«Το χρέος είναι ένα πανίσχυρο όπλο. Διασφαλίζει πρόσβαση στις πρώτες ύλες και την υποδομή των πτωχότερων λαών στις φθηνότερες δυνατές τιμές» – Susan George
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και η Διεθνής Τράπεζα συστάθηκαν τον Ιούλιο του 1944 ως μέρος της Συνδιάσκεψης του Bretton Woods. Σκοπός τους ήταν η κανονιστική ρύθμιση της παγκόσμιας οικονομίας και η διευκόλυνση του παγκόσμιου εμπορίου, με την αποφυγή, κυριότερα, επιστροφής στις προστατευτικές πολιτικές που είχαν ακολουθήσει και επέτειναν την Μεγάλη Ύφεση του 1929. Πιο συγκεκριμένα, το ΔΝΤ θα επέβλεπε τις σταθερές ισοτιμίες και την μετατρεψιμότητα του συναλλάγματος και θα ενεργούσε ως δανειστής υστάτης προσφυγής. Η Διεθνής Τράπεζα θα ήταν κυριότατα ένα πιστωτικό ίδρυμα. Και οι δύο οργανισμοί, που μετά από πιεστική αμερικανική απαίτηση εδράστηκαν στις ΗΠΑ, οργανώθηκαν έτσι ώστε να διασφαλίζουν την αμερικανική μεταπολεμική κυριαρχία και μπορούν να θεωρηθούν ως ένας από τους μηχανισμούς με τους οποίους ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός κινήθηκε να καταλάβει το κενό που άφησε η κατάρρευση των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η οικονομική ανάκαμψη της Ευρώπης μετά το 1950 έστρεψε την προσοχή των δύο ιδρυμάτων στον Νότο, στις πτωχότερες χώρες του Τρίτου Κόσμου.
Ενεργούν σαν μηχανισμοί διάσωσης της πιστοληπτικής ικανότητας των υπό μόνιμη χρεοκοπία υπερχρεωμένων κρατών του Τρίτου Κόσμου, στην ουσία, όμως, συντελώντας την περαιτέρω βύθισή τους στο χρέος με ληστρικούς όρους που είναι στην απόλυτη διάκριση των πιστωτών. Να υπογραμμισθεί εδώ ότι η πιο υπερχρεωμένη χώρα του πλανήτη, οι ΗΠΑ, το εξωτερικό δημόσιο χρέος της οποίας φτάνει τα 18 τρισεκατομμύρια δολάρια, το χρέος των οικοκυριών της τα 13,5 τρισεκατομμύρια και το δημοσιοοικονομικό της έλλειμμα το 2004 στα άνευ προηγουμένου 883 δις ή 6% του ΑΕΠ, όχι μόνον δεν υφίσταται τους περιοριστικούς ελέγχους τέτοιων ιδρυμάτων αλλά και οι ΗΠΑ χαίρονται το μοναδικό στην ιστορία προνόμιο να ορίζουν αυτές τους όρους με τους οποίους ο υπόλοιπος κόσμος χρηματοδοτεί το χρέος τους.
Oπωσδήποτε, οι ΗΠΑ δεν θα υποβάλουν τον εαυτό τους στην σκληρή περιοριστική «κούρα», που μέσω του ΔΝΤ και της Διεθνούς Τράπεζας επιβάλλουν στις χρεώστριες χώρες του Τρίτου Κόσμου που αναλαμβάνει η οικονομική επιστασία των αμερικανοκίνητων αυτών ιδρυμάτων. Δηλαδή, τα τιμωρητικά, και όπως θα δούμε, αφαιμακτικά των πόρων των πτωχών χωρών Προγράμματα Δομικών Προσαρμογών («Structural Adjustment Policies», SAP), που στην ουσία καθιστούν τις χώρες του Τρίτου Κόσμου ξέφραγο αμπέλι στην άλωσή τους από την επέλαση ενός ανελέητα ισοπεδωτικού για την ευημερία των λαών τους νεοφιλελευθερισμού και τη ληστρική εξαγορά, στα τζάμπα σχεδόν, των πόρων τους.
Το Χρέος του Τρίτου Κόσμου και τα Προγράμματα Δομικών Προσαρμογών SAP
Η κρίση του χρέους του Τρίτου Κόσμου ήταν το αποτέλεσμα μιας συρροής παραγόντων (ή σχεδιασμών αν προτιμάτε) στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Έναυσμα, κατ’ αρχάς, ήταν η πετρελαϊκή κρίση με τον τετραπλασιασμό της τιμής του πετρελαίου στις αρχές της δεκαετίας και η οποία είχε σαν αποτέλεσμα να κατακλυσθούν οι αραβικές χώρες από δολάρια σε αναζήτηση επενδυτικής στέγης. Τα κεφάλαια αυτά κατέληξαν στις Δυτικές Τράπεζες, που τελικά τα ανακύκλωσαν δανείζοντας με εντυπωσιακά επικερδείς για τη Δύση όρους τις χώρες του Νότου, οι οποίες και είχαν αναθαρρήσει ότι θα ακολουθούσαν και τα δικά τους καρτέλ στην άνοδο της τιμής των βασικών πρώτων υλών που εξήγαγαν στην Δύση. Αλλά, από την Δύση ήρθε ο λογαριασμός για την πληρωμή των δικών της οικονομικών προβλημάτων.
Και πρώτα, η άνοδος της τιμής του πετρελαίου που επιδείνωσε δραματικά το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ, δημιουργημένο από τον πόλεμο του Βιετνάμ που για πρώτη φορά μετέτρεψε τις ΗΠΑ από πιστώτρια μέχρι τότε χώρα σε οφειλέτρια. Ακολούθησε η υποτίμηση του δολαρίου, η άνοδος των επιτοκίων και η αγωνία των χωρών του Τρίτου Κόσμου να εξασφαλίσουν κεφάλαια για την πληρωμή του πετρελαίου που εισήγαγαν καθώς και την αποπληρωμή των χρεών τους. Το δεύτερο πετρελαϊκό σοκ, του 1979, ήταν το άχυρο που έσπασε την καμπούρα του Τρίτου Κόσμου. Η κρίση των χρεών του Τρίτου Κόσμου είχε σαν απαρχή και πρώτο θύμα της το Μεξικό, που το 1982 έφθασε κοντά στην αδυναμία εξυπηρέτησης του εξωτερικού χρέους του. Παρενέβη το ΔΝΤ για να διασώσει τις ιδιωτικές τράπεζες και τα οικονομικά ιδρύματα που είχαν δανείσει τη χώρα. Το σχέδιο Μπέικερ (Baker Plan), που ακολούθησε το 1985, επέβαλε στο Μεξικό αυστηρά περιοριστικούς δημοσιονομικούς όρους, που έμειναν πια γνωστοί ως τα δυσώνυμα «προγράμματα δομικής προσαρμογής» (SAP).
Τα «προγράμματα δομικής προσαρμογής» κύριο σκοπό τους έχουν τη συμπίεση της εσωτερικής ζήτησης και την προώθηση των εξαγωγών για την διασφάλιση των πόρων σε σκληρό συνάλλαγμα ώστε να εξυπηρετηθεί το εξωτερικό χρέος, βαρύτερο τώρα με τον δανεισμό από το ΔΝΤ. Ακόμα πιο επώδυνη για την ευημερία του λαού της οφειλέτριας χώρας είναι η επιβαλλόμενη απόσπαση πόρων από βασικές δημόσιες δαπάνες κοινωνικής προνοίας για την εξυπηρέτηση των τοκοχρεολυσίων. Είναι δραματική η σύγκριση του μέρους του ΑΕΠ στις χώρες αυτές που δίνεται στην περίθαλψη ή την παιδεία και εκείνου (όλο μεγαλύτερου) που απορροφά η εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους.
Παράλληλα, ακολουθείται μια νεο-αποικιοκρατική πολιτική, για να εγκαταλειφθούν προγράμματα υποκατάστασης εισαγωγών βασικών ειδών ώστε η παραγωγική προσπάθεια να επικεντρωθεί στην παραγωγή συναλλαγματοφόρων εξαγώγιμων εσοδειών (cash crops), μεταβάλλοντας την χώρα σε λίγο πολύ μονοεξαγωγική οικονομία σύμφωνα με τις παλαιές αποικιοκρατικές πολιτικές επιμερισμού παραγωγικών ρόλων στις αποικίες τους. Αποτέλεσμα φυσικά είναι η ένταση της οικονομικής τους εξάρτησης από την πορεία των τιμών, που ως επί το πολύ ελέγχονται από τις εισαγωγείς χώρες. Περισσότερες από 50 χώρες εξαρτώνται από την παραγωγή και εξαγωγή τριών ή λιγότερων βασικών πρώτων υλών και 20 χώρες αντλούν το 90% των εισροών ξένου συναλλάγματος με τέτοιες πρώτες ύλες.
Σημειώνουμε ότι στα τελευταία 30 χρόνια οι τιμές των βασικών αγαθών και πρώτων υλών μονοεξαγωγής από χώρες του Τρίτου Κόσμου (καφές, κακάο, χαλκός κ.λπ) έχουν κυριολεκτικά υποστεί καθίζηση, επιτείνοντας την αγωνία των χωρών αυτών να βρουν τους πόρους για εξυπηρέτηση των χρεών τους. Γενικά, προάγονται σκληρές μονεταριστικές νεοφιλελεύθερες πολιτικές, που περιορίζουν τον παρεμβατικό και κοινωνικά προστατευτικό ρόλο του κράτους. Το ΔΝΤ και η Διεθνής Τράπεζα είναι σε θέση να επιβάλουν τους άτεγκτους αυτούς όρους για την εξυπηρέτηση των χρεών των χωρών αυτών αφού χωρίς το δικό τους πράσινο φως δεν υπάρχει τρόπος οι χώρες αυτές να εξασφαλίσουν άλλα δάνεια ή ξένες επενδύσεις, που, ωστόσο, και πάλι, καταλήγουν στα χέρια ή εξασφαλίζουν τα συμφέροντα των πιστωτριών χωρών της Δύσης.
Βασικός μοχλός για την απόσπαση των πόρων και πρώτων υλών των χωρών αυτών από τη Δύση είναι η απαίτηση για απάλειψη κάθε προστατευτικού δασμού ή περιοριστικού μέτρου στις ξένες επενδύσεις. Έτσι, οι πολυεθνικές μπορούν άνετα να ανταγωνιστούν σε ίσους όρους με τις μικρότερες εντόπιες επιχειρήσεις μεταποίησης, οδηγώντας τις στη χρεωκοπία κι ανοίγοντας τον δρόμο στον ολοκληρωτικό έλεγχο από τις ξένες πολυεθνικές. Από την άλλη πλευρά, καταργούνται όλοι οι περιορισμοί στην ξένη ιδιοκτησία γης, των εθνικών πόρων και των επιχειρήσεων επιτρέποντας έτσι στις ξένες πολυεθνικές να ανοίξουν εργοστάσια σε πτωχότερες χώρες όπου μάλιστα επωφελούνται και από φορολογικές ελαφρύνσεις, χαμηλά ωρομίσθια και ζώνες ελεύθερου εμπορίου (ΕΟΖ), που τελικά διασφαλίζουν ευκαιρίες για τη μεταποίηση σε εργοτάξια μηδαμινού εργατικού κόστους «sweat shops». Ο εργαζόμενος πληθυσμός στις χώρες αυτές δεν θεωρούνται ως δυνητική αγορά παρά μόνο ως εργατικό κόστος, και έτσι μόνο μέλημα είναι η περικοπή του κόστους αυτού και η συμπίεση του εισοδήματος των εργαζομένων μέχρις εξαθλιώσεώς των.
Πέρα από την απόσπαση των πρώτων υλών και πόρων («natural commons») των οφειλετριών χωρών του Τρίτου Κόσμου «σε τιμές ξεπουλήματος», διενεργείται με τους άτεγκτους όρους των SAP και μια κατάσχεση των κοινωνικών αγαθών και πόρων («social commons»).
Οι εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις και οι φιλελεύθερες πολιτικές της δομικής προσαρμογής οδηγούν σε δραστικές περικοπές της απασχόλησης στο Δημόσιο, που στις φτωχές χώρες είναι πολύ μεγάλης σημασίας ως ρυθμιστικός μηχανισμός κοινωνικής προστασίας αλλά και κεϋνσιανής δημοσιονομικής παρέμβασης. Απολύσεις, περιορισμοί (ή και λεηλασία) των συντάξεων, σοβαρή επιδείνωση των εργασιακών συνθηκών, χρέωση για ιδιωτικοποιημένα βασικά κοινωνικά αγαθά, υπηρεσίες και ανάγκες εξαναγκάζουν τα πτωχά στρώματα (δηλαδή την μαζική πλειονότητα των κατοίκων των χωρών αυτών) σε δυσβάσταχτες θυσίες για να απελευθερωθούν πόροι για εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους, δηλαδή για μεταφορά πόρων στην Δύση, με αποτέλεσμα συχνά την πλήρη αποκοπή των πιο ευάλωτων οικονομικά ομάδων από τις υπηρεσίες αυτές.
Τίτος Χριστοδούλου
Φιλόσοφος, συγγραφέας, αναλυτής
simerini