Η πρώτη απόπειρα δολοφονίας κατά Αμερικανού προέδρου σημειώθηκε στις 30 Ιανουαρίου 1835, όταν ο άεργος ελαιοχρωματιστής Ρίτσαρντ Λόρενς (1800-1861) επεχείρησε να δολοφονήσει τον δημοφιλή Αμερικανό πρόεδρο Άντριου Τζάκσον (1767-1845).
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1830, ο Λόρενς, που είχε γεννηθεί στην Αγγλία, αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα. Σε μία κρίση μεγαλείου πίστευε ότι ήταν ο Άγγλος βασιλιάς Ριχάρδος Γ’ και άρχισε να ντύνεται με φανταχτερά ρούχα. Διέδιδε ότι σταμάτησε να δουλεύει, επειδή η αμερικάνικη κυβέρνηση του όφειλε ένα μεγάλο ποσό και ο Αμερικανός πρόεδρος δεν επέτρεπε την εκταμίευσή του. Ακόμη, ο Λόρενς κατηγορούσε τον Τζάκσον ότι είχε σκοτώσει τον πατέρα του.
Ο Λόρενς άρχισε να παρακολουθεί στενά τον Αμερικανό πρόεδρο από τις αρχές του 1835. Στις 30 Ιανουαρίου ο Τζάκσον βρισκόταν στο Καπιτώλιο της Ουάσινγκτον (έδρα του Κογκρέσου των ΗΠΑ) για να παραστεί στην κηδεία του βουλευτή της Νότιας Καρολίνας Γουόρεν Ντέιβις. Ο Λόρενς, οπλισμένος με δύο πιστόλια, σκόπευε να τον πυροβολήσει στην είσοδο του Καπιτωλίου, αλλά απέτυχε να βρεθεί σε απόσταση βολής.
Μετά την επιμνημόσυνη δέηση κι ενώ ο Τζάκσον κατευθυνόταν προς την έξοδο του Καπιτωλίου, ο Λόρενς, που είχε κατορθώσει να εισέλθει απρόσκλητος στο κτίριο, παραφύλαγε πίσω από μία κολώνα και τον πυροβόλησε. Για καλή τύχη του Αμερικανού προέδρου, το όπλο μπλόκαρε. Ο Λόρενς πυροβόλησε ξανά κατά του Τζάκσον με το δεύτερο όπλο, το οποίο και αυτό έπαθε αφλογιστία. Σχεδόν αμέσως ακινητοποιήθηκε από τους παριστάμενους, ενώ και ο ίδιος ο πρόεδρος (έμπειρος στρατιωτικός και με πολλές μονομαχίες στο ενεργητικό του) τον χτύπησε πολλές φορές με το μπαστούνι του.
Ο Λόρενς προσήχθη σε δίκη στις 11 Απριλίου 1835 σε αίθουσα του Δημαρχείου της Ουάσιγκτον. Την κατηγορία υποστήριξε ο δικηγόρος και ποιητής Φράνσις Σκοτ Κι (γνωστός ως ο στιχουργός του εθνικού ύμνου των ΗΠΑ «The Star- Spangled Banner»), o οποίος ζήτησε την ενοχή του Λόρενς. Αντίθετη άποψη είχαν οι ένορκοι, οι οποίοι τον αθώωσαν μετά από διάσκεψη μόλις πέντε λεπτών, κρίνοντας μη καταλογιστή την πράξη του ένεκα της ψυχασθένειάς του.
Στη δίκη αποκαλύφθηκε ότι και τα δύο όπλα του εγκλήματος παρουσίαζαν ευαισθησία στην υγρασία και εξ αυτού του λόγου δεν εκπυρσοκρότησαν κατά τη διάρκεια της δολοφονικής απόπειρας. Εκείνη την ημέρα στην Ουάσινγκτον επικρατούσε ομίχλη και η υγρασία ήταν αυξημένη. Ο Ρίτσαρντ Λόρενς πέρασε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του μέχρι το 1861, οπότε πέθανε, σε διάφορα ψυχιατρικά καταστήματα.
Ο Τζάκσον πίστευε, όπως και πολλοί άλλοι στην Ουάσιγκτον, ότι το χέρι τού παρ’ ολίγον δολοφόνου του όπλισαν οι πολιτικοί του αντίπαλοι. Μάλιστα, κατονόμασε τον πρώην αντιπρόεδρό του και γερουσιαστή Τζον Καλχούν και τον επίσης γερουσιαστή Τζορτζ Ποϊντέξτερ. Ο Καλχούν από του βήματος της Γερουσίας αρνήθηκε κατηγορηματικά οποιαδήποτε ανάμιξη στην απόπειρα, ενώ ο Ποϊντέξτερ βρέθηκε σε δυσκολότερη θέση, επειδή είχε προσλάβει παλαιότερα τον Λόρενς για να του βάψει το σπίτι. Οι ψηφοφόροι του στο Μισισιπή, όπου εκλεγόταν, δεν πείστηκαν από τις εξηγήσεις του και τον καταψήφισαν στις εκλογές. Πάντως και για τους δύο πολιτικούς δεν έχει προκύψει η παραμικρή ένδειξη για συμμετοχή τους στην απόπειρα δολοφονίας κατά του Τζάκσον.