Γράφει ο Αγαπητός Ξάνθης
Αρχιτέκτονας-Μεταδιδάκτορας του Πανεπιστημίου Αιγαίου
Η Τουρκία τις τελευταίες δύο δεκαετίες ξεκίνησε ένα «ταξίδι ανάδειξής» της σε ρόλο ρυθμιστή, δύναμη πολιτικής και συντελεστή ασφάλειας της περιοχής.
Δεν είναι τυχαίο ότι το «κέντημα» έχει διαφορετικούς στόχους, όμως ο «μαιτρ» παραμένει ακλόνητος παρά τις αμφισβητήσεις και λέγεται κ. Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Το πρόσφατο Σύμφωνο Λιβύης και Τουρκίας περί καθορισμού θαλάσσιων ζωνών και ασφάλειας μεταξύ των δύο χωρών είναι μια πρόκληση για τα διεθνή δρώμενα, όμως η αστάθεια του υπάρχοντος συστήματος αφήνει κενά και μάλιστα κτίζει συνθήκες αλλοπρόσαλλες με παραδοξότητα στις οποίες οι παρεκκλίσεις συμφερόντων γίνονται καμιά φορά αποδεκτές από τους ισχυρούς, όπως και του αναφερόμενου Συμφώνου. Το ίδιο προμηνύεται (δεν είναι βέβαιο) με την Τυνησία και την Αλγερία δείχνοντας την πρόθεση της Τουρκίας περί «κατάκτησης» της Μεσόγειου.
Ο λόγος καθαρός από την Τουρκία του μεγάλου ιδεαλισμού της ανατολικής συμπεριφοράς της κατάκτησης της σπουδαίας μεσογειακής λεκάνης και πιθανά της νότιας Ευρώπης, συνεκτιμώντας ότι η Μεσόγειος είναι το «μαλακό υπογάστριο της Ευρώπης», κατά τον Τσόρτσιλ.
Η θέση της χώρας μας βρίσκεται στο επίκεντρο των διεργασιών της δυτικής και ανατολικής διπλωματικής «πλάκας» και αυτό παρέχει ισχύ στο Διεθνές Δίκαιο. Το πνεύμα συναίνεσης και διαπραγμάτευσης οφείλει να βρει τη διέξοδό του λαμβάνοντας εμείς την πρωτοβουλία περιορίζοντας το μονοπώλιο ενεργειών του Προέδρου της γειτονικής χώρας. Η διαδικασία σίγουρα θα είναι μακροχρόνια και οφείλουμε να καλλιεργήσουμε το κλίμα ενός έντιμου συμβιβασμού, στην ελληνική κοινή γνώμη που έχει συνηθίσει σε μαξιμαλιστικές θέσεις.
Έχοντας η Αθήνα όλα τα εχέγγυα του Διεθνούς Δικαίου οφείλει να τολμήσει να «ξεμπροστιάσει» την Άγκυρα μέσα από ένα συνυποσχετικό με ρεαλιστικούς όρους και απαιτήσεις «ξεκολλώντας» από το απορριπτικό, καχύποπτο παρελθόν και κτίζοντας δράσεις στο πνεύμα του win/win.
Δεν πρέπει να κάνουμε απολογισμούς με νικητές και χαμένους, αλλά με αμοιβαία επωφελούμενους. Αυτοί είναι οι σημερινοί διεθνείς κανόνες. Πρέπει να δούμε την ελληνοτουρκική διαφορά ως μια πρόκληση του μέλλοντος και όχι ένα πόνημα του σήμερα.
Είναι βέβαιο ότι η καθυστέρηση και η μεταφορά ευθυνών λειτουργούν καθεστωτικά και αποδυναμώνουν συνεχώς τη διπλωματική ισχύ της χώρας μας.
Η ταυτόχρονη ενημέρωση και συνέργεια του ελλαδικού και κυπριακού κοινού, μιας και τα δύο εθνικά ζητήματα είναι αλληλοσυνδεδεμένα, αποτελούν τη βάση μιας ορθής αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης στο ανοιχτό Παίγνιο που διεξάγεται μεταξύ των δύο χωρών, σε μια νευραλγική περιοχή συμφερόντων.
Η μια άποψη είναι στη συνεχιζόμενη ένταση των δύο χωρών που καλά κρατεί μετά από το 1974 κυρίως, να επιδεινώνεται με την έκφραση σε πολεμικές ιαχές, η άλλη είναι να παρίστασαι η χώρα μας παντού με τη στεντόρεια φωνή να υποδεικνύει το Διεθνές Δίκαιο στο οποίο η χώρα μας στηρίζεται και το υπερασπίζεται και η άλλη τέλος είναι η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης με μία φαρέτρα γεμάτη εκ μέρους μας με τεκμηρίωση του μεγάλου προβλήματος της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας μεταξύ των γειτονικών χωρών, αλλά πιθανόν και άλλα δευτερεύοντα ζητήματα που δεν θίγουν όμως την εθνική μας κυριαρχία (όπως περιβάλλοντος, τουρισμού, προσφύγων, κλιματικής αλλαγής, σεισμών κ.α).
Μπορούν να συμβούν και οι τρεις απόψεις. Και αυτό είναι το ιδανικότερο.
Η καθεμία όμως έχει το κόστος της και πάντως η λέξη «πόλεμος» για την πρώτη άποψη κάτω από την αδικαιολόγητη επιμονή μερικών ότι η χώρας μας δεν έχει να δώσει τίποτα ή ότι η Τουρκία είναι μια αμελητέα δύναμη, τρομάζει και δεν είναι η βέλτιστη σ’ ένα κόσμο που στηρίζεται στις ευρύτερες συναινέσεις, σ’ ένα κόσμο της πολυμέρειας και των διεθνών σχέσεων.
Οι δύο άσπονδοι γείτονες οφείλουν να ξεφύγουν από τον άκαμπτο ρεαλισμό και να περάσουν στη λογική του ρεαλισμού με «θετικό άθροισμα» χωρίς την αναγκαία «ισομοιρασιά» με τη χρήση των όπλων αλλά την επιδίωξη του βέλτιστου αποτελέσματος μέσα από πνεύμα συνεργασίας με Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και εθνικής κυριαρχίας και για τις δύο χώρες. Η αμοιβαία καχυποψία για το νέο «νέο-οθωμανικό» κράτος από τη μία πλευρά και από την άλλη τη δημιουργία του Αιγαίου ως «κλειστής λίμνης» με τη βοήθεια της Ευρώπης, καθιστά το ζήτημα ως ένα σύγχρονο «μίτο της Αριάδνης».
Αυτόν τον μίτο είναι στο χέρι μας να τον λύσουμε με σύγχρονα διπλωματικά μέσα και πάντως έξω από την αντίληψη της στρατιωτικής σύγκρουσης. Πρέπει να απεμπλακούμε με τρόπο ειρηνικό επ’ωφελεία και των δύο χώρων από τη «διπλή δαμόκλειος σπάθη» που επικρέμεται τόσο χρόνια πάνω από το κεφάλι και των δύο χωρών και σε απόλυτο συνδυασμό με το «Κυπριακό», να ανοίξουμε τη ματιά μας για το δημιουργικό μέλλον μας.
Εμείς τουλάχιστον που πρεσβεύουμε το ευρωπαϊκό κεκτημένο του «consensus», το σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου, τη σταθερή στρατηγική της «δυτικής» συμπεριφοράς συνεννόησης και το κτίσιμο συμμαχιών, σε αντίθεση με το «πάρτα όλα» εκτιμώ ότι μπορεί να κάνουμε το μεγάλο βήμα, το βήμα της συνύπαρξης και της εθνικής κυριαρχίας μακριά από εθνικιστικές ταμπέλες και εγωπαθικές τάσεις.
Ανήκουμε στη διαλλακτική Δύση, κρατώντας τον πολιτισμό και τα ιδεώδη μας. Μπορούμε.
«Γιατί ο πόλεμος αρχίζει όταν θέλεις, αλλά δεν τελειώνει όταν θέλεις», έλεγε ο πατέρας της σύγχρονης πολιτικής επιστήμης, Νικολό Μακιαβέλι.