Βασίλης Δημ. Χασιώτης : Μομφές κατά του ύφους εξουσίας του ΣΥΡΙΖΑ
«[Σύμφωνα] με δυο βασικές αρχές της αναρχιστικής φιλοσοφίας που βρίσκεται μες στο πνεύμα των κηρυγμάτων του Χριστιανισμού : α. Η εξουσία προσελκύει ό,τι είναι διεφθαρμένο και διαφθείρει ό,τι προσελκύει. β. Δεν υπάρχει κατάχρηση εξουσίας, αλλά μόνο εξουσία που είναι από τη φύση της καταχρηστική…» (Δημητράς Παν. : Χριστιανισμός και σοσιαλισμός, περιοδικό Εποπτεία Νο 19, σελ. 117)
Ο Νίκος Φίλης, πρώην υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ και εκ των πρωτοκλασάτων στελεχών του κόμματος αυτού, αναφερόμενος στα αίτια της μεγάλης ήττας του κυβερνώντος κόμματος, σημείωσε, μεταξύ άλλων και «το ζήτημα του ύφους της εξουσίας» που επέδειξε η κυβέρνηση, τονίζοντας ότι κάποιες συμπεριφορές «…δημιούργησαν μία απόσταση των πολιτών από τη διακυβέρνηση», ενώ έσπευσε να διευκρινίσει, ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν προσωποποιεί ευθύνες και στρατηγικές. Θεωρούμε ότι η προεδρία Τσίπρα, διαχρονικά, έδωσε αξία στον ΣΥΡΙΖΑ». (Βλέπε -ενδεικτικά- http://www.kathimerini.gr/1026064/article/ epikairothta/politikh/filhs-enas-apo-toys-logoys-poy-xasame-einai-to-zhthma-toy-yfoys-ths-e3oysias).
Λαμβάνοντας ως αφορμή τις παραπάνω δηλώσεις, επιχειρώ σε ό,τι ακολουθεί κάποιες τοποθετήσεις πάνω στο πολύ ενδιαφέρον αυτό ζήτημα του ύφους της εξουσίας και της σημασίας του, αφού πρώτα υπογραμμίσω πως συμφωνώ μαζί του «επί της αρχής», δηλαδή του ζητήματος αυτού ως υπαρκτού και όχι ως εικαζόμενου. Τώρα, σε ό,τι αφορά την διευκρινιστική του δήλωση περί μη «προσωποποιημένων ευθυνών» αλλά και την υπογράμμιση της σημασίας της προεδρίας του Τσίπρα στην πρόσδοση «διαχρονικής αξίας στον ΣΥΡΙΖΑ», θεωρώ ότι έγινε προκειμένου να μη χρεωθεί αποκλειστικά στον αρχηγό του και το ζήτημα του «κυβερνητικού ύφους», κάτι που εν μέρει είναι ορθό, όμως, ας μη ξεχνάμε, πως τον γενικό τόνο επί όλων των ζητημάτων τον δίνει ο πρωθυπουργός με τις πράξεις ή τις παραλείψεις του, ο οποίος, όντας ο μόνος υπεύθυνος για τη συγκρότηση του υπουργικού του συμβουλίου, είναι και ο κύριος υπεύθυνος για το πώς λειτουργεί αυτό σε όλα τα επίπεδα, του ύφους -αλλά και του ήθους- του συμπεριλαμβανομένου.
Όμως, δεν αντέχω τον πειρασμό να μην σημειώσω, πως χρειάστηκαν τέσσερα και πλέον χρόνια διακυβέρνησης για να διαγνωσθεί η «νόσος» της κάθε εξουσίας : ο δυνάμει τοξικός της χαρακτήρας, πράγμα που σημαίνει πως αν κάποιος δεν διαθέτει επαρκή αντισώματα κατά της τοξικότητας αυτής, η προσβολή του από αυτή τη τοξικότητα είναι αναπότρεπτη, με πρώτο σύμπτωμα την απώλεια του «πρέποντος» ύφους άσκησής της και στη συνέχεια και του -ακόμα πιο σημαντικού- ήθους της. Διότι, πρέπει, ευθύς εξαρχής να το πούμε, πως «ύφος» και «ήθος» εξουσίας αποτελούν αλληλένδετο φαινόμενο. Ύφος χωρίς αναφορά στο ήθος, συνιστά απλώς ζήτημα savoir vivre, κάτι ας πούμε ανάλογο με το ότι δεν επιτρέπεται κάποιος να τρώει με ανοικτό το στόμα του όταν βρίσκεται σε ένα επαγγελματικό τραπέζι. Όμως, στη πολιτική του διάσταση, το ζήτημα του «ύφους» είναι κάτι πολύ περισσότερο από ζήτημα αισθητικής.
Βεβαίως, το ύφος της εξουσίας, όπως και το ήθος που προσδίδει στο ύφος το βασικό πολιτικό ποιοτικό του χαρακτηριστικό, με εξαίρεση τις περιπτώσεις εκείνες που πάσχει βαριά και εκδηλώνεται την κάθε μέρα και την κάθε ώρα, αρκεί να εκδηλωθεί σε λίγες πλην σημαντικές περιπτώσεις, ώστε να απαξιώσει τη συνολική εικόνα μιας κυβέρνησης -ή ενός κόμματος-, ενίοτε ανεξίτηλα.
Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, τέτοιες περιπτώσεις υπήρξαν η προσπάθεια δικαιολόγησης της αγνόησης του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος του 2015, (έως του σημείου να προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι έγινε σεβαστό το αποτέλεσμά του), ο (πολιτικός) τρόπος διαχείρισης της πολύνεκρης πυρκαγιάς στο Μάτι, το Σκοπιανό, για να μείνουμε σε κάποιες από αυτές.
Ασφαλώς, το ζήτημα του ύφους και ήθους της εξουσίας, στη θεωρητική και συνακόλουθα την πρακτική του προσέγγιση και ερμηνεία, αν δηλ. είναι το «πρέπον» ή όχι, και περαιτέρω, ποιο είναι το περιεχόμενο αυτού του «πρέποντος» και «απρεπούς» ύφους και ήθους εξουσίας, είναι διαχρονικό και καθόλου λυμένο. Ανάλογα από το ποια σκοπιά (πολιτική αλλά και ιδεολογική) το προσεγγίζει κανείς και τι περιεχόμενο του δίνει, εξάγονται και ανάλογα συμπεράσματα. Συνεπώς, λέγοντας «ύφος» και «ήθος» της εξουσίας, έχουμε πάντα ως «σημείο αναφοράς» ένα συγκεκριμένο πλαίσιο αναφοράς λόγων ή/και συμπεριφορών (στη βάση του πολιτισμικό) που επικρατεί σε δοσμένη χώρα (ή ευρύτερη γεωγραφική περιοχή) και σε δοσμένη χρονική περίοδο -η διάρκεια της οποίας ποικίλλει ανάλογα με τις ιστορικο-πολιτικές εξελίξεις.
Μια βασική επίσης διάσταση στο ζήτημα της ερμηνείας, είναι η πολύ κοινή -στη πράξη- περίπτωση, να συγκρίνεται το ύφος και ήθος της εξουσίας της κυβέρνησης που τρεχόντως την εκπροσωπεί και διαχειρίζεται (ή και κυριολεκτικώς κατέχει) με το ύφος και ήθος που επιδεικνύει μια άλλη πολιτική δύναμη που διεκδικεί κι αυτή την κυβερνητική εξουσία (και άρα, δεν εκτίθεται στην άνω τοξικότητά της), του δευτέρου αυτού ύφους και ήθους (της αντιπολιτευόμενης πολιτικής δύναμης) να εκλαμβάνεται ως «σημείο αναφοράς», ακόμα και όταν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο, η πολιτική αυτή δύναμη να κατείχε στο παρελθόν την εξουσία (κυβέρνηση) και ωε τέτοια, (ως κυβέρνηση δηλαδή), να μην είχε απαξιωθεί λιγότερο ως προς το ζήτημα αυτό (του ύφους και ήθους δηλαδή), και ακόμα χειρότερο, όταν σχεδόν αποτελεί κοινή πεποίθηση, πως «τελικώς» ουδείς ξεφεύγει από την διαλυτική τοξικότητα της εξουσία. Στην περίπτωση αυτή, η κοινωνία ουσιαστικά στερείται ενός «σταθερού σημείου αναφοράς» ως προς το ζήτημα αυτό και ό,τι διαθέτει είναι ένα διαβρωμένο πρότυπο το οποίο ουσιαστικά ανακυκλώνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ούτε καν με την ανάγκη ενός επιδερμικού λίφτινγκ, απλώς μέσω του «κοινωνικού αλτσχάιμερ», αν μπορώ να ονομάσω έτσι τη σύντομη διάρκεια της μνήμης. Μιλάμε εν προκειμένω, για κάτι το εξαιρετικά σύνηθες στην καθ’ ημάς πολιτική πραγματικότητα. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ δικαίως «λούζεται» τα όσα «λούζεται» για το ύφος και ήθος της εξουσίας του, θα πρέπει κανείς να διαθέτει κλάσμα της μνήμης του χρυσόψαρου, για να αγνοεί ποιο ήταν διαχρονικά το ύφος και ήθος των κομμάτων που άσκησαν εξουσία, ώστε, τουλάχιστον, να μην υποκρίνεται πως αντιμετωπίζει κάτι το πρωτόφαντο. Εδώ, ίσως όμως να έχει ουσία το στοιχείο της «έκπληξης», όχι διότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επέδειξε το «πρέπον» ύφος και ήθος, μα για τον μοναδικό λόγο, ότι ένα κόμμα που για πρώτη φορά στην ιστορία του κατέλαβε και άσκησε την κυβερνητική εξουσία, αλλοτριώθηκε από αυτή σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, ώστε αυτή η γοργή του μετάλλαξη να προκαλεί όντως «έκπληξη», αν και, μας απαλλάσσει από τον «κόπο» να εκπλαγούμε στο μέλλον για τον ίδιο λόγο.
Όμως, μιλώντας για το ύφος και ήθος της εξουσίας, δεν μιλάμε για κάτι το «τετριμμένο» και για κάτι μάλλον το θεωρητικό. Στη πολιτική (και την οικονομία), τα πάντα ξεκινάνε από μια θεωρία, αλλά όμως και τα πάντα καταλήγουν σε μια πρακτική εφαρμογή -ακόμα και μια τρέχουσα απόρριψη μιας «θεωρίας» ως ανεφάρμοστης μπορεί να αποδειχτεί εφαρμόσιμη μετά από λίγα ή περισσότερα χρόνια.
Ο πολιτικός λόγος -και η πολιτική δράση-, πολύ δε περισσότερο ο λόγος και πράξη των «κομμάτων εξουσίας», όπως αυτός προβάλλεται μέσω των ηγεσιών τους, διαπαιδαγωγεί την κοινωνία και το λαό και διαπλάθει ευρύτερα κοινωνικά ή και εθνικά πρότυπα συμπεριφοράς αλλά και σκέψης στο καθόλου πολιτικό γίγνεσθαι (κοινωνικό και οικονομικό εξόν απ’ τη καθαρά πολιτική του διάσταση). Βέβαια παρόμοιες επιρροές βρίσκονται και στον ατομικό ιδιωτικό λόγο ή την ιδιωτική πράξη, αλλά μονάχα ο δημόσιος λόγος και η πολιτική συμπεριφορά, διαθέτουν εξ ορισμού ακροατήριο και εμβέλεια που κατά κανόνα δεν διαθέτει ο ιδιωτικός λόγος. Και τούτο διότι είναι αυτός ο λόγος και αυτή η πράξη της εξουσίας (και της πολιτικής γενικότερα) που μπορεί να παράγει αποτελέσματα ευρείας κλίμακας που να επιδρούν στην ιδιωτική κατάσταση των πολιτών, ακόμα και με μια λέξη ή με μια ενέργεια, σωστή ή άστοχη αδιάφορα, και τούτο να συμβαίνει τόσο περισσότερο, όσο πιο πολύ ο λόγος αυτός και η πράξη αυτή αντιπροσωπεύουν πολιτικό πρόσωπο ή κόμμα με μεγάλη πολιτική επιρροή. Μάλιστα, ο πολιτικός λόγος, πάντα ατομικός στην ουσία του ιδίως στη περίπτωση των (μη καθοδηγούμενων, π.χ., λόγω πνευματικής ανεπάρκειας ή άλλων λόγων) πολιτικών ηγετών και των μελών των πολιτικών ελίτ, ακόμα και όταν απευθύνεται όχι urbi et orbi αλλά σε ένα μόνο πρόσωπο ή ολιγομελή κοινωνική ή άλλου είδους ομάδα, παράγει πάντα ευρύτερες συνέπειες και υπόκειται σε ευρύτερες ερμηνείες.
Λόγος και πράξη λοιπόν. Δηλαδή, τι λέει, πώς το λέει και γιατί το λέει από τη μια πλευρά, και, από την άλλη πλευρά, τι κάνει, πώς το κάνει και γιατί το κάνει ένας πολιτικός. Από τα τρία αυτά στοιχεία, εκείνο που περισσότερο από τα υπόλοιπα έχει να κάνει με το «ύφος» είναι το «πώς», ενώ προφανώς το «ήθος» έχει να κάνει και με τα τρία. Είναι το στοιχείο που περισσότερο από τα άλλα δύο έχει να κάνει με το ζήτημα της επικοινωνίας εξουσίας και κοινωνίας, εξουσίας και λαού, και επομένως είναι το στοιχείο εκείνο που εκ μέρους του λαού αξιολογείται αν η εξουσία επικοινωνεί μαζί του επί τη βάσει προδιαγεγραμμένων κανόνων, άτυπων ασφαλώς αλλά πάντοτε παρόντων, όπως λ.χ., του οφειλόμενου σεβασμού της εξουσίας προς τον λαό που αποτελεί ταυτόχρονα και την «πηγή» της ίδιας της εξουσίας, ή, αντίθετα, η εξουσία, μέσω του τρόπου που επικοινωνεί αναδύει μια αίσθηση (ή και κάτι χειρότερο αυτής, απροσχημάτιστου) αλαζονείας, κυνισμού, προσβολής της νοημοσύνης του, απαξίωσής του, κ.λπ.. Στην αλυσίδα αυτή, «τι» + «πώς» + «γιατί», το κάθε ένα από τα τρία στοιχεία, έχει μεν μια αυτοτέλεια σε ό,τι αφορά την προσέγγισή του, όμως, όταν μια πολιτική συμπεριφορά εξετάζεται «συνολικά», τότε και αυτά τα τρία στοιχεία συνεκτιμώνται. Εδώ, δεν υπάρχουν εξ ορισμού «αποδεκτά» και «απορριπτέα» «πρόσημα» (θετικά ή αρνητικά), με εξαίρεση βεβαίως τις περιπτώσεις εκείνες που έχουν να κάνουν με αξιωματικώς παγκόσμια αλλά και εθνικά αποδεκτές αξιακές αρχές, π.χ., ο σεβασμός της ζωής του ανθρώπου, η εθνική παράδοση, κ.λπ.. Εν προκειμένω, μια συμπεριφορά που υπό άλλες συνθήκες θα κρίνονταν αρνητικά («τι»), εν τούτοις, όταν συναξιολογούνται οι γενικότερες συνθήκες υπό τις οποίες έδρασε («πώς») και λαμβάνοντας υπόψη τη κρισιμότητα του επιδιωκόμενου στόχου, τότε, είναι δυνατό να δικαιολογηθεί πλήρως. Εδώ δηλαδή, παρατηρούμε ότι έχουμε την ακολουθία : αρνητικό «τι» (αφορά αποκλειστικά το δρον άτομο) + αρνητικό «πώς» (αφορά αρνητικές εξωτερικές επιδράσεις που όμως, δικαιολογούν μια -υπό άλλες συνθήκες μη δικαιολογούμενη- ατομική συμπεριφορά) – θετικό (εξ ορισμού εδώ) «γιατί».
Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, δεν μπόρεσε να αποφύγει τις τοξικές επιδράσεις της εξουσίας κι έτσι δεν μπόρεσε να αποφύγει τις βασικότερες συνέπειές της, όπως είναι το ύφος με το οποίο την άσκησε, το οποίο κατηγορείται ως αλαζονικό και ενίοτε ως κυνικό και απαξιωτικό, όπως π.χ. στη περίπτωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, όπου, εκατομμύρια αντιδρόντων πολιτών κατ’ αυτής, χαρακτηρίστηκαν ως «όχλος», ενώ γενικότερα ο χαρακτηρισμός «φασίστες» και «ακροδεξιοί» αποτέλεσε περίπου την μόνιμη αντίδραση των κυβερνητικών και κομματικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ εναντίον καθενός που αμφισβητούσε με ό,τι η κυβέρνηση θεωρούσε «μεγάλη τομή» ή «σημαντική» απόφαση, η υιοθέτηση δηλαδή του κάθε άλλου παρά δημοκρατικού αξιώματος «πας μη μεθ’ ημών καθ’ ημών». Επίσης, στην ίδια ερμηνεία υπάγονται και άλλες συμπεριφορές που στην πορεία ερμηνεύτηκαν ως προσπάθεια δημιουργίας μιας θετικής πλην ουσιαστικά «ψεύτικης» -ανύπαρκτης- εικόνας, ένα ψευδές (δήθεν θετικά φορτισμένο) ύφος και ήθος. Π.χ., η εικόνα του πρωθυπουργού στη κηδεία του Φιντέλ Κάστρο με τη γροθιά υψωμένη, μια προσπάθεια φιλοτέχνησης ενός πρωθυπουργού – αγωνιστή στον υπέρτατο βαθμό (όχι αγώνας κατά των τετριμμένων αλλά εναντίον του κόσμου όλου -όλων των αγορών π.χ.), ενώ, στο εύλογο ερώτημα αν τούτη τη «φιλοτέχνηση» δεν την έχω διαπιστώσει και σε άλλους πολιτικούς ηγέτες, (ή και σε ένα πιο συλλογικό επίπεδο : π.χ., στο επίπεδο του ίδιου του κόμματος ή της ηγεσίας του έστω) η ευθεία απάντησή μου είναι τούτη : Ναι και σε πάμπολλες μάλιστα περιπτώσεις, ή, για να είμαι πιο σαφής, στη συντριπτική πλειοψηφία των σχετικών περιπτώσεων, τόσο στη χώρα μας όσο και στο εξωτερικό.