Βασίλης Δημ. Χασιώτης
Ὀταν έβλεπα -και εξακολουθώ να βλέπω- τις «αφίξεις» νέων παράνομων μεταναστών στις ακτές των ελληνικών νησιών του ανατολικού Αιγαίου, πέραν των άλλων σκέψεων που έκανα και κάνω, η εικόνα που μου αποτυπώνονταν ιδιαίτερα, (πέραν των άλλων), ήταν τούτη : στις ακτές των σημείων αποβίβασης των παράνομων μεταναστών, να τους αναμένουν διάφορες ΜΚΟ και άλλοι «αλληλέγγυοι». Τούτες οι «επιτροπές υποδοχής» μα και «περίθαλψης» των ούτω αφικνούμενων παράνομων μεταναστών, φωναχτά μας πιστοποιούν ότι : πρώτον, πως γνώριζαν πότε από τις ακτές της Τουρκίας θα αναχωρούσαν, σε ποιο νησί κατευθύνονταν και ειδικότερα σε ποια ακτή. Έτσι, αυτές οι «επιτροπές υποδοχής», πάντα βρίσκονταν τη σωστή ώρα στο σωστό μέρος. (Βέβαια, ενίοτε, το Κράτος δια του Λιμενικού κάνει την παρουσία του έγκαιρα όταν τα σκάφη του περισυλλέγουν παράνομους μετανάστες στη θάλασσα, όμως, το «μεγάλο παιχνίδι» -στο στάδιο αυτό- γίνεται μακριά από τα «αδιάκριτα» μάτια της Πολιτείας).
Οι ίδιες παραπάνω παρατηρήσεις, ασφαλώς ισχύουν και για τις άλλες «καραβανιές» παράνομων μεταναστών που γίνεται από τον Έβρο, συχνά, υπό το φως της ημέρας.
Φυσικά, σε ένα Κράτος Δικαίου, που τόσο πολύ ενδιαφέρεται για την επιβολή του Νόμου, ώστε ούτε ένας απλός καστανάς να μη μπορεί να ξεφύγει τη δαγκάνα του Νόμου, αν τύχει και ασκεί το επάγγελμά του λαθρεμπορικώς, το ολιγότερο που θα επιδίωκε να πληροφορηθεί, είναι ποιες είναι αυτές οι «επιτροπές υποδοχής», και αν η συγκεκριμένη τους δραστηριότητα είναι νόμιμη ή όχι -δεν εννοώ μονάχα αν είναι νομικά εν τάξει ως συγκροτημένες συλλογικότητες, π.χ. ΜΚΟ, μα, και κυρίως αυτό, αν η όλη τους εμπλοκή στο ζήτημα της διακίνησης των παράνομων μεταναστών είναι ελεγκτέα κατά το Νόμο ή όχι.
Αλλά, μένοντας στο Κράτος Δικαίου, που εκτός από Κράτος Δικαίου πρέπει να είναι στοιχειωδώς συγκροτημένο ώστε να είναι σε θέση να επιβάλλει το Δίκαιο, όπως αυτό κανονικοποιείται στη νομοθεσία, αυτό που όλοι μας παριστάμεθα μάρτυρες αυτού του πολύ καλά στημένου παιχνιδιού, είναι τούτο : το Κράτος, ως εάν να μην είναι σε θέση να έχει τουλάχιστον την ίδια πληροφόρηση με τις άνω «επιτροπές υποδοχής», απουσιάζει συστηματικά από τις περιοχές άφιξης των παράνομων μεταναστών, τόσο συστηματικά, ώστε να γεννάται η πεποίθηση πλέον, πως το ζήτημα αυτό, έχει πλήρως εκχωρηθεί στις άνω «επιτροπές», εκτός και αν δεχτούμε, πως το Κράτος, διαθέτει υπηρεσίες που δεν είναι δυνατόν να ανταγωνιστούν τα δίκτυα πληροφόρησης των άνω «επιτροπών». Όμως, αν λάβουμε υπόψη πως συχνά, εκτός των άνω «επιτροπών» στις ακτές βρίσκονται επίσης, την κατάλληλη στιγμή και στο κατάλληλο μέρος, ακόμα και συνεργεία τηλεοράσεων που μας παρέχουν εικόνες τη στιγμή που αφικνούνται οι παράνομοι μετανάστες με τα φουσκωτά πλεούμενα, πάει να πει, πως τελικά, οι πάντες γνωρίζουν πότε και πού θα αφιχθούν οι παράνομοι μετανάστες, και είναι παρόντες, εκτός του ίδιου του Κράτους.
Και ποια είναι η πολύ περίεργη συνέχεια -που ασφαλώς, δεν είναι το μόνο περίεργο; Είναι ότι το Κράτος, αναμένει στα «ενδότερα», τούτοι οι παράνομοι μετανάστες, να προσέλθουν και να «καταγραφούν»! Και όσοι δεν προσέλθουν; Εκείνη τη στιγμή, πάντως, δεν αποτελεί ιδιαίτερο πρόβλημα, ως φαίνεται.
Και φυσικά, εδώ έρχεται και προστίθεται στην παραπάνω σειρά σκέψεων και μια σειρά άλλων σκέψεων. Π.χ. Λέγεται πως τα θαλάσσια σύνορα «δεν μπορούν να ελεγχθούν» αυτό δε να υποστηρίζεται ενίοτε με πολύ μεγαλύτερη ένταση από κάποιους που εκ των πραγμάτων δεν διαθέτουν καμία επιστημονική εξειδίκευση ή εμπειρία αναφορικά με το πώς μπορούν να προστατευθούν τα σύνορα, ή ακόμα, δεν διαθέτουν και τη κοινή λογική. Καλώς, θα απαντήσω, όχι διότι ασπάζομαι αυτή την αντίληψη, αλλά απλώς για την πρόοδο της συζήτησης. Όμως, αν δεν μπορεί μέσα στη θάλασσα να γίνει η αποτροπή, πόσο δύσκολο είναι στις ακτές, τις παράνομες φουρνιές των παράνομων μεταναστών να τις αναμένει και υποδέχεται το Ελληνικό Κράτος, τουλάχιστον για να δηλώσει εξ αρχής πως είναι παρόν και πως ουδείς άλλος πλην αυτού δεν νομιμοποιείται να επιληφθεί του θέματος; Πόσο δύσκολο είναι τους από τη ξηρά (Έβρος) εισερχόμενους παράνομους μετανάστες, επίσης να τους υποδέχεται όπως και παραπάνω το Ελληνικό Κράτος αντί οι διακινητές που θα τους στοιβάξουν σε κλειστά φορτηγά ακόμα και σε πόρτ μπαγκάζ αυτοκινήτων, με το Ελληνικό Κράτος, ασφαλώς να γνωρίζει πολύ καλά τι γίνεται, απλώς όμως να αναμένει μπας και όταν γίνει κάποιο τροχαίο ή έλεγχος της τροχαίας να τους εντοπίσει;
Πόσο πολύ όλη αυτή η επιδεικτική απουσία του Ελληνικού Κράτους, τουλάχιστον για ό,τι εξελίσσεται από τη στιγμή που ένας παράνομος μετανάστης πατά το πόδι του στη χώρα, συμβάλλει στο μην επιτρέπει να αντιλαμβάνεται κάποιος πως έχει να κάνει με ένα Κράτος σοβαρό, με ένα Κράτος που δεν θα επιτρέψει και τόσο εύκολα να γίνονται «παιχνίδια» σε βάρος του με όλες αυτές τις ροές, ένα Κράτος που δεν θα απαιτήσει από τον παράνομο μετανάστη λιγότερα πράγματα από όσα απαιτεί από τους δικούς του πολίτες, δηλαδή : να πιστοποιηθεί η ταυτότητά του και πως όσο θα διαρκέσει αυτή η διαδικασία, ένα μονάχα πράγμα δεν θα του επιτραπεί : να κάνει «τουρισμό» στη χώρα; Ακριβώς, όπως όταν ένας Έλληνας του ζητηθεί στα πλαίσια κάποιου ελέγχουν η ταυτότητά του και δεν την έχει, θα οδηγηθεί για εξακρίβωση στο κοντινότερο αστυνομικό Τμήμα και θα παραμείνει εκεί έως ότου γίνει η εξακρίβωσή του. Μάλιστα, αν δεν έχει τίποτα να κρύψει, τότε, λογικά θα συνεργαστεί με τις Αρχές, ώστε να διασταυρωθούν τα στοιχεία του με τις Αρχές της χώρας καταγωγής του, με τη βοήθεια και των εκεί διπλωματικών υπηρεσιών της χώρας μας (πρεσβεία, προξενεία κ.λπ.). Βέβαια, αυτό θα είναι απλά το πρώτο βήμα, διότι το γεγονός πως είπε την αλήθεια σε ό,τι αφορά την ταυτότητά του, δεν τον νομιμοποιεί κι όλας. Ως παράνομος μετανάστης, θα απελαθεί.
Έτσι λοιπόν, τούτη η ηχηρή απουσία του Ελληνικού Κράτους κατά τα ανωτέρω, σε ό,τι αφορά την δική μου ερμηνεία των πραγμάτων, αποτελεί μια πρόδηλη πρόσκληση προς κάθε «καταπιεσμένο» (ή και χωρίς τα εισαγωγικά), όπου γης, να επιχειρήσει να μετάσχει κι αυτός στο πολύ καλά οργανωμένο διεθνώς παιχνίδι των παράνομων μεταναστευτικών ροών, αφού ακόμα και όταν τα πράγματα δεν πάνε «κατ’ ευχήν», η μόνη τους συνέπεια θα είναι να επιστραφούν στις χώρες καταγωγής τους ή προέλευσής τους, ίσως δε, και με κάποιο οικονομικό όφελος, (tax free μάλιστα), αν όσο διήρκησε η εδώ παραμονή τους, σε «κέντρα υποδοχής» ή όχι αδιάφορο, ίσως και κάτι τις να αποκόμισαν, είτε ασκώντας κάποιου είδους παράνομο εμπόριο, είτε και με άλλες «δραστηριότητες» που πάντως είχαν κάποιο οικονομικό όφελος για τους ίδιους.
Όμως, ακριβώς επειδή με την ανεξέλεγκτη και κατά τα ανωτέρω ανέλεγκτη (αλλά, όπως είπαμε, όχι αδύνατη) εκ μέρους του Κράτους παράνομη μετανάστευση, αυτό που διαπιστώνουμε είναι να εισέρχονται ανέτως και πλήθη ανθρώπων, που πολύ σύντομα αποδεικνύεται πως πρόκειται για εκπροσώπους του σκληρού εγκλήματος, ενώ βεβαίως, μαζί με αυτούς, εισέρχονται και άλλες κατηγορίες, εξίσου επικίνδυνες, όπως π.χ., τζιχαντιστές, (λίαν πιθανό) πράκτορες (κυρίως από Τουρκία ή υπήκοοι κρατών με πολύ στενές και καλές σχέσεις με την Τουρκία, όπως π.χ. το Πακιστάν), κ.λπ. Θάλεγε κανείς, πως το Κράτος δείχνει πολύ λίγο να ανησυχεί για το θέμα αυτό, κρίνοντας από την απουσία του στους τόπους αφίξεώς των παράνομων μεταναστών, τόποι, αρκούντως γνωστοί στους πάντες, πλην ως φαίνεται του ίδιου του Κράτους ώστε να είναι παρόν εκεί.
Κι ενώ αυτά συμβαίνουν «σε πρώτο χρόνο», έρχεται στη συνέχεια η ετεροχρονισμένη αντίδραση του Κράτους Δικαίου. Αφού δεν πράττει τίποτα για την ουσιαστική αποτροπή του φαινομένου, έστω κατά την άνω προσέγγιση που περιγράψαμε, ακολούθως, τι κάνει; Αφού πρώτα τα ίδια τα «κέντρα υποδοχής» είναι από μόνα τους τα καλύτερα κέντρα στα οποία το κάθε παρανόμως εγκληματικό στοιχείο βρει αποτελεσματικό καταφύγιο, περαιτέρω δε αυτά τα ίδια «κέντρα» λογικό είναι να μεταβάλλονται και σε τόπους «μάθησης» παραβατικών συμπεριφορών ακόμα και για ανθρώπους που δεν κουβαλάνε από πριν την παραβατικότητα, στη συνέχεια, η Πολιτεία αναμένει πότε η εισαγόμενη παραβατικότητα που εν τω μεταξύ έχει διαχυθεί σε όλη τη χώρα και ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα εκδηλωθεί, προκειμένου να την αντιμετωπίσει, όταν μπορούσε, «σε πρώτο χρόνο» κατά τα ανωτέρω, τουλάχιστον αν όχι να την εξαλείψει να την περιορίσει!
Κι έτσι παίζουμε ένα παιχνίδι που άνετα μπορεί να χαρακτηριστεί παιχνίδι του φαινομενικά παράλογου. Πως δηλαδή, με βάση ό,τι και όπως συμβαίνει με τις παράνομες μεταναστευτικές ροές, και με το Κράτος περίπου να αρνείται να παίξει ακόμα και τον ρόλο του réceptionniste, στα σημεία «απόβασης», ουσιαστικά υποθάλπουμε ό,τι εξελίσσεται στο τομέα της παραβατικότητας των παράνομων μεταναστών, ενώ, στο μέλλον, ίσως δούμε και πιο ξεκάθαρα τις συνέπειες από την ανεξέλεγκτη εισροή και άλλων ομάδων όπως σημειώσαμε παραπάνω, (τζιχαντιστές, πράκτορες, κ.λπ.). Το γιατί πρόκειται για «φαινομενικά παράλογο» ό,τι εξελίσσεται αναφορικά με ό,τι στο παρόν άρθρο επισημαίνουμε ως «αμέλειες» εκ μέρους του Κράτους που θέλει να λέγεται και οργανωμένο και Κράτος Δικαίου, είναι τόσο αυτονόητο, ώστε μονάχα σε πιστοποιημένες περιπτώσεις βαριάς αντιληπτικής ανεπάρκειας θα έπρεπε να το εξηγήσουμε, και άρα, με βάση την αντιληπτική ικανότητα των αναγνωστών αυτού του άρθρου, κρίνουμε πως παρέλκει η όποια περαιτέρω διευκρίνιση.
Με τα παραπάνω δεδομένα, το μόνο που μένει στη δημόσια σκηνή και στον δημόσιο διάλογο είναι οι δήθεν «εκπλήξεις» όταν αναφέρονται σκηνές του πιο άγριου Far West στους δρόμους των πόλεων και ιδίως της Αθήνας, Θεσσαλονίκης και των άλλων αστικών κέντρων, εγκλήματα ειδεχθή, παραβατικότητα κάθε είδους, και ένας «διάλογος» με το «πώς θα μπορούσαν» θα μην συμβαίνουν ό,τι μας συμβαίνει, (χωρίς να λείπουν και τα άθλια επιχειρήματα του τύπου «υπήρχε και πριν παραβατικότητα», επομένως, λέω εγώ τώρα, ας ανεχτούμε και τον «εμπλουτισμό» της), ένας «διάλογος» πολύ συχνά πλήρης ιδεοληψιών μα και προφανών ανοησιών, και με ένα Κράτος, να τρέχει να συμμαζέψει ό,τι το ίδιο εν πολλοίς, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, (βάλτε δέκα, είκοσι, τριάντα χρόνια), ουσιαστικά υπέθαλψε με την αδράνειά του, την αναποτελεσματικότητά του μα και με τις συνειδητές επιλογές του πάνω στο ζήτημα των παράνομων μεταναστευτικών ροών, τις οποίες ενίοτε, αρκετά ανοικτά τις ευνόησε με διάφορους τρόπους, άμεσους ή έμμεσους.
Και στη γωνία ο Λαός του οποίου τη γνώμη, επί σημαντικών εθνικών ad hoc ζητημάτων, ουδείς την ζητά. Το ό,τι του επιτρέπεται να ψηφίζει κάθε τέσσερα χρόνια, ως διαδικασία, είναι ό,τι σήμερα δίνει περιεχόμενο στη σχέση Δημοκρατίας (ως διαδικασίας λειτουργίας μα και ως περιεχόμενο στο επίπεδο κρίσιμων εθνικών πολιτικών) – Λαού. Όμως, αυτό, πολύ φοβάμαι, πως κάποτε, κάπως θα εκδηλωθεί ως μια σοβαρή ανεπάρκεια της ίδιας της λειτουργίας του Δημοκρατικού Πολιτεύματος.