναντι», έτσι ώστε να εξασφαλίσουν το χρόνο «εξυγίανσης» που απαιτεί η δική τους Οικονομία.
Ίσως λοιπόν η Ελλάδα να υποχρεωθεί σε άλλες λύσεις, εάν η ΕΕ δεν την βοηθήσει στην επίλυση των προβλημάτων της – με αποτέλεσμα πολύ σύντομα να αποκτήσει η Γερμανία έναν πανίσχυρο ανταγωνιστή στην Ευρώπη των 26 «πελατών» της, καθώς επίσης να «καταρρεύσει» απότομα το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα. Άλλωστε η αποδυναμωμένη Ελληνική «βιομηχανία» (Γεωργία, Τουρισμός, Ναυτιλία), πιθανόν να «ταιριάζει» καλύτερα στο «λευκό ιππότη» της Ανατολής, ο οποίος ενδεχομένως είναι προτιμότερος από τον άπληστο, ψυχρό και κυριαρχικό «μαύρο ιππότη» του Βορά.
Όπως φαίνεται, τα ευρωπαϊκά ΜΜΕ έχουν κατανοήσει τον τεράστιο κίνδυνο, αφού αναφέρονται στον Ελληνικό «Δούρειο Ίππο» και στην πιθανότητα να εξαγοράσει η Κίνα «πολιτική επιρροή» εντός της Ευρωζώνης (όπως έχει κάνει ήδη αλλού), αποκτώντας τα «αδιάθετα ομόλογα» του Ελληνικού δημοσίου. Πολύ περισσότερο αφού υποστηρίζουν ότι, η ίδια η Ευρώπη άνοιξε την «κερκόπορτα» στην Κίνα, αφήνοντας ανυπεράσπιστη την Ελλάδα – έρμαιο καλύτερα στην απληστία των διεθνών «αγορών».
Ας ελπίσουμε λοιπόν ότι θα το καταλάβει σύντομα και η ίδια η Ευρώπη (εάν δεν το έχει ήδη καταλάβει – γεγονός που θα επεξηγούσε καλύτερα την πρόσφατη αλλαγή του τρόπου αντιμετώπισης της χώρας μας από την ΕΚΤ/Κομισιόν), πριν ακόμη αποδειχθεί ότι είναι πολύ αργά για το κοινό μέλλον όλων των χωρών-μελών της.
Αθήνα, 30. Ιανουαρίου 2010
Βασίλης Βιλιάρδος (copyright)
[email protected]
Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ