Ο Άρτουρ Γιόζεφ Στανισλάους Μπέρσον (6 Αυγούστου 1859 – 3 Δεκεμβρίου 1942) ήταν Γερμανός μετεωρολόγος και πρωτοπόρος της αερολογίας, ο οποίος γεννήθηκε στο Νόι Σάντεζ της Γαλικίας (σημερινό Νόβι Σοντς της Πολωνίας).
Ο όρος αερολογία (από την αρχαία ελληνική λέξη ἀήρ, και -λογία) χρησιμοποιείται μερικές φορές ως εναλλακτικός όρος για τη μελέτη της ατμόσφαιρας της γης.
Αφού παρακολούθησε τα γυμνασιακά του μαθήματα στην πατρίδα του, ο Μπέρσον σπούδασε φιλολογία στη Βιέννη και έπειτα μετεωρολογία και γεωγραφία στο Βερολίνο, με καθηγητές τους Φέρντιναντ φον Ριχτχόφεν και Βίλχελμ φον Μπέτζολντ. Το 1890 έγινε βοηθός του μετεωρολόγου Ρίχαρντ Άσμαν στο Μετεωρολογικό Ινστιτούτο του Βερολίνου. Την ίδια περίοδο ήταν γραμματέας του Deutschen Verein zur Förderung der Luftschiffahrt, του πρώτου αεροναυτικού οργανισμού της Γερμανίας.
Το 1900 ορίστηκε επικεφαλής (Hauptobservator) του νεοσυσταθέντος Αεροναυτικού Αστεροσκοπείου του Βερολίνου, και μεταγενέστερα στο αντίστοιχο της πόλης Μπέεσκοβ. Από το 1896 έως το 1899 ο Μπέρσον ήταν επιμελητής έκδοσης του περιοδικού Zeitschrift für Luftfahrt und Physik der Atmosphäre (Περιοδικό για την Αεροπορία και τη Φυσική της Ατμόσφαιρας).
Επιστημονική έρευνα
Ο Μπέρσον είναι κυρίως γνωστός για τις επιστημονικές του αποστολές με αερόστατα θερμού αέρα. Στις 4 Δεκεμβρίου 1894, έφτασε στο τότε ύψος ρεκόρ των 9.155 μέτρων με το αερόστατο Phoenix. Στις 10 Ιανουαρίου 1901, ταξίδεψε μαζί με τον αξιωματικό του πυροβολικού Άλφρεντ Χίλντεμπραντ (1870–1949), από το Βερολίνο στο Μάρκαριντ της Σουηδίας, με αερόστατο και έγινε ο πρώτος που διέσχισε τη Βαλτική Θάλασσα από αέρος.
Στις 10 Ιανουαρίου 1902, μαζί με τον αεροναυτικό Χέρμαν Ελίας (1876–1955), πραγματοποίησαν το γερμανικό ρεκόρ απόστασης με αερόστατο, μιας και ταξίδεψαν από το Βερολίνο στην Πολτάβα της κεντρικής Ουκρανίας (1.470 χιλιόμετρα σε 30 ώρες).
Τη δεκαετία του 1890, συμμετείχε σε διεθνείς «ταυτόχρονες απογειώσεις» με αεροναυτικούς από άλλες χώρες. Οι πτήσεις αυτές έγιναν με σκοπό τη μελέτη των μεταβολών των κλιματικών συνθηκών σε διάφορες τοποθεσίες της Ευρώπης. Σκοπός των επιστημόνων ήταν η απόκτηση ομοιομορφίας στις μεθόδους παρατήρησης, αλλά και η καθιέρωση συνεργασίας μεταξύ των διάφορων χωρών σχετικά με τη νέα επιστήμη της αερολογίας.
Στις 31 Ιουλίου 1901, μαζί με τον μετεωρολόγο Ράινχαρντ Ζούρινγκ, πραγματοποίησε την πλέον γνωστή του πτήση με αερόστατο. Ξεκινώντας από το Τέμπελχοφ του Βερολίνου στο αερόστατο Preussen, έφτασαν αμέσως σε υψόμετρο 10.800 μέτρων πάνω από τη στάθμη της θάλασσας. Στα 6.000 μέτρα χρειαζόταν συμπιεσμένο οξυγόνο, και στα 10.000 μέτρα και οι δύο επιστήμονες έχασαν τις αισθήσεις τους. Αφότου κατάφεραν να τις επανακτήσουν προσγειώθηκαν κοντά στο Μπρίζεν, 7,5 ώρες μετά την απογείωσή τους. Η πτήση τους αυτή είχε εξαιρετική επιστημονική σημασία. Τα κλιματικά δεδομένα που ελήφθησαν ταυτόχρονα από μη επανδρωμένα αερόστατα, συμφωνούσαν με τις πληροφορίες που συνέλεξαν οι Μπέρσον και Ζούρινγκ. Πλέον, επιστήμονες όπως ο Ρίχαρντ Άσμαν, δεν μπορούσαν να απορρίπτουν τις έρευνες θερμοκρασίας των μη επανδρωμένων αεροστάτων, γεγονός που οδήγησε στην ανακάλυψη της στρατόσφαιρας από τον Άσμαν και τον Τεσεράνκ ντε Μπορ το 1902.
Μία άλλη σημαντική πτυχή των πτήσεων σε μεγάλο υψόμετρο συμπεριελάμβανε τα προβλήματα φυσιολογίας που αντιμετώπιζαν οι αεροναυτικοί όταν εκτίθεντο σε μεγάλα υψόμετρα. Ο Μπέρσον βοήθησε τους φυσιολόγους Χέρμαν φον Σρότερ και Νάθαν Τζουντζ με πρωτοποριακά πειράματα στον τομέα της αεροπορικής ιατρικής. Πραγματοποίησε πτήσεις σε μεγάλο υψόμετρο με τους δύο φυσιολόγους, και πραγματοποίησε μελέτες στο Jüdischen Krankenhaus (Εβραϊκό Νοσοκομείο) του Βερολίνου.
Σε άλλα σημαντικά επιτεύγματα του Μπέρσον περιλαμβάνονται κλιματικές μελέτες με μετεωρολογικούς χαρταετούς στο Σβάλμπαρντ, πρωτοποριακές μετεωρολογικές παρατηρήσεις στη Γερμανική Ανατολική Αφρική και αερολογικές έρευνες στη Λεκάνη του Αμαζονίου.