ΑΦΥΠΝΙΣΘΕΙΤΕ ΕΛΛΗΝΕΣ.
Διαβάστε ΕΛΛΗΝΕΣ και ίσως τα πύρρεια δάκρυα που πέφτουν στην αιματόβρεκτη γη των ιερών μας εδαφών των αχνιζόντων από το άγιο αίμα των ηρώων μας όλους μας αφυπνίσουν από τον λήθαργο που μας επιβάλαν…..
Και ο ανεπανάληπτος Ελληνολάτρης Εθνικός ποιητής της Ελληνικής Κύπρου Κώστας Μόντης λυρικά και επικά γράφει…..
(Πηγή Ίδρυμα Κώστα Μόντη.)
«Γράμματα στη μητέρα»
Τα «Γράμματα στη μητέρα» είναι τρείς αυτόνομες ποιητικές συνθέσεις οι οποίες γράφτηκαν σε τρείς διαφορετικές περιόδους. Η «μητέρα», στην οποία απευθύνεται ο ποιητής, είναι η πραγματική του μητέρα Καλομοίρα Μπατίστα, την οποία έχασε στα 12 του χρόνια. Ο θάνατος της μητέρας του καθόρισε έντονα τον ψυχισμό και την ποιητικό του λόγο.
Το «Πρώτο γράμμα στη μητέρα» γράφτηκε και εκδόθηκε το 1965. Ο ποιητής απογοητευμένος από την έκβαση του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-ʼ59 (έντονα «αντι-Ζυριχικός» καθώς ήλπιζε στην ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα) περιγράφει με οδύνη την εγκυμονούσα με κινδύνους φαινομενική ανεξαρτησία και ευημερία του νησιού.
[…]
Μητέρα, δεν βλέπεις πως μας αφαίρεσαν τα οστά
και σωριαζόμαστε στο παραμικρό
και προσπίπτουμε;
Μητέρα, τʼ αμπέλια δεν παράγουν για μας,
Οι μύθοι διακόπτονται στο κατώφλι μας.
Πρέπει όταν γεννηθήκαμε
να ʼκλεισαν πίσω μας όλες οι πόρτες, δεν πρόσεξες;
Πρέπει όταν γεννηθήκαμε
το χωριό να διαγράφτηκε, δεν πρόσεξες;
[…]
Μας είπαν προεξείχε η καρδιά
και την περιέκοψαν.
Μας είπαν προεξείχαν τα όνειρα
και τα περιέκοψαν,
μας είπαν προεξείχαν οι αιρετικοί πόθοι.
Τι υποσημειώναμε, είπαν, τις νύχτες στα κράσπεδα
των αγαλμάτων,
τι έννοια είχε το δίχτυ ασφαλείας
που απλώναμε κάτω απʼ τον ήλιο;
Όμως εμείς μʼ αυτά ποτίζαμε τους ουρανούς δάκρυα,
μητέρα
όμως εμείς μʼ αυτά κλεινόμαστε έρμαια στη σοφίτα.
[…]
`
Το «Δεύτερο γράμμα στη μητέρα» γράφτηκε και εκδόθηκε το 1972. Με άκρατη μελαγχολία και γλαφυρότητα ο ποιητής περιγράφει στην μητέρα του την προσπάθεια του νέου κράτους να μετατραπεί σε μια μεγάλη απρόσωπη δημόσια υπηρεσία, αναπολώντας ταυτόχρονα τις εποχές της αθωότητας. Επίσης συνεχίζει να ανησυχεί για το μέλλον του νησιού.
[…]
Κι είμαστε σʼ ένα μικρό νησί, μητέρα,
δεν μπορούν να μας τα φορτώσουν όλα αυτά,
κι είμαστε σε μια μικρή φυλακή, μητέρα,
δεν υπάρχει απλωσιά νʼ απλώσουν όλα αυτά
να τα δούμε με κάποια άνεση χώρου,
να τα δούμε με κάποια πίστωση χώρου,
να κατανεμηθούν,
νʼ αποκεντρωθούν,
νʼ αραιώσουν.
Στοιβάζονται, σου λέω, επάλληλα απάνω μας
και δεν αναπνέουμε.
[…]
Μητέρα, διαισθάνομαι πως το γράμμα μου άρχισε να διασπάται,
διαισθάνομαι πως η συνοχή που επεδίωξα άρχισε να διασπάται,
πως η δομή που ήλπιζα άρχισε να διασπάται
σαν τις κουρασμένες τετράδες των μαθητικών παρελάσεων
όταν προσεγγίζουν το τέρμα 5
που λεν «ουφ» και ξεκουμπώνουν τα κολάρα
και «επιτέλους»
και σπεύδουν να επανέλθουν το ταχύτερο στα καθημερινά
και σπεύδουν να επανέλθουν το ταχύτερο στα συνήθη.
Κι η αλήθεια είναι πως τι χρειαζόταν η συνοχή, 10
κι η αλήθεια είναι πως τι χρειαζόταν η δομή,
πώς θα διασωζόταν η δομή,
πώς θʼ άντεχε η δομή,
πώς θʼ άντεχε η συνέπεια,
πώς θʼ άντεχε η ακολουθία, 15
πώς θʼ άντεχε ο ειρμός,
που, όπως είπα, έρχεται ο τυχών απροειδοποίητα κι ανοίγει την πόρτα,
που έρχονται απροειδοποίητα κι ανοίγουν την πόρτα
και μου τα πετάν ανάκατα μέσα, 20
που ξανάρχονται απροειδοποίητα και ξανανοίγουν
και διαδίδεται η είδηση
κι έρχονται κι άλλοι κι άλλοι
και συνωθούνται;
[…]
`
Το «Τρίτο γράμμα στη μητέρα» γράφεται το 1980. Η οδύνη του πολέμου, η απελπισία και οι φόβοι του για το μέλλον του νησιού είναι διάχυτα στο ποίημα. Περιγράφει τη ζωή στο έρεβος που απλώθηκε μετά την τουρκική εισβολή. Σημαντική και έντονη είναι η αναφορά του στην ηχηρή απουσία της Ελλάδας στις δύσκολες εκείνες στιγμές που ζούσε η Κύπρος.
[…]
Μητέρα, αν το βρεις βαρύ το γράμμα μου,
είναι που σκύβει απάνω του ο Πενταδάκτυλος φορτωμένος Τούρκο,
αν το βρεις ασήκωτο,
είναι που γονατίζει απάνω του ο Πενταδάκτυλος φορτωμένος Τούρκο.
Είναι ένα μεγάλο πρόβλημα ο Πενταδάκτυλος, μητέρα.
Στο κάτω-κάτω το Μόρφου δεν το βλέπουμε,
στο κάτω-κάτω την Κερύνεια δεν τη βλέπουμε,
την Αμμόχωστο δεν τη βλέπουμε,
όμως αυτός είν’ εκεί απέναντί μας ,
όμως αυτός είναι διαρκώς εκεί απέναντί μας ,
και μας κοιτάζει , και μας κοιτάζει μ’ ένα τρόπο …
και κάθεται βραχνάς και μολύβι στο στήθος μας,
όμως αυτός είν’ εκεί απέναντί μας ,
και δεν μπορεί να κρυβεί σαν το Μόρφου,
και δε μπορεί να κρυβεί σαν την Κερύνεια
και σαν την Αμμόχωστο.
Και λέει: «Λοιπόν»;
και μας ρωτά: «Λοιπόν»;
[…]
Την περιμέναμε μέσʼ απʼ τους καπνούς και τις φλόγες της κοιλάδας των Κέδρων,
Την περιμέναμε απʼ το ξάγναντο του Τρίπυλου,
την περιμέναμε βουτηγμένοι ως το λαιμό
στη θάλασσα της Κερύνειας,
συγκρατούσαμε το ξεψύχισμά μας να μας προφτάξει.
Φυλλομετρούσαμε την Ιστορία της.
Φυλλομετρούσαμε σαν ευαγγέλιο την Ιστορία της
-«να εδώ κʼ εδώ κʼ εδώ»-
και την περιμέναμε,
κι «όχι, δεν μπορεί να μην έρθει», λέγαμε
κι «όχι, δεν γίνεται να μην έρθει», λέγαμε
κι όπου ναʼ ναι άκου την με τους Σπαρτιάτες της
και τα «Υπό σκιάν» και τα «Μολών λαβέ» και τον «Αέρα»,
κι όπου ναʼ ναι άκου την!
Και πραγματικά μια νύχτα έφτασε το μήνυμα πως η Ελλάδα ήρθε.
Τι νύχτα ήταν εκείνη, μητέρα,
τι αντίλαλος ήταν εκείνος,
τι βουητό ήταν εκείνο που σάρωσε το νησί!
Αγκαλιαστήκαμε κλαίγοντας και πηδούσαμε
και φιλιόμαστε και νοιώθαμε ρίγη να μας περιλούουν
και τα στήθια μας φούσκωναν να διαρραγούν
κʼ η καρδιά μας χτυπούσε να της ανοίξουμε να βγει.
οι χαροκαμένοι ξέχασαν τα παιδιά τους
και τους αδελφούς και τους πατέρες
κʼ έκλαιγαν για την Ελλάδα πια,
κʼ έχασκαν μʼ ένα γελόκλαμα.
Κʼ έλεγαν οι δάσκαλοι «Είδατε;»
Και λέγαμε όλοι «Είδατε;»
Ώσπου την άλλη μέρα πέσαμε ως το βυθό
ώσπου την άλλη μέρα πέσαμε πέρα απʼ το βυθό,
ώσπου την άλλη μέρα βούλιαξε το Τρίπυλο, ώσπου την άλλη μέρα πισωπάτησε
σιωπηλό το Τρόοδος να βρει βράχο να καθίσει,
ώσπου την άλλη μέρα γούρλωσε τα μάτια η Αίπεια,
ώσπου την άλλη μέρα γούρλωσαν τα μάτια οι Σόλοι και το Κούριο
κʼ οι αγχόνες της Λευκωσίας
γιατί η Ελλάδα δεν ήρθε,
γιατί ήταν ψεύτικο το μήνυμα,
ψέμα η Ελληνική μεραρχία στην Πάφο,
γιατί μας είπαν ψέμα οι ουρανοί και ψέμα οι θάλασσες
και ψέμα τα χελιδόνια και ψέμα η καρδιά
και ψέμα οι Ιστορίες μας,
ψέμα, όλα ψέμα.
Είχε λέει, άλλη δουλειά η Ελλάδα,
κάτι πανηγυρισμούς,
κ ήμαστε και μακριά και δεν μπορούσε, λέει,
λυπόταν, δεν το περίμενε,
ειλικρινά λυπόταν,
ειλικρινά λυπόταν πάρα πολύ.
Κʼ οι δάσκαλοί μας έσκυψαν ντροπιασμένοι,
και τα «Εγχειρίδια» έσκυψαν ντροπιασμένα
κʼ οι δάσκαλοί μας τρέμουν τώρα πια,
και τα «Εγχειρίδια» τρέμουν τώρα πια
όσο πλησιάζουν τα περί Θερμοπυλών και τα περί Σαλαμίνος…
Δεν κάνω ποίηση, μητέρα,
έχω αντίγραφα.
[…]
Κοινοποίηση και επιμέλεια ταξινόμησης: ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΑΣ – ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ – WWW.LEDRASTORY.COM