Του Πανίκου Παναγιώτου
«ΑΙ ΒΡΕΤΑΝΙΚΑΙ ΜΗΧΑΝΟΡΡΑΦΙΑΙ ΕΠΙΚΡΑΤΟΥΝ ΕΙΣ ΤΟΝ Ο.Η,Ε.» ήταν ο τίτλος ανταπόκρισης από τα Ηνωμένα Έθνη στην ελληνοαμερικανική ημερήσια εφημερίδα «Ατλαντίς» (σ.σ. εκδιδόταν από το 1894 έως το 1973), στις 2 Δεκεμβρίου 1958.
«Συνεχίσθησαν και χθες αι εις βάρος του Κυπριακού Λαού αθλιότητες» αναφερόταν στη συνέχεια για τη συζήτηση που είχε γίνει στην Πρώτη Πολιτική Επιτροπή της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών. Τότε, διεξαγόταν στην Κύπρο ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας για την αποτίναξη της αγγλικής αποικιοκρατίας.
Πέρασαν έξι ολόκληρες δεκαετίες και φαίνεται ότι για τους Βρετανούς τίποτα δεν άλλαξε όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν την Κύπρο. Τις πλείστες φορές, με τις ενέργειες και την πολιτική τους δίνουν την εντύπωση ότι εξακολουθούν να θεωρούν το νησί ως προτεκτοράτο τους.
Ο Βρετανός Ύπατος Αρμοστής στη Λευκωσία, Στίβεν Λίλι, σε πρόσφατη συνέντευξή του στη συνάδελφο Ραλλή Παπαγεωργίου για το Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΚΥΠΕ) και αναφερόμενος στην έξοδο της χώρας του από την Ευρωπαϊκή Ένωση, είπε: «Φεύγουμε από την ΕΕ, θα είμαστε ένα πλήρως ανεξάρτητο, κυρίαρχο κράτος, πολύ ενεργό στη διεθνή σκηνή ως ένα φιλελεύθερο έθνος ελεύθερων συναλλαγών, ένα έθνος που αντιπροσωπεύει τους κανόνες που βασίζονται στο διεθνές σύστημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις δυτικές αξίες».
Εσείς, αξιότιμε κ. Λίλι, νιώσατε αυτό το υπέροχο αίσθημα της ελευθερίας επειδή «απελευθερωθήκατε» από την Ευρωπαϊκή Ένωση και η οποία ούτε κατείχε παράνομα βρετανικό έδαφος, ούτε διατηρούσε στρατιωτικές βάσεις σε βρετανικό έδαφος, ούτε βοηθούσε μια ξένη δύναμη να απεργάζεται σχέδια σε βάρος της εδαφικής ακεραιότητας της Βρετανίας. Αντίθετα, στις περισσότερες υποθέσεις της ΕΕ εσείς (η χώρα σας) κάνατε κουμάντο, μερικές φορές μόνοι σας και άλλες φορές μαζί με τους Γερμανούς ή τους Γάλλους.
Φανταστείτε, λοιπόν, πόσα χρόνια, πόσες δεκαετίες, ο λαός της Κύπρου λαχταρά να νιώσει αυτό το υπέροχο αίσθημα της ελευθερίας που νιώσατε εσείς για τη δική σας χώρα και χωρίς να είναι κατεχόμενη, χωρίς να δέχεται ξένες εισβολές στα εδάφη και στις θάλασσές της.
Ανεξάρτητα με τις διαφορετικές πραγματικότητες Βρετανίας και Κύπρου και πέρα από τις αλήθειες και τα ψέματα που οδήγησαν τη Βρετανία εκτός ΕΕ, δεν παύουν να είναι πολύ ανθρώπινα και πατριωτικά τα όσα λέτε και μπορούμε να αφουγκραστούμε τα συναισθήματά σας. Άλλωστε, όπως κι εσείς, ένα μεγάλο -ίσως το μεγαλύτερο- ποσοστό του βρετανικού λαού διακατέχεται σήμερα από τέτοια αισθήματα χαράς και υπερηφάνειας.
Επίσης, μέσα από τα λεγόμενά σας, εξάγεται το συμπέρασμα ότι όλοι, εντός και εκτός της Βρετανίας, έχουν ηθική υποχρέωση να σεβαστούν την απόφαση του βρετανικού λαού όπως εκφράστηκε μέσα από το δημοψήφισμα, επειδή αυτό επιβάλλει το διεθνές δίκαιο και ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ για την αυτοδιάθεση των λαών.
Ο λαός της Κύπρου, αξιότιμε κ. Λίλι, είχε την ευκαιρία να εκφράσει δυο φορές τη θέλησή του μέσω δημοψηφισμάτων για να έχει μια ελεύθερη πατρίδα, αλλά και τις δυο φορές η Βρετανία δεν σεβάστηκε το αποτέλεσμα.
Στο πρώτο δημοψήφισμα, τον Ιανουάριο του 1950, η Αγγλία ήταν αποικιοκρατική δύναμη και κατείχε το νησί από το 1878. Όχι μόνο δεν σεβάστηκε την ετυμηγορία της πλειοψηφίας του κυπριακού λαού, αλλά στο πλαίσιο της πάγιας βρετανικής πολιτικής του «διαίρει και βασίλευε» καλλιέργησε την εχθρότητα ανάμεσα στις δυο κοινότητες.
Στο δεύτερο δημοψήφισμα, τον Απρίλιο του 2004, Βρετανοί διπλωμάτες ήταν οι κύριοι συντάκτες του σχεδίου Ανάν που απορρίφθηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων.
Η Βρετανία, το λιγότερο που θα μπορούσε να κάνει μετά από τόσα εγκλήματα που διέπραξε στην Κύπρο, ήταν να επιδείξει επιτέλους σεβασμό προς τον κυπριακό λαό. Κι όμως, δεν σταμάτησε να αποδεικνύει συνεχώς ότι αποτελεί τον βασικότερο υποστηρικτή της επεκτατικής πολιτικής της Τουρκίας.
Κάθε φορά που η Βρετανική Μόνιμη Αντιπροσωπεία στα Ηνωμένα Έθνη ετοιμάζει το προσχέδιο ψηφίσματος για την ΟΥΝΦΙΚΥΠ ή για την αποστολή των καλών υπηρεσιών του Γενικού Γραμματέα, επιχειρεί σταδιακά και μεθοδευμένα να επιτύχει την πλήρη απενοχοποίηση της Τουρκίας, την εδραίωση των τετελεσμένων της τουρκικής κατοχής και τη νομιμοποίηση της διχοτόμησης.
Έτσι λοιπόν κι αυτή τη φορά, στο πλαίσιο της γνωστής τακτικής της, συμπεριέλαβε στο προσχέδιο ψηφίσματος συγκεκριμένη αναφορά που οδηγούσε πλέον, με τη «σφραγίδα» του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, στη λεγόμενη «ομαλοποίηση» του στάτους κβο. Δηλαδή, στην αποδοχή δυο ισότιμων οντοτήτων στο νησί που θα πρέπει να βρουν τους τρόπους και τις μεθόδους για απευθείας επαφές και συνεργασίες σε όλους τους τομείς.
Μια τέτοια αναφορά στην ουσία καταργούσε προηγούμενα ψηφίσματα του ΣΑ που καταδικάζουν την παράνομη ανακήρυξη του ψευδοκράτους και δημιουργούσε καινούργια δεδομένα στη διαχείριση του Κυπριακού από μέρους του διεθνούς Οργανισμού.
Για τώρα, αποτράπηκε κάτι τέτοιο, έστω περιορισμένα. Να θυμίσουμε όμως ότι προηγήθηκαν, όπως συνηθίζεται τα τελευταία χρόνια, σχετικές αναφορές στην έκθεση του Γενικού Γραμματέα, ο οποίος προέτρεπε τα μέρη «να καταβάλουν πραγματική προσπάθεια για τη διερεύνηση νέων ή ενισχυμένων τρόπων συνεργασίας» και εξέφραζε τη λύπη του που δεν καθιερώθηκε μηχανισμός στρατιωτικών επαφών. Αντί ο ΓΓ του ΟΗΕ να κινείται στο πνεύμα του διεθνούς δικαίου, προωθεί την αναβάθμιση μιας παράνομης οντότητας.
Επιπλέον, η Βρετανία συνεχίζει προκλητικά να μην εκπληρώνει τις οικονομικές υποχρεώσεις της προς την Κυπριακή Δημοκρατία. Με απόφαση της κυπριακής Βουλής των Αντιπροσώπων (30 Ιουνίου 2005) είχε υπογραμμιστεί ότι «το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει κυριαρχία στα εδάφη των βρετανικών Βάσεων, ακόμα και στα πλαίσια της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, αλλά δέσμευση για απλή χρήση των εδαφών αυτών για συγκεκριμένους στρατιωτικούς σκοπούς».
Μήπως έφτασε η ώρα να αξιοποιηθούν από την Κυπριακή Δημοκρατία τα επιχειρήματα πάνω στα οποία βασίστηκε η περσινή απόφαση – γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, κρίνοντας παράνομη τη διαδικασία του Ηνωμένου Βασιλείου κατακράτησης και οικειοποίησης της περιοχής του Αρχιπελάγους Chago στο Μαυρίκιο; Μήπως είναι καιρός να οδηγηθεί ξανά στο Διεθνές Δικαστήριο η χώρα που μόνιμα συμπεριφέρεται με αποικιοκρατικές αντιλήψεις και πρακτικές;
Και το ερώτημα προς τον αξιότιμο Ύπατο Αρμοστή είναι πολύ απλό: Γιατί η Βρετανία δικαιούται να είναι «ένα πλήρως ανεξάρτητο, κυρίαρχο κράτος» και όχι η Κύπρος;