ΣΗΜΕΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ
ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ. ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ Α΄ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ
ΤΟΥ «ARRAIOLOS GROUP»
ΜΕ ΘΕΜΑ
«ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΝΤΑΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ
ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΗ ΚΡΙΣΗ»
Αθήνα, 11.10.2019
Η παρέμβασή μου αυτή περιορίζεται στην θεσμική και πολιτική βάση, πάνω στην οποία πρέπει να στηρίξουμε, εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης, την στάση που πρέπει να τηρήσουμε για δύο μορφές κρίσης, οι οποίες θα μπορούσαν, αν δεν αντιμετωπισθούν αποτελεσματικώς, να πλήξουν την πορεία προς την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση και, άρα, την ολοκλήρωση του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος. Πρόκειται για την οικονομική και την προσφυγική κρίση. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις αυτού τούτου του πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Δικαίου, συγκεκριμένα δε σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), η κυριότερη θεσμική και πολιτική βάση αποτελεσματικής αντιμετώπισης των ως άνω κρίσεων είναι εκείνη της Αλληλεγγύης. Και, e contrario, αν δεν τηρήσουμε την αρχή της Αλληλεγγύης, κατά τις in concreto διατάξεις της ΣΛΕΕ, για την αντιμετώπιση των κρίσεων αυτών, τότε θα βρεθούμε, μεταξύ άλλων, και μπροστά στο επικίνδυνο φαινόμενο ευθείας παραβίασης του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου. Ειδικότερα:
Η πρόσφατη κρίση χρέους ορισμένων Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, κατ’ εξοχήν, της Ευρωζώνης, παρέχει ένα άκρως αντιπροσωπευτικό παράδειγμα του πώς οφείλουμε ν’ αξιοποιήσουμε, με ακόμη πιο αποφασιστικά βήματα, την αρχή της Αλληλεγγύης για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης εν γένει, τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και, κυρίως, στον στενότερο κύκλο της Ευρωζώνης.
Α. Στο πλαίσιο αντιμετώπισης της κρίσης χρέους Κρατών-Μελών της Ευρωζώνης και ενόψει του κινδύνου διάσπασής της, κατέστη αναγκαία η παροχή χρηματοοικονομικής στήριξης σ’ εκείνα τα Κράτη-Μέλη, τα οποία αντιμετώπιζαν πρόβλημα δανεισμού από τις αγορές.
1. Προς τούτο ήταν απαραίτητη η ίδρυση νέων μηχανισμών για δύο, κυρίως, λόγους:
α) Πρώτον, διότι δεν ήταν δυνατή ούτε η άμεση χρηματοδότηση Κράτους-Μέλους απευθείας από άλλα Κράτη-Μέλη ή από τα ίδια τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λόγω της ρήτρας μη διάσωσης, κατά τις διατάξεις του άρθρου 125 ΣΛΕΕ ούτε, όμως, από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), μέσω της αγοράς κρατικών ομολόγων, λόγω της απαγόρευσης νομισματικής χρηματοδότησης Κρατών-Μελών από την ΕΚΤ, κατά τις διατάξεις του άρθρου 123 παρ. 1 ΣΛΕΕ.
β) Δεύτερον, όταν προέκυψαν τα προβλήματα χρηματοδότησης δεν υπήρχε επαρκής νομική βάση για την λήψη μέτρων συνολικής αντιμετώπισής τους σ’ Ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς η αρμοδιότητα ρύθμισης των ζητημάτων οικονομικής πολιτικής έχει παραμείνει, με βάση την αρχή της δοτής αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 και 5 ΣυνθΕΕ, στα Κράτη–Μέλη. Λόγος, άλλωστε, για τον οποίο κατέστη, εν τέλει, αναγκαία η τροποποίηση της ΣΛΕΕ, με την πρόβλεψη δυνατότητας ίδρυσης μόνιμου πλέον μηχανισμού σταθερότητας από τα Κράτη–Μέλη με νόμισμα το ευρώ και την υπογραφή, συνακόλουθα,διεθνούς συνθήκης με στόχο την σύσταση ενός μόνιμου Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ).
2. Ωστόσο κατά την πρώτη, επείγουσα, φάση αντιμετώπισης της κρίσης, οπότε και είχε καταστεί αναγκαία η ίδρυση αφενός ενός προσωρινού, έστω, ταμείου χρηματοπιστωτικής σταθερότητας («European Financial Stability Facility» – «EFSF») απ’ όλα τα Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, αφετέρου, του «Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοοικονομικής Σταθεροποίησης» («European Financial Stabilisation Mechanism») («EFSM») από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, τη νομική βάση προς τούτο αποτέλεσε ακριβώς η κατά τα προαναφερόμενα αρχή της Αλληλεγγύης, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 122 ΣΛΕΕ.
α) Έτσι, ο Κανονισμός 407/2010 βασίσθηκε στην εκτίμηση ότι οι όροι δανεισμού διαφόρων Κρατών-Μελών της Ευρωζώνης δεν ήταν δυνατό να εξηγηθούν από τα βασικά οικονομικά μεγέθη, αφού χειροτέρευσαν σημαντικά ως συνέπεια της άνευ προηγουμένου παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, που έπληξε σοβαρά την οικονομική ανάπτυξη και τηνχρηματοοικονομική σταθερότητα και προκάλεσε ισχυρή επιδείνωση του ελλείμματος και του χρέους συγκεκριμένων Κρατών-Μελών.
β) Συνακόλουθα, η έκτακτη αυτή κατάσταση εξέφευγε του ελέγχου των Κρατών-Μελών και μπορούσε ν’ αποτελέσει σοβαρή απειλή για την σταθερότητα, την ενότητα και την ακεραιότητα της Ευρωζώνης, στο σύνολό της. Άρα, η θεσμική ενεργοποίηση όλου του Ευρωπαϊκού συστήματος προς αντιμετώπιση της κρίσης βασίσθηκε, κατ’ αποτέλεσμα, στην αρχή της Αλληλεγγύης.
Β. Όπως είναι προφανές ο ΕΜΣ, κατά πλήρη αξιοποίηση των δυνατοτήτων ενόψει των οποίων δημιουργήθηκε και οι οποίες περιγράφηκαν ανωτέρω σε γενικές γραμμές, διαδραματίζει έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο για τα Κράτη-Μέλη της Ευρωζώνης υπό Πρόγραμμα.
1. Άλλωστε, κατά το στοιχ. 13 του προοιμίου της Συνθήκης ΕΜΣ (ΣυνθΕΜΣ), η φιλοδοξία σύστασής του συνίστατο ακριβώς στο να διαδραματίσει ρόλο αντίστοιχο με αυτόν του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) παρέχοντας, όπως το ΔΝΤ, στήριξη με στόχο την σταθερότητα Κράτους-Μέλους, όταν αυτό έχει μειωμένη δυνατότητα ή αντιμετωπίζει κίνδυνο να έχει μειωμένη δυνατότητα τακτικής πρόσβασης στην χρηματοδότηση από τις αγορές. Ωστόσο, ο ΕΜΣ δεν αποκλείει εντελώς την δυνατότητα παρουσίας και του ΔΝΤ, καθώς σύμφωνα με την ΣυνθΕΜΣ προβλέπεται στενή συνεργασία ή ακόμη και δυνατότητα κοινής δράσης μεταξύ τους, σε κάθε μάλιστα φάση και πτυχή της διαδικασίας (βλ. ιδίως τις διατάξεις του άρθρου 13 παρ. 3 ως προς τη διαπραγμάτευση και 13 παρ. 1 ως προς τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους).
2. Αυτό που, όμως, πρωτίστως προέχει για την επίτευξη αποτελεσματικής εκπλήρωσης του σκοπού σύστασης του ΕΜΣ και πραγμάτωσης της αρχής της Αλληλεγγύης και, εν τέλει, του Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου, είναι η ομαλή συνεργασία και επικοινωνία μεταξύ ΕΜΣ, λοιπών Ευρωπαϊκών Θεσμών και ΔΝΤ, ως προς την οποία όμως υπάρχουν, προς το παρόν, εμφανή περιθώρια βελτίωσης. Σε κάθε περίπτωση η μη συμμετοχή του ΔΝΤ δεν αντίκειται ούτε στη ΣυνθΕΜΣ ούτε στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο εν γένει. Υπό τα δεδομένα αυτά είναι προφανές ότι εμφανίζεται αναγκαία η αξιοποίηση των θεσμών που δημιουργήθηκαν κατ’ εφαρμογή των περί Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου διατάξεων του Ευρωπαϊκού Δικαίου, στο πνεύμα το οποίο αυτές επιβάλλουν, ώστε να μην προκληθούν αναταράξεις, ικανές ν’ απειλήσουν την ίδια την ενότητα του σκληρού πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή της Ευρωζώνης, όπως άλλωστε ομολογούν πολλοί κορυφαίοι παράγοντές της. Είναι, βεβαίως, σχετικά ενθαρρυντικό το γεγονός ότι, έστω και με καθυστέρηση, σήμερα γίνεται ανοικτά λόγος –ακόμη και από Γερμανικής πλευράς- για μετατροπή του ΕΜΣ σε ένα πραγματικό και αυτοτελές Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο.
ΙΙ. Η αρχή της Αλληλεγγύης κατά την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης.
Η αρχή της Αλληλεγγύης είναι θεμελιώδους σημασίας και στο πλαίσιο της αντιμετώπισης του μείζονος προβλήματος της μετακίνησης μεγάλου πληθυσμού ανθρώπων, από χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης σε Κράτη-Μέλη της.
Α. Κατά λογική ακολουθία, η αρχή της Αλληλεγγύης αναδεικνύεται, σε μεγάλο βαθμό, ως καθοριστικής σημασίας μηχανισμός αποτελεσματικής εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Συμφώνου για την Μετανάστευση και το Άσυλο, το οποίο ισχύει από τον Οκτώβριο του 2008, πλην όμως χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, όπως καταδεικνύει η τρέχουσα Ευρωπαϊκή συγκυρία. Καθ’ ομολογία της ίδιας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, πρόκειται για μια πρόκληση στάθμισης μεταξύ αφενός της ανάληψης της απαραίτητης ευθύνης και, αφετέρου, της εξασφάλισης της Αλληλεγγύης μεταξύ των Κρατών-Μελών, στο πλαίσιο της κοινής τους δράσης. Η διαπίστωση αυτή προσλαμβάνει ιδιαίτερες διαστάσεις και για την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης, σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα της κοινής δήλωσης Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας του 2015, αναφορικά με την προσφυγική κρίση λόγω των πολεμικών εντάσεων στην Μέση Ανατολή.
Β. Έτσι, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 80 ΣΛΕΕ, οι σχετικές με την αντιμετώπιση της κρίσης και του καταμερισμού συγκεκριμένου αριθμού αιτούντων άσυλο αποφάσεις του Συμβουλίου βασίζονται ρητώς στην αρχή της Αλληλεγγύης μεταξύ των Κρατών-Μελών, στο πλαίσιο της κοινής ευθύνης για την αντιμετώπιση της κρίσης. Άλλωστε, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην πρόταση Κανονισμού για την θέσπιση μιας κοινής διαδικασίας διεθνούς προστασίας, κατά την έννοια της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, τονίζει ότι η αρχή της Αλληλεγγύης αποτελεί την βάση για την Μεταναστευτική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λαμβάνοντας υπόψη μάλιστα και την οικονομική διάσταση της εφαρμογής της αρχής αυτής και τις τυχόν οικονομικές συνέπειες για τα Κράτη-Μέλη.
Γ. Από την άλλη πλευρά, η πράξη έχει καταδείξει, εδώ και πάνω από τρία χρόνια, συμπεριφορές Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία παραβιάζουν καταφανώς τις περί Αλληλεγγύης στον τομέα του Ασύλου και της Μετανάστευσης διατάξεις των άρθρων 77 επ. της ΣΛΕΕ χωρίς να υφίστανται καμία κύρωση, καίτοι πρόκειται για παραβίαση νομικής τους υποχρέωσης. Γεγονός που δικαιολογεί και την ανάληψη δράσης εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την διαμόρφωση ενός αυστηρού πλαισίου εφαρμογής της αρχής της Αλληλεγγύης, με ρητή πρόβλεψη συγκεκριμένων κυρώσεων. Σημειώνεται, ότι η δυνατότητα αυτή υφίσταται, delege lata, κατά τις διατάξεις του άρθρου 80 ΣΛΕΕ, σύμφωνα με τις οποίες, όποτε απαιτείται, οι πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θεσπίζονται για την εφαρμογή πολιτικών, οι οποίες διέπονται από την αρχή της Αλληλεγγύης και της δίκαιης κατανομής ευθυνών μεταξύ των Κρατών-Μελών, προβλέπουν κατάλληλα μέτρα για την εφαρμογή της εν λόγω αρχής.