Η αρχική επιτυχία της Ταϊβάν αποτελεί πρότυπο για τον υπόλοιπο κόσμο
Το κλειδί είναι να λειτουργήσει ως καταλύτης η ευρεία επιθυμία των πολιτών να είναι χρήσιμοι παραγωγοί, και όχι μόνο καταναλωτές, των εργαλείων που χρειάζονται για τη νίκη επί ενός εχθρού, είτε πρόκειται για ξένο στρατό είτε για θανατηφόρο ιό. Οι κοινωνίες που αποτυγχάνουν να το κάνουν σε μια περίοδο κρίσης, σπαταλούν τον πιο κρίσιμο πόρο τους.
Η εξάπλωση του νέου κορωνοϊού και η επακόλουθη πανδημία COVID-19 αποτέλεσαν μια ισχυρή δοκιμασία των κοινωνικών συστημάτων και των συστημάτων διακυβέρνησης. Καμιά από τις δύο ηγετικές δυνάμεις του κόσμου, η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες, δεν διακρίθηκαν ιδιαίτερα στην ανταπόκρισή τους. Στην Κίνα, ένας αρχικός παροξυσμός πολιτικής άρνησης επέτρεψε στον ιό να εξαπλώνεται επί εβδομάδες, πρώτα εγχωρίως και στην συνέχεια σε παγκόσμια κλίμακα, πριν μια σειρά ισχυρών μέτρων αποδειχθούν ευλόγως αποτελεσματικά. (Η κινεζική κυβέρνηση θα έπρεπε επίσης να είναι καλύτερα προετοιμασμένη, δεδομένου ότι στο έδαφός της πολλές φορές στο παρελθόν έχουν μεταπηδήσει ιοί από ζώα ξενιστές στους ανθρώπους). Οι Ηνωμένες Πολιτείες υπέστησαν τον δικό τους παροξυσμό πολιτικής άρνησης πριν υιοθετήσουν πολιτικές κοινωνικής απομάκρυνσης (social-distancing policies)˙ ακόμη και σήμερα, το έλλειμμά τους από επενδύσεις στην δημόσια υγεία τις αφήνει φτωχά εξοπλισμένες για τέτοιου είδους έκτακτες ανάγκες.
Η ανταπόκριση της γραφειοκρατικής και συχνά τεχνοφοβικής Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να αποδειχθεί ακόμη χειρότερη: Η Ιταλία, αν και απέχει πολύ από το επίκεντρο της επιδημίας, έχει τέσσερις φορές το κατά κεφαλήν ποσοστό των περιπτώσεων σε σύγκριση με την Κίνα, και ακόμη και η περίφημα τακτική Γερμανία βρίσκεται ήδη στο μισό ποσοστό της Κίνας. Έθνη σε άλλα μέρη του κόσμου, όπως το Ιράν που χειραγωγεί τις πληροφορίες, παρέχουν ακόμη χειρότερα παραδείγματα.
Ωστόσο, η εστίαση στις χώρες που τα έχουν πάει χειρότερα μπορεί να είναι λιγότερο χρήσιμη στο σημείο αυτό από το να εξεταστεί ποια χώρα τα έχει πάει μέχρι στιγμής καλύτερα: Η Ταϊβάν.
Παρά το γεγονός ότι αντιμετωπίζεται από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας ως τμήμα της Κίνας και παρότι διενέργησε πολύ ευρύτερες εξετάσεις [του πληθυσμού για τον ιό] από όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες (δηλαδή το πραγματικό ποσοστό μόλυνσης είναι πολύ λιγότερο κρυφό), η Ταϊβάν έχει μόνο το ένα πέμπτο του ποσοστού γνωστών κρουσμάτων σε σύγκριση με τις Ηνωμένες Πολιτείες και λιγότερο από το ένα δέκατο του ποσοστού στην ευρέως επαινεθείσα Σιγκαπούρη. Οι λοιμώξεις θα μπορούσαν ακόμα να κορυφωθούν, ειδικά με την παγκόσμια εξάπλωση που κάνει τους επισκέπτες από όλο τον κόσμο φορείς του ιού. Ωστόσο, η ιστορία της αρχικής επιτυχίας της Ταϊβάν αξίζει να μοιραστεί, όχι μόνο λόγω των διδαγμάτων της για την συγκράτηση της σημερινής πανδημίας αλλά και λόγω των ευρύτερων διδαγμάτων της σχετικά με την πλοήγηση σε πιεστικές προκλήσεις γύρω από την τεχνολογία και την δημοκρατία.
Η επιτυχία της Ταϊβάν στηρίζεται σε μια συγχώνευση της τεχνολογίας, του ακτιβισμού, και της συμμετοχής των πολιτών. Μια μικρή, αλλά τεχνολογικά πρωτοποριακή δημοκρατία, που ζει στην σκιά της υπερδύναμης πέρα από τα Στενά, η Ταϊβάν τα τελευταία χρόνια έχει αναπτύξει έναν από τους πιο ζωηρούς πολιτικούς πολιτισμούς στον κόσμο, με το να κάνει την τεχνολογία να δουλεύει προς όφελος της δημοκρατίας και όχι εις βάρος της. Αυτή η κουλτούρα της τεχνολογίας των πολιτών (civic technology) αποδείχθηκε η ισχυρότερη ανοσολογική απάντηση της χώρας στον νέο κορωνοϊό.
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Η αξία του τεχνολογικού πολιτισμού της Ταϊβάν έχει καταστεί ιδιαιτέρως ξεκάθαρη στην τρέχουσα κρίση. Η ανταλλαγή πληροφοριών από κάτω προς τα πάνω, οι συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, ο «χακτιβισμός» (hacktivism, ο ακτιβισμός μέσω της δημιουργίας πρόχειρων αλλά αποτελεσματικών αποδεδειγμένα λειτουργικών ιδεών για δημόσιες υπηρεσίες στο διαδίκτυο) και η συμμετοχική συλλογική δράση υπήρξαν κεντρικές για την επιτυχία της χώρας στο να συντονιστεί μια συναινετική και διαφανής σειρά απαντήσεων στον κορωνοϊό. Μια πρόσφατη έκθεση της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ αναφέρει 124 ξεχωριστές παρεμβάσεις που η Ταϊβάν εφάρμοσε με αξιοσημείωτη ταχύτητα. Πολλές από αυτές τις παρεμβάσεις διακινήθηκαν στον δημόσιο τομέα μέσω κοινοτικών πρωτοβουλιών, πολυήμερων συνεργατικών προσπαθειών προγραμματισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών (hackathons), και ψηφιακές συζητήσεις στην πλατφόρμα ψηφιακής δημοκρατίας vTaiwan, στην οποία συμμετέχει σχεδόν το ήμισυ του πληθυσμού της χώρας. (Η πλατφόρμα επιτρέπει τον ευρείας κλίμακας χακτιβισμό, την δημόσια συζήτηση και την κλιμάκωση πρωτοβουλιών με έναν συστηματικό και σε μεγάλο βαθμό συναινετικό τρόπο). Μια αποκεντρωμένη κοινότητα συμμετεχόντων χρησιμοποίησε εργαλεία όπως το Slack και το HackMD για να βελτιώσουν επιτυχημένα σχέδια. (Πολλές από τις αναλύσεις μας βασίζονται σε ανοικτές συνεντεύξεις [1] μέσω αυτών των εργαλείων με ηγέτες στην κοινότητα g0v των αστικών χάκερ [civic hackers]).
Ένα από τα πιο αξιοσημείωτα παραδείγματα είναι το Face Mask Map, μια συνεργασία που ξεκίνησε από έναν επιχειρηματία που συνεργάζεται με το g0v. Για να αποφευχθεί η πανικόβλητη αγορά μασκών προσώπου, η οποία παρεμπόδισε την ανταπόκριση της Ταϊβάν στο SARS το 2003, η κυβέρνηση καθιέρωσε ένα εθνικό πρόγραμμα διανομής δύο μασκών ανά εβδομάδα ανά πολίτη. Προβλέποντας ότι αυτή η εθνική πολιτική θα ήταν ανεπαρκής στο να αποφύγει τοπικές εφορμήσεις σε φαρμακεία, η κυβέρνηση (μέσω του προβεβλημένου ψηφιακού υπουργείου της) δημοσιοποίησε μια διεπαφή προγραμματισμού εφαρμογών (Application Programming Interface – API), η οποία παρέχει στο κοινό σε πραγματικό χρόνο και σε συνάρτηση με την τοποθεσία, πληροφορίες σχετικά με την διαθεσιμότητα μασκών.
Η υπουργός ψηφιακής πολιτικής Audrey Tang τότε προχώρησε ώστε να συνεργαστεί στενά με επιχειρηματίες και χακτιβιστές του g0v σε ένα ψηφιακό «δωμάτιο συζητήσεων» (chatroom) για να παραχθούν γρήγορα μια σειρά από χάρτες και εφαρμογές. Αυτά τα εργαλεία έδειξαν πού ήταν διαθέσιμες οι μάσκες, αλλά έκαναν περισσότερα από αυτό. Οι πολίτες μπόρεσαν να ανακατανείμουν σιτηρέσια μέσω διαχρονικών συναλλαγών και δωρεών σε εκείνους που τις χρειάζονταν περισσότερο, γεγονός που βοήθησε στην πρόληψη της ανάδυσης μιας μαύρης αγοράς. Όπως συμβαίνει συχνά στον κόσμο του hacking, η αρχική εφαρμογή μπλόκαρε αφού κατακλύστηκε από εκατοντάδες χιλιάδες ερωτήσεις στις πρώτες ώρες λειτουργίας της, αλλά η προσπάθεια δεν χάθηκε. Το ευρύ ενδιαφέρον ενεθάρρυνε την κυβέρνηση να παράσχει τους απαραίτητους υπολογιστικούς πόρους και το εύρος ψηφιακής ζώνης (bandwidth) για να επιτρέψει μια έκδοση αυτής της υπηρεσίας που θα μπορούσε να εξυπηρετήσει ολόκληρο τον πληθυσμό. Το αποτέλεσμα δεν διευκόλυνε απλώς την αποτελεσματικότερη διανομή μασκών, αλλά και μείωσε τον πανικό και δημιούργησε ευρεία, και δικαιολογημένη, υπερηφάνεια.
Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι μια πλατφόρμα που βοηθά τους πολίτες να συνεργαστούν για να μειώσουν την έκθεση στον ιό. Η δουλειά σε αυτή την πλατφόρμα (η οποία ανέκυψε και πάλι από μια συνεργασία μεταξύ μιας ομάδας επιχειρηματιών, του ψηφιακού υπουργείου, και του κινήματος g0v) προκλήθηκε εν μέρει από την άφιξη επιβατών από ένα κρουαζιερόπλοιο με υψηλό ποσοστό μόλυνσης. Τα άτομα χρησιμοποίησαν την πλατφόρμα για να μοιραστούν αναφορές, εθελοντικά και σε πραγματικό χρόνο, σχετικά με τα συμπτώματα χρησιμοποιώντας μια ποικιλία μέσων (όπως ειδικών γραμμών κλήσης και smartphones)˙ αυτές οι πληροφορίες επαληθεύονταν γρήγορα και ταξινομούνταν. Τα αποτελέσματα στην συνέχεια συνδυάστηκαν με περισσότερες εφαρμογές που δημιουργήθηκαν από την κοινότητα και επέτρεψαν στους χρήστες να πραγματοποιήσουν λήψη του ιστορικού της τοποθεσίας που βρισκόταν το smartphone τους για να προσδιορίσουν εάν ενδέχεται να έχουν εκτεθεί [στον ιό]. Ήταν ένα σχέδιο κοινής λογικής που ενθάρρυνε την προληπτική συμπεριφορά. Οι χρήστες που ανησυχούσαν για την έκθεσή τους περιόρισαν τις επακόλουθες αλληλεπιδράσεις τους για να προστατεύσουν τους άλλους.
Η κατευθυντήρια αρχή δεν ήταν ο «από τα πάνω προς τα κάτω» έλεγχος αλλά ο αμοιβαίος σεβασμός και η συνεργασία. Το απόρρητο προστατεύτηκε προσεκτικά, και οι κινήσεις ενός ατόμου δεν ήταν ορατές σε άλλους. Αυτή η προσέγγιση υποστήριξε έναν εκπληκτικό βαθμό κοινωνικού συντονισμού, ο οποίος μείωσε τη μετάδοση. Και παρά το γεγονός ότι είναι ένα ανοικτό, συμμετοχικό σύστημα, η πλατφόρμα δεν προκάλεσε την εξάπλωση της παραπληροφόρησης ή του πανικού. Με το να διασφαλίζεται ότι τα αναφερόμενα ιστορικά κίνησης αντιστοιχούσαν σε εύλογα μοτίβα, χωρίς να καταγράφονται οι λεπτομέρειές τους, τα τρολς αποκλείστηκαν, αποφεύγοντας έτσι τις δυσλειτουργίες που υποβαθμίζουν τα εμπορικά κοινωνικά μέσα σε περιόδους κρίσης. Η διαθεσιμότητα των πληροφοριών αυτών μείωσε δραματικά την οικονομική επιβάρυνση της επίτευξη περιορισμού με το να αποφευχθούν οι ομοιόμορφες και ακραίες πολιτικές κοινωνικής απομάκρυνσης. Αντ’ αυτού, οι πολίτες ήταν σε θέση να αποφύγουν ή να απολυμάνουν τις μολυσμένες τοποθεσίες˙ όσοι τις είχαν επισκεφτεί μπορούσαν να αυτο-απομονωθούν.
Αυτά είναι μόνο δύο παραδείγματα. Δεκάδες εφαρμογές που δημιουργήθηκαν από την κοινότητα βοήθησαν στη μείωση της έντασης των κυβερνητικών παρεμβάσεων και ταυτόχρονα υποστήριξαν την καλύτερη ανταπόκριση του κόσμου στην πανδημία. Επέτρεψαν στην Ταϊβάν να αποφύγει την έλλειψη συντονισμού και την εσφαλμένη κατανομή των προμηθειών και τεστ που χαρακτήρισαν τις αντιδράσεις των ΗΠΑ και στην Ευρώπη, καθώς και τη μυστικοπαθή, ιεραρχική προσέγγιση του κεντρικού κινεζικού σχεδιασμού. Με το να κάνει την απάντηση στην υγειονομική κρίση εξαιρετικά διαφανή –η ψηφιακή υπουργός Tang μεταδίδει όλες τις συναντήσεις της ζωντανά με livestreaming- η Ταϊβάν οικοδόμησε δημόσια εμπιστοσύνη. Με το να επικοινωνεί τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση, αντί να προβάλλει μια αύρα ανίκητου, ενθάρρυνε μια σειρά από αποκεντρωμένους δρώντες ώστε να συμβάλλουν στις λύσεις και να αξιοποιήσουν επίσημες πληροφορίες. Και με την στενή στοχοθέτηση των απαντήσεων σε τοποθεσίες και τύπους δραστηριοτήτων που αποτελούσαν απειλή, η οποία είχε γίνει ορατή λόγω των στοιχείων που είχαν παρασχεθεί από τις κοινότητες- ήταν σε θέση να ενεργήσει νωρίς χωρίς να παραλύσει την οικονομική δραστηριότητα, να προκαλέσει πολιτικό διχασμό, ή να τροφοδοτήσει τον φόβο.
Η ΙΣΧΥΣ ΤΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΤΗΤΑΣ
Γιατί η Ταϊβάν πέτυχε εκεί που άλλοι έχουν σκοντάψει; Είναι πολύ νωρίς για να υποστηρίξουμε είτε την οριστική επιτυχία είτε την πλήρη κατανόηση μιας ακόμη εξελισσόμενης κρίσης. Είναι όμως σαφές ότι η ταϊβανέζικη προσέγγιση, στα αρχικά στάδια της πανδημίας αποδείχθηκε πιο αποτελεσματική από εκείνη της Κίνας, αλλού στην Ασία, στην Ευρώπη ή στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Θεωρητικά, η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες -«οι υπερδυνάμεις της τεχνητής νοημοσύνης» [2], όπως δήλωσε ο γεννημένος στην Ταϊβάν γκουρού της βιομηχανίας, Kai-fu Lee- θα έπρεπε να έχουν καλύτερη ικανότητα αντιμετώπισης σύνθετων, ταχέως εξελισσόμενων προβλημάτων, δεδομένου ότι έχουν μεγαλύτερους υπολογιστές που χρησιμοποιούν τα πιο προηγμένα προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης (artificial intelligence, ΑΙ). Ωστόσο, η μικροσκοπική Ταϊβάν τα πήγε καλύτερα από οποιαδήποτε από αυτές, δίνοντας έμφαση στις κοινωνικές εισροές στον συντονισμό αντί για την μάθηση των μηχανών (machine learning) μόνο [3].
Είναι πιθανό ότι η ικανότητα τεχνητής νοημοσύνης της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών στην πραγματικότητα να στάθηκε εμπόδιο στον δρόμο τους. Αμφότερες έχουν ένα τεχνοκρατικό, «από πάνω προς τα κάτω» όραμα για το μέλλον της AI, στο οποίο μια μικρή ψηφιακή ελίτ, συγκεντρωμένη σε λίγους τεχνολογικούς κόμβους και σε μεγάλο βαθμό διαχωρισμένη από τις ανησυχίες του υπόλοιπου πληθυσμού, παράγει εργαλεία που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Ενώ ο τόπος αυτής της ελίτ είναι το Κομμουνιστικό Κόμμα στη μια περίπτωση και οι τεχνολογικοί κόμβοι της Δυτικής Ακτής στην άλλη, η λογική είναι παρόμοια.
Ένα πρόβλημα με τέτοιες τεχνοκρατίες είναι ότι παρόλο που είναι καλές στην επεξεργασία και την διάδοση δεδομένων, τείνουν να είναι μυωπικές όταν πρόκειται για το πλαίσιο και το κίνητρο. Οι τεχνικές ελίτ τόσο στην Κίνα όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν αρχικά αργές στο να αντιληφθούν την σημασία των γεγονότων σε ένα κάπως απομακρυσμένο πεδίο γνώσης- της ιατρικής. Ακόμη και όταν το θέμα ήρθε στις οθόνες του ραντάρ τους, η στενοκεφαλιά των ελίτ οδήγησε σε μια αρχική τύφλωση σχετικά με τον κόσμο πέρα από την άμεση εμπειρία τους.
Το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα ήταν ο Κινέζος γιατρός Li Wenliang, ένας από τους πρώτους που αντιλήφθηκε τον κίνδυνο του ιού, ο οποίος επιπλήχθηκε σφοδρά από την αστυνομία και, αφότου πέθανε, έγινε εθνικός μάρτυρας. Ο κοντόφθαλμος χαρακτήρας των ελίτ είναι επίσης εμφανής στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην κακοφτιαγμένη αποκάλυψη της εφαρμογής Verify για την ταξινόμηση [των κρουσμάτων] COVID-19 από την [εταιρεία] Alphabet: Οι δυνατότητές της ήταν αρχικά υπερτιμημένες, πολλοί την υποπτεύονται ως παγίδα αρπαγής δεδομένων [4], και αποδείχθηκε ότι καλύπτει μόνο την Bay Area [περιοχή του Κόλπου του Σαν Φρανσίσκο στην Καλιφόρνια].
Αντίθετα, η ανταπόκριση της Ταϊβάν, βασισμένη σε ένα ήθος ευρείας ψηφιακής συμμετοχής και ανάπτυξης εργαλείων από την κοινότητα, ήταν γρήγορη, ακριβής και δημοκρατική. Με το να διαδοθεί ευρέως στην κοινωνία η συμμετοχή στην ψηφιακή ανάπτυξη, η Ταϊβάν απέφυγε τόσο την τεχνοκρατία όσο και την τεχνοφοβία, διατηρώντας την εμπιστοσύνη και την αμφίδρομη ροή πληροφοριών απέναντι σε μια κρίση.
ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΗΣ ΤΑΪΒΑΝ
Η επιτυχία της Ταϊβάν έχει κάποια προηγούμενα. Ένα παράδειγμα προέρχεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες: Η ταχεία κινητοποίηση μετά την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ το 1941. Η χώρα «γύρισε το χαρτί» και ξεπέρασε τις πιο κεντρικά κατευθυνόμενες προσπάθειες της Γερμανίας, της Ιαπωνίας και αργότερα της Σοβιετικής Ένωσης μέσω μιας σειράς βιομηχανικών και τεχνολογικών καινοτομιών που κινητοποιήθηκαν από την κυβέρνηση αλλά και τους πολίτες. Το κλειδί, τόσο για τις Ηνωμένες Πολιτείες τότε όσο και για την Ταϊβάν τώρα, ήταν να λειτουργήσει ως καταλύτης η ευρεία επιθυμία των πολιτών να είναι χρήσιμοι παραγωγοί, και όχι μόνο καταναλωτές, των εργαλείων που χρειάζονται για τη νίκη επί ενός εχθρού -είτε πρόκειται για ξένο στρατό είτε για θανατηφόρο ιό. Οι κοινωνίες που αποτυγχάνουν να το κάνουν σε μια περίοδο κρίσης, σπαταλούν τον πιο κρίσιμο πόρο τους.
Η Ταϊβάν έχει επιδείξει την ίδια ικανότητα όταν αντιμετώπισε άλλες προκλήσεις. Οι πρόσφατες προεδρικές εκλογές, για παράδειγμα, θα μπορούσαν να αντιπροσωπεύουν τη μεγαλύτερη ως τώρα νίκη του δημοκρατικού κόσμου επί της ψηφιακής παραπληροφόρησης. Αντιμετωπίζοντας τον μεγαλύτερο όγκο παραπληροφόρησης του πλανήτη (που προέρχεται κυρίως από την ηπειρωτική Κίνα), η Ταϊβάν αξιοποίησε τις πλατφόρμες που δημιουργήθηκαν και λειτουργούσαν από πολίτες, ενεργοποιημένες από εθελοντικές αναφορές, για να ελέγξουν και να αντικρούσουν ψευδείς ισχυρισμούς. Οι πολίτες σχεδίασαν επίσης και ανέπτυξαν γρήγορα ένα νέο πρόγραμμα μαθημάτων για την εκπαίδευση στα media πριν από τις εκλογές. Ένας λαϊκιστής υποψήφιος, που υποστηριζόταν από το Πεκίνο, έχασε τις εκλογές για 20 ποσοστιαίες μονάδες.
Η Ταϊβάν έχει καταφέρει παρόμοιες επιτυχίες σε μια σειρά άλλων τομέων πολιτικής, μεταξύ άλλων στην επίτευξη ισορροπίας μεταξύ της προστασίας της ιδιωτικής ζωής και της ενεργοποίησης οργανωμένοι από πολίτες συλλόγων δεδομένων (“data collaboratives”)˙ πετυχαίνοντας εξαιρετικά περιβαλλοντικά επίπεδα και μείωση των [επιβαρυντικών] εκπομπών για το κλίμα˙ προστατεύοντας τους εργαζομένους στην «gig economy» [στμ: το σύστημα της αγοράς όπου οι εργαζόμενοι δεσμεύονται με βραχυχρόνιες συμβάσεις εργασίας] χωρίς να εμποδίζεται η άνοδος των καινοτόμων ψηφιακών υπηρεσιών˙ και προωθώντας την συμμετοχή των πολιτών με εργαλεία δημιουργικής εμπλοκής και ψηφοφορίας.
Αυτό το αναδυόμενο μοντέλο της Ταϊβάν κατέχει ισχυρή υπόσχεση πέρα από την τρέχουσα κρίση. Οι συζητήσεις για την τεχνολογική ανάπτυξη τείνουν να επικεντρώνονται στους κορυφαίους ανταγωνιστές στην κούρσα για παγκόσμιο κύρος, έχοντας το κινεζικό τεχνοκρατικο-αυταρχικό κράτος επιτήρησης ενάντια στην εταιρικο-καπιταλιστική προσέγγιση των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Ταϊβάν προσφέρει ένα άλλο μονοπάτι -ένα μονοπάτι το οποίο πρέπει είναι ελκυστικό πέρα από τις ιδεολογικές γραμμές στις δημοκρατικές κοινωνίες, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών. Η αριστερά θα εκτιμήσει ότι το κίνημα των πολιτών χάκερ του g0v διογκώθηκε από την δουλειά στο Κίνημα του Ηλιοτρόπιου (Sunflower Movement), την απάντηση της Ταϊβάν στο Occupy Wall Street. (Σε αντίθεση με το Occupy, το g0v κατέληξε να προσφέρει στο Sunflower Movement της Ταϊβάν τα εργαλεία για να κερδίσει μια σταθερή θεσμική βάση στο Υπουργείο ψηφιακής πολιτικής). Ταυτόχρονα, με το να δείξει το πώς μια μικρή, νεαρή και ετερόκλητη δημοκρατία μπορεί να ευδοκιμήσει στην σκιά του αυξανόμενου αυταρχισμού του Πεκίνου, η Ταϊβάν παρέχει ένα παράδειγμα που πρέπει να προσελκύσει τα «γεράκια» [εναντίον] της Κίνας στην δεξιά.
Η Ταϊβάν προσφέρει μια εναλλακτική τόσο στην από πάνω προς τα κάτω παρακολούθηση του κινεζικού κράτους όσο και στους καθοδηγούμενους από την διαφήμιση γίγαντες της Δυτικής τεχνολογίας. Έχει αξιοποιήσει την τεχνολογία ως εργαλείο δημοκρατικής δημιουργικότητας (παρά να εστιάζει ακριβώς στον περιορισμό των τρομακτικών ζημιών της επιτήρησης, όπως κάνει η Ευρώπη). Και με αυτό τον τρόπο, η Ταϊβάν δημιούργησε ένα μοντέλο που περιέχει μεγάλη υπόσχεση στον συνεχιζόμενο αγώνα όχι μόνο κατά του κορωνοϊού αλλά και κατά του απειλητικού δυστοπικού τεχνολογικού μέλλοντος.
Ο JARON LANIER είναι συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Ten Arguments for Deleting Your Social Media Accounts Right Now και Office of the Chief Technology Officer Prime Unifying Scientist (OCTOPUS) στη Microsoft.
O E. GLEN WEYL είναι ιδρυτής και πρόεδρος του Ιδρύματος RadicalxChange και Office of the Chief Technology Officer Political Economist and Social Technologist (OCTOPEST) στη Microsoft.
Σύνδεσμοι:
[1] https://hackmd.io/-m-WjkzJQl6tLvADMCWtcw?sync=&type=
[2] https://aisuperpowers.com/
[3] https://www.wired.com/story/opinion-ai-is-an-ideology-not-a-technology/
[4] https://slate.com/technology/2020/03/covid19-coronavirus-testing-google-…
foreignaffairs.gr