Πολλοί ταβερνιάρηδες, για να αυξήσουν τα κέρδη τους, νόθευαν το κρασί, προσθέτοντας ποσότητες νερού. Εκτός από αυτό, συχνά εξαπατούσαν τους πελάτες τους χρησιμοποιώντας δοχεία μικρότερα από το κανονικό.
Τέτοια δοχεία ήταν το «μέτρον», που χωρούσε 30 λίτρες, και η «μίνα», που χωρούσε 3 λίτρες. Αν κάποιοι συλλαμβάνονταν να χρησιμοποιούν δοχεία που δεν είχαν τη σφραγίδα του έπαρχου ή ήταν μικρότερα από τα επιτρεπόμενα, μαστιγώνονταν, κουρεύονταν και διαγράφονταν από το σωματείο των καπήλων.
Στους δρόμους πολλών πόλεων του Βυζαντίου μπορούσε να συναντήσει κανείς κάποιους μικροπωλητές, που τους αποκαλούσαν «πουσκάριους». Αυτοί είχαν στους πάγκους τους και πουλούσαν στους περαστικούς βραστά όσπρια. Συνήθως διέθεταν βραστές φακές και βραστά ή ψητά ρεβίθια, όπως και σπόρους κάνναβης, το γνωστό κανναβούρι. Εξίσου αγαπητά ήταν στους Βυζαντινούς και τα φασόλια, τα κουκιά και τα μπιζέλια.
Οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου συνήθιζαν να προσφέρουν στα ανάκτορα γεύματα καθημερινά για τις δώδεκα μέρες (κλητώρια) που ακολουθούσαν τα Χριστούγεννα. Σε κάθε γεύμα καλούσαν περίπου 250 άνδρες από τους ανώτερους πολιτικούς, στρατιωτικούς και εκκλησιαστικούς αξιωματούχους. Μαζί τους καλούσαν και 12 φτωχούς, όπως και τους ξένους πρεσβευτές. Όταν όμως τα οικονομικά του κράτους δεν πήγαιναν καλά και υπήρχε ανέχεια στους πολίτες, οι αυτοκράτορες ματαίωναν τα γεύματα αυτά και διέθεταν αλλού τα χρήματα.
Στον βυζαντινό στρατό χρησιμοποιούνταν κουλούρια για τη σίτιση των στρατιωτών. Τα κουλούρια αυτά (σε σχήμα κρίκου), όταν έπρεπε να διατηρηθούν για πολλές μέρες, τα φρυγάνιζαν. Ετυμολογικά η λέξη «κουλούρι» προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη «κολλύρια», που σήμαινε ψωμί κατώτερης ποιότητας που δινόταν στους δούλους. Από εκεί η βυζαντινή λέξη κολλύρα ή κολλούριον, που έγινε κουλούρι.
Τα βασικά είδη διατροφής των Βυζαντινών ήταν ψωμί, λαχανικά, ελιές, τυρί, ψάρια, λάδι και κρασί. Από τα πρόχειρα φαγητά πολύ συνηθισμένα ήταν, εκτός από το ψωμοτύρι, η πανάδα (κομμάτια ξερό ψωμί μαγειρεμένα με λάδι και κομμένα κρεμμύδια) και η «γρούτα», δηλαδή το κουρκούτι. Το κρέας ήταν είδος πολυτελείας. Δεν αποτελούσε καθημερινή τροφή για τους Βυζαντινούς, και επειδή κόστιζε πολύ αλλά και επειδή η θρησκεία υπαγόρευε πολλές νηστείες. Χοιρινά, αρνιά, γίδες, βοοειδή, ελάφια και λαγοί περιλαμβάνονταν στον κατάλογο των βυζαντινών φαγητών.
Εκτός από το νερό, οι Βυζαντινοί έπιναν και διάφορα άλλα ποτά, τα οποία παρασκεύαζαν χρησιμοποιώντας κρασί, νερό, μέλι και άλλα υλικά. Ο ζύθος (μπίρα), που παρασκευαζόταν από κριθάρι, βρόμη, κεχρί ή και σιτάρι, ήταν διαδεδομένος σε διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας. Ως δροσιστικά ποτά οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν τη γνωστή σουμάδα, εκχύλισμα αμυγδάλων σε νερό, το μελίγαλα, ανάμειξη μελιού με γάλα, το υδρόμελι και το απόμελι, που παρασκευαζόταν από το νερό με το οποίο έπλεναν την κηρήθρα του μελιού, αφού είχαν πάρει το μέλι.
Σε κάποιες εκδηλώσεις με άφθονο κρασί και χορό ακόμα και οι γυναίκες χόρευαν ημίγυμνες, αν και κανονικά για λόγους σεμνότητας συνήθως είχαν καλυμμένο το κεφάλι, τα χέρια και το στήθος. Οι δάσκαλοι απέτρεπαν τους μαθητές να βρίσκονται σε χορευτικές εκδηλώσεις, ενώ η εκκλησία απέβαλε τους πιστούς που επέμεναν να ασχολούνται με τον χορό, που είχε ειδωλολατρικές ρίζες. Εξαίρεση αποτελούσαν οι ήρεμοι και σεμνοί χοροί σε θρησκευτικά πανηγύρια. Φυσικά οι βυζαντινοί προτιμούσαν την διασκέδαση και χόρεψαν με τη ψυχή τους.
Παραδόξως, οι Βυζαντινοί φαίνεται να χορεύουν ακόμη και σε εορτασμούς και πανηγύρια αφιερωμένα στη μνήμη αγίων ή μαρτύρων, είτε σε γιορτές που τους είχε κληροδοτήσει η ειδωλολατρική αρχαιότητα. Χάρη στην αρχαία κληρονομιά του ο κάτοικος της βυζαντινής αυτοκρατορίας χορεύει συρμό, κόρδακα, πυρρίχη, γέρανο ή όρμο, ενώ, την ίδια στιγμή, η θρησκευτική πίστη του τον ωθεί να συμμετέχει σε χορούς όπως αυτός της συντεχνίας των μακελλάρηδων της Κωνσταντινούπολης κατά τη διάρκεια της εορτής του προστάτη τους, του αρχάγγελου Μιχαήλ.
Ο χορός είναι την εποχή αυτήν κυρίως έκφραση συλλογικής χαράς σε γάμους και άλλες διαβατήριες τελετές ή σε επινίκια σημαντικών μαχών, σε κάποιες όμως περιπτώσεις ακόμη και μέσο τιμωρίας ή εξευτελισμού. Οι Βυζαντινοί χορεύουν κυρίως σε χώρους κοσμικού χαρακτήρα, σε σπίτια, στον Ιππόδρομο, στο Παλάτι και αλλού αλλά και σε τόπους ιερούς.
Την ίδια λοιπόν εποχή, που επαγγελματίες συνήθως χορευτές συμμετέχουν σε κοσμικές εκδηλώσεις δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα (θέατρο, συμπόσια, χοροδράματα, παντομίμες κ.ά.), από το νάρθηκα των βυζαντινών ναών ακούγονται μοιρολόγια που συνοδεύονται από έντονες χορευτικές κινήσεις, ενώ οι νεόνυμφοι βηματίζουν αργά γύρω από την Αγία Τράπεζα με τη συνοδεία του τροπαρίου «Ησαΐα χόρευε…». Τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούσαν οι Βυζαντινοί: αυλούς, κιθάρες, πολύχορδα, κρουστά, κρουστά ή το «πολύαυλον όργανον» «το εκκλησιαστικό» οργανο, όπως είναι γνωστό σήμερα.
Το πανηγύρι κατά κύριο λόγο αποτελεί θρησκευτική γιορτή που τελείται για να τιμηθεί η μνήμη του αγίου στον οποίο είναι αφιερωμένος ο ναός μιας περιοχής. Συχνά στον περίβολο του ναού ή σε αδόμητο χώρο μπροστά του οι πιστοί συμμετέχουν σε διάφορες εκδηλώσεις, όπως χορούς, τραγούδια ή φαγητό. Η εμποροπανήγυρη είναι μια υπαίθρια αγορά, που στήνεται με την ευκαιρία ενός πανηγυριού, και όπου γίνονται αγοραπωλησίες προϊόντων ή ζώων. Οι εμποροπανηγύρεις συνήθως αποτελούν μη μόνιμες αγορές, που συνδέονται με κάποια εορταστική εκδήλωση.
Τα πανηγύρια, αν και αρχικά αποδοκιμάστηκαν από τους Πατέρες της Εκκλησίας ως κατάλοιπα ειδωλολατρικών θρησκευτικών εορτών που προήγαγαν το πνεύμα του κέρδους και την ελαφρότητα των ηθών, συνέβαλαν στην ανάπτυξη του εμπορίου, ιδιαίτερα στις επαρχιακές πόλεις, αποφέροντας σημαντικά οικονομικά οφέλη για την εκκλησία και το κράτος. Για την πραγματοποίηση των εμποροπανηγύρεων βασικό ρόλο έπαιζε η εμπορικότητά και η γεωγραφική θέση κάθε πόλης, καθώς και η ύπαρξη ή όχι λιμανιού και σημαντικού χερσαίου δρόμου αφού πολλοί άνθρωποι ταξίδευαν από μακριά για να πραγματοποιήσουν τις αγορές τους.
Σημαντικές εμποροπανηγύρεις ήταν αυτές που διεξάγονταν στη Θεσσαλονίκη στην εορτή του Αγίου Δημητρίου και της Τραπεζούντας στην εορτή του Αγίου Ευγενίου. Η διάρκεια των εμποροπανηγύρεων δεν ήταν προκαθορισμένη· μπορούσε να διαρκέσει λίγες ή πολλές μέρες, ανάλογα με την επιτόπια ζήτηση. Προκαθορισμένος δεν ήταν ούτε ο χώρος διεξαγωγής τους, καθώς άλλες φορές στήνονταν μπροστά στους εορτάζοντες ναούς και άλλες έξω από τα τείχη της πόλης. Προτιμούσαν πάντως τα ελεύθερα και επίπεδα μέρη για να έχουν μεγαλύτερο χώρο στη διάθεσή τους οι έμποροι για να απλώσουν την πραμάτειά τους, που περιλάμβανε σκεύη, υφάσματα, χαλιά, τρόφιμα, δέρματα και ζώα (άλογα, βόδια, πρόβατα και χοίρους) αλλά και για να μπορούν να κινηθούν με μεγαλύτερη ευκολία οι αγοραστές ανάμεσα στις σκηνές. Οι εκτός των τειχών χώροι προτιμούνταν και για λόγους ασφαλείας αφού συχνά στα πανηγύρια προσέρχονταν ξένοι που μπορούσαν να είναι κατάσκοποι ή εχθροί. Ο χώρος της αγοράς αποτελούσε ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνικής ζωής των κατοίκων της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Η ατμόσφαιρα που επικρατούσε σε αυτήν ήταν χαλαρή δίνοντας στους συμμετέχοντες την ευκαιρία να ξεφύγουν από τα προβλήματα τους, να κοινωνικοποιηθούν και να διασκεδάσουν. Η διασκέδαση περιλάμβανε θεάματα όπως αυτοσχέδιες παραστάσεις μίμων και ακροβατών και επιδείξεις ζώων, που επιδίδονταν σε παιχνίδια και περιφέρονταν στους δρόμους. Τους άρεσε ακόμα να παρακολουθούν ταχυδακτυλουργούς αλλά και ανθρώπους που διέφεραν από το μέσο όρο, όπως γίγαντες και νάνους, αλλά και σιαμαίους που επιδεικνύονταν σε δημόσιους χώρους και σε δρόμους.
Οι Βυζαντινοί αγαπούσαν ιδιαίτερα τις διασκεδάσεις και τα θεάματα, τόσο εκείνα που τελούνταν στα θέατρα και στους ιπποδρόμους όσο και αυτά που πραγματοποιούνταν στους δρόμους και στις πλατείες των πόλεων με την ευκαιρία των πανηγύρεων. Οι άνθρωποι της εποχής διασκέδαζαν με γελωτοποιούς, ταχυδακτυλουργούς, σχοινοβάτες και ακροβάτες αλλά και με ζώα, όπως εκπαιδευμένους σκύλους και πιθήκους που έκαναν διάφορα παιχνίδια στους δρόμους και τα καπηλεία.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έδειχναν και για τις εξημερωμένες αρκούδες και τα άγρια ζώα που επιδεικνύονταν στον ιππόδρομο. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούσαν ακόμα οι άνθρωποι που διαφοροποιούνταν από τον μέσο όρο, όπως οι γίγαντες και οι νάνοι, αλλά και οι σιαμαίοι που σε περίπτωση που δεν είχαν εκδιωχθεί από τις πόλεις ως κακοί οιωνοί, περιφέρονταν στους δρόμους και τις αγορές. Η Κωνσταντινούπολη διέθετε τουλάχιστον τέσσερα θέατρα κατά τον 5ο αιώνα, με πιο σημαντικό απ’ όλα το Μεγάλο Θέατρο (theatrum maius) που ιδρύθηκε από το Σεπτίμιο Σεβήρο κοντά στο παλάτι και όπου ανέβαιναν και έργα κλασικού ρεπερτορίου.
Η κύρια πάντως μορφή του θεάματος ήταν το μιμοθέατρο με ερμηνευτή το μίμο και θεματολογία που προερχόταν από τη μυθολογία, την καθημερινή ζωή, ακόμα και τα χριστιανικά μυστήρια. Οι θίασοι των μίμων αποτελούνταν από άνδρες αλλά και γυναίκες. Κύριο εκφραστικό τους μέσο αποτελούσε το πρόσωπο και ιδιαίτερα τα μάτια, γι’ αυτό και οι μίμοι στο Βυζάντιο δε φορούσαν μάσκα, ενώ είχαν και ιδιαίτερες κομμώσεις. Αν και ορισμένοι μίμοι ζούσαν στη χλιδή και καλούνταν σε γάμους, συμπόσια και επίσημα αυτοκρατορικά γεύματα, οι περισσότεροι θεωρούνταν ανυπόληπτοι και εξομοιώνονταν με πόρνες και μαστροπους. Η πλειοψηφία προερχόταν από τα χαμηλότερα στρώματα και χαρακτηριζόταν από αμφίβολη ηθική.
Η δραστηριότητα των μίμων φαίνεται πάντως ότι υποχώρησε σταδιακά μετά τον 7ο αιώνα. Αν και το ερώτημα αν υπήρχε θέατρο στο μέσο και ύστερο Βυζάντιο παραμένει, φαίνεται ότι υπήρχε αφενός ένα είδος λαϊκού θεάτρου που παρουσιαζόταν ευκαιριακά στα πανηγύρια και στις εμποροπανηγύρεις από ημι-επαγγελματίες ηθοποιούς ή μίμους και αφετέρου ένα λόγιο είδος θεάματος που εντασσόταν σε πλαίσια θρησκευτικής αγωγής.
Τα κείμενα που έχουν σωθεί είναι θρησκευτικά δράματα εξ ολοκλήρου γραμμένα σε διαλογική μορφή, που δεν αποτελούσαν πρωτότυπα έργα αλλά συρραφή στοιχείων από αρχαίες τραγωδίες και εκκλησιαστικά κείμενα με κύριο σκοπό να τονώσουν το θρησκευτικό αίσθημα του κοινού. Στα έργα του θρησκευτικού θεάτρου μπορούν να ενταχθούν και δρώμενα ανώνυμων συγγραφέων που εντάχτηκαν στην ορθόδοξη λειτουργία και αποτελούν σκηνικές αναπαραστάσεις ιερών επεισοδίων, όπως είναι η ακολουθία του Νιπτήρος.
Ήταν τόσο μεγάλος ο φανατισμός για τις ιπποδρομίες στην Πόλη, που όταν τελούνταν, οι δρόμοι ήταν έρημοι από κόσμο. Αν ήταν Κυριακή, οι πιστοί στους ναούς ήταν ελάχιστοι, γεγονός που έκανε τους ιερείς να οργίζονται. Τίποτα δεν σταματούσε όμως τους φανατικούς φίλους του ιπποδρόμου: ούτε η σωτηρία της ψυχής, ούτε η φτώχεια, ούτε η δουλειά, ούτε η αρρώστια. Και έμεναν όλη την ημέρα στον ιππόδρομο, ακόμα και τις ώρες του μεσημεριού, που γινόταν ένα μεγάλο διάλειμμα, από τον φόβο μήπως χάσουν τη θέση τους. Πολλές φορές μάλιστα υπέφεραν από τον καυτό ήλιο ή τον αέρα ή ακόμα και τη βροχή, που την υπέμεναν καρτερικά, χωρίς προφυλάξεις. Το πιο σκληρό αγώνισμα που γινόταν στον ιππόδρομο ήταν η πυγμαχία. Οι αθλητές δεν φορούσαν προστατευτικά γάντια, γεγονός που έκανε τα χτυπήματα περισσότερο οδυνηρά. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που οι αθλητές μετά το αγώνισμα ήταν γεμάτοι αίματα, με σπασμένα κεφάλια, έτοιμοι να καταρρεύσουν. Όμως, επειδή ήταν δείγμα ανδρισμού να μη δείχνουν τον πόνο τους, δάγκωναν τα χείλη και έτριζαν τα δόντια, κρατώντας ταυτόχρονα το κεφάλι τους ψηλά.
Στις διασκεδάσεις τους οι Βυζαντινοί, αν συγκριθούν με τους Ρωμαίους, ήταν πολύ πιο ήπιοι. Στον ιππόδρομο δεν έριχναν ανθρώπους στα λιοντάρια και η πιο αγαπημένη τους διασκέδαση ήταν οι αρματοδρομίες και όχι οι αιματηροί αγώνες των μονομάχων. Σε αυτό έπαιξε ρόλο η αλλαγή της θρησκείας και η εκκλησία.
Πηγές:
http://peritexnisologos.blogspot.com/2016/04/h_20.html
http://exploringbyzantium.gr/EKBMM/Page?name=ypomeleti&lang=gr&id=1&sub=324&level=1
http://exploringbyzantium.gr/EKBMM/Page?name=ypomeleti&lang=gr&id=1&sub=323&level=1
http://vizantinaistorika.blogspot.com/2016/07/o_23.html
greekhistoryandprehistory