Η συμμετοχή της Ελλάδας στη Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία (PESCO) και η εν γένει ενεργός συμμετοχή της στον καθορισμό του Ευρωπαϊκού αμυντικού δόγματος και στην ανάληψη των κρίσιμων αποφάσεων για την σταδιακή διαμόρφωση μιας κοινής αμυντικής πολιτικής, δίνει την δυνατότητα στην χώρα μας να ενισχύσει το αμυντικό και διπλωματικό κεφάλαιό της.
Ο τομέας της άμυνας και της ασφάλειας βρίσκεται σήμερα στην κορυφή της ατζέντας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή η εξέλιξη είναι ευπρόσδεκτη. Η περίοδος της λεγόμενης «Μακράς Ειρήνης» έχει τελειώσει και το περιβάλλον ασφαλείας της Ευρώπης έχει επιδεινωθεί.
Στην Ανατολή, η προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία το 2014, η συνεχιζόμενη ρωσική επιθετικότητα που συνδυάζεται με μαζικές στρατιωτικές ασκήσεις στα σύνορα των κρατών-μελών της ΕΕ που συνορεύουν με την Ρωσία, και τα επαναλαμβανόμενα θερμά επεισόδια μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας δύνανται να προκαλέσουν κλιμάκωση στην περιοχή. Επιπλέον, η Τουρκία, ένας κρίσιμος εταίρος της ΕΕ, υπό την ηγεσία του Ερντογάν, απομακρύνεται συνεχώς από τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της και γίνεται μια δύναμη ολοένα και περισσότερο απρόβλεπτη.
Στο Νότο, η αστάθεια και η αναταραχή στη Μέση Ανατολή και την Βόρεια Αφρική έχουν σημαντική επίπτωση στην ασφάλεια της Ευρώπης, καθώς συνέβαλαν στην δημιουργία μαζικών, σε έκταση και ένταση, μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών προς την Ευρώπη και παρήγαγαν επιπτώσεις, όπως στο οργανωμένο έγκλημα.
Στα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί η συνεχιζόμενη ένταση στην Ανατολική Μεσόγειο, μια περιοχή που την χαρακτηρίζει η εγγύτητα με εστίες κρίσεων.
Στις προκλήσεις ασφαλείας που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρώπη συμπεριλαμβάνονται, επίσης, η τρομοκρατία, ο επιθετικός ισλαμικός φονταμενταλισμός καθώς και νέες υβριδικές ή ασύμμετρες απειλές, συμπεριλαμβανομένων των επιθέσεων στον κυβερνοχώρο.
Και ενώ το νέο περιβάλλον ασφαλείας είναι επιδεινούμενο, με λογική συνέπεια τα κράτη-μέλη της ΕΕ να αισθάνονται εκτεθειμένα, η Ευρώπη άρχισε από το 2016 να «χάνει» τον σημαντικότερο σύμμαχό της. Η αλλαγή ηγεσίας στην άλλη όχθη του Ατλαντικού το 2016, σηματοδότησε μια νέα εποχή στις σχέσεις ΕΕ- ΗΠΑ, καθώς η Αμερική ξεκίνησε να απομακρύνεται από την Ευρώπη, μαζί με τις αμερικανικές εγγυήσεις ασφάλειας. Παράλληλα, χώρες όπως η Κίνα και η Ρωσία προσπαθούν να ενισχύσουν το γεωστρατηγικό και γεωοικονομικό αποτύπωμά τους στον παγκόσμιο γεωπολιτικό χάρτη.
Ανησυχία επικρατεί και στο εσωτερικό της Ένωσης. Η άνοδος του λαϊκισμού προκαλεί προβληματισμό για το μέλλον της Ευρώπης, ιδιαίτερα ενόψει των επικείμενων ευρωπαϊκών εκλογών. Επιπλέον, μετά το δημοψήφισμα για το Brexit, η ΕΕ αναμένεται να χάσει ένα κράτος-μέλος για πρώτη φορά στην ιστορία της.
Μια σειρά παραγόντων συνέβαλε καθοριστικά ώστε να ενισχυθεί το επίπεδο φιλοδοξίας στον τομέα της αμυντικής ενοποίησης: Η γεωπολιτική ανασφάλεια, οι εξελίξεις στις διατλαντικές σχέσεις και η προγραμματισμένη αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο για χρόνια αποτελούσε τον πιο ένθερμο σκεπτικιστή σε θέματα που άπτονταν της στενότερης αμυντικής ενοποίησης. Οι ανωτέρω παράγοντες ανέδειξαν την ανάγκη να ενισχυθεί το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Αποτέλεσμα ήταν η στενότερη αμυντική ενοποίηση να χρησιμοποιηθεί ως όχημα για την επανεκκίνηση της Ένωσης και την προώθηση μιας θετικής ατζέντας για μια Ευρώπη, η οποία ανταποκρινόμενη στις προσδοκίες των Ευρωπαίων πολιτών, προστατεύει τους πολίτες της.
ΟΙ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΜΥΝΑ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑ
Η ΕΕ κινήθηκε άμεσα προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της αμυντικής της πολιτικής, στο πλαίσιο της νέας γεωστρατηγικής της πραγματικότητας, με την υιοθέτηση μιας «δέσμης» για την άμυνα και την ασφάλεια. Ο πρώτος πυλώνας της δέσμης αυτής, η Παγκόσμια Στρατηγική της ΕΕ για την Εξωτερική Πολιτική και την Ασφάλεια (A Global Strategy on Foreign and Security Policy) υιοθετήθηκε λίγες μόνο ημέρες μετά το δημοψήφισμα στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις 28 Ιουνίου 2016, και δημιούργησε μια νέα δυναμική στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας. Πρόκειται για το νέο στρατηγικό δόγμα της ΕΕ, το οποίο ουσιαστικά επιτάσσει η ΕΕ να αποκτήσει στρατηγική αυτονομία και η αμυντική συνεργασία να γίνει ο κανόνας μεταξύ των κρατών- μελών.
Λίγο αργότερα, στις 8 Ιουλίου 2016, το Κοινό Ανακοινωθέν ΝΑΤΟ-ΕΕ υπεγράφη από τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Donald Tusk, τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Jean-Claude Juncker, και τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ, Jens Stoltenberg, στο οποίο αποτυπώνεται η δέσμευση για την εμβάθυνση των σχέσεων μεταξύ ΕΕ και ΝΑΤΟ. Παράλληλα, συμφωνήθηκε οι δύο Οργανισμοί να κινηθούν προς την κατεύθυνση ισχυροποίησης της αμυντικής βιομηχανίας, της αύξησης των κονδυλίων έρευνας στον τομέα της άμυνας και της ενίσχυσης της διατλαντικής βιομηχανικής συνεργασίας.
Τα βασικά χαρακτηριστικά των προγραμμάτων που έχουν ανακοινωθεί είναι τα ακόλουθα:
1.Σχέδιο Εφαρμογής για την Ασφάλεια και την Άμυνα (Implementation Plan on Security and Defense).
Tο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε το Σχέδιο Εφαρμογής για την Ασφάλεια και την Άμυνα τον Δεκέμβριο του 2016 με στόχο να καθοριστεί το επίπεδο φιλοδοξίας της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας.
To Σχέδιο ορίζει τρεις στρατηγικές προτεραιότητες: Την απάντηση στις εξωτερικές συγκρούσεις και κρίσεις, την ανάπτυξη των ικανοτήτων των εταίρων της ΕΕ, και την προστασία της ΕΕ και των πολιτών της.
Ορόσημο αποτελεί, στο πλαίσιο του Σχεδίου, η ενεργοποίηση της Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας (PESCO) με απόφαση του Συμβουλίου Υπουργών Άμυνας τον Δεκέμβριο του 2017. Η PESCO αποσκοπεί στην ενίσχυση της αμυντικής συνεργασίας μεταξύ όσων κρατών- μελών το επιθυμούν, την από κοινού ανάπτυξη αμυντικών ικανοτήτων, την ενίσχυση της επιχειρησιακής τους ετοιμότητας, την εμβάθυνση της συνεργασίας στους τομείς των επενδύσεων και την πραγματοποίηση κοινών επενδύσεων σε εξοπλιστικά προγράμματα.
Η PESCO, η οποία έχει τις ρίζες της στην Συνθήκη της Λισαβόνας του 2009, δεν είχε ενεργοποιηθεί κυρίως για πολιτικούς λόγους, καθώς θεωρείτο ότι θα άνοιγε τον δρόμο για την εγκαθίδρυση του λεγόμενου «σκληρού πυρήνα» της Ένωσης. Η Γερμανία και η Γαλλία, και σε μικρότερο βαθμό η Ιταλία, ήταν οι χώρες που πρωτοστάτησαν στην ενεργοποίησή της. Στην PESCO συμμετέχουν όλα τα κράτη- μέλη εκτός από τη Μάλτα, την Δανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Αρχικά, το Συμβούλιο, ενέκρινε την υλοποίηση ενός καταλόγου 17 επιχειρησιακών προγραμμάτων. Η Ελλάδα συμμετέχει σε οκτώ από αυτά, δηλαδή ουσιαστικά στο ήμισυ των προγραμμάτων:
-Δημιουργία Ευρωπαϊκού Κέντρου Πιστοποιημένων Εκπαιδεύσεων των Ευρωπαϊκών Στρατών
-Κατασκευή τριών πρωτότυπων θωρακισμών οχημάτων, ενός τανκ, ενός οχήματος αμφίβιας προσβολής και ενός ελαφρού θωρακισμένου οχήματος.
-Ανάπτυξη ημι-αυτόνομων θαλασσίων συστημάτων για την αντιμετώπιση ναρκών.
-Δημιουργία νέων δυνατοτήτων για την προστασία και την επιτήρηση λιμανιών και θαλασσίων εγκαταστάσεων.
-Αναβάθμιση της δυνατότητας θαλάσσιας επιτήρησης.
-Κυβερνο-απειλές και πλατφόρμα ανταλλαγής πληροφοριών αναφορικά με αντιμετώπιση συμβάντων στον κυβερνοχώρο.
-Συγκρότηση δικτύου υποστήριξης επιχειρήσεων.
-Στρατιωτική κινητικότητα. Σημειώνεται ότι το Σχέδιο Δράσης της ΕΕ για τη Στρατιωτική Κινητικότητα, συμπλέει με τις αντίστοιχες προτεραιότητες του ΝΑΤΟ.
Τον Νοέμβριο του 2018, αποφασίσθηκε ο σχεδιασμός και η υλοποίηση άλλων δεκαεπτά προγραμμάτων. Η Ελλάδα συμμετέχει στα κάτωθι έξι:
-Διαμόρφωση εξειδικευμένου εκπαιδευτικού προγράμματος σε τακτικές μάχης για τα πληρώματα ελικοπτέρων.
-Ίδρυση Κοινής Σχολής Πληροφοριών της ΕΕ.
-Μεταφερόμενο πακέτο στρατιωτικής υποστήριξης για την ανακούφιση από καταστροφές.
-Μεταφερόμενο πακέτο ικανότητας δυναμικών υποβρύχιων παρεμβάσεων.
-Δημιουργία και λειτουργία μεταφερόμενου κέντρου διοίκησης και ελέγχου ειδικών επιχειρήσεων.
-Γεωμετεωρολογικό και Ωκεανογραφικό Στοιχείο Συντονισμού Υποστήριξης.
Συνολικά, λοιπόν, η Ελλάδα έχει εμπλοκή σε δεκατέσσερα από τα τριάντα τέσσερα προγράμματα της PESCO, και μαζί με την Γερμανία, τη Γαλλία, και την Ιταλία, συνιστούν την ομάδα που ηγείται των περισσοτέρων προγραμμάτων. H Ελλάδα θα έχει ηγετικό ρόλο στην υλοποίηση του προγράμματος για την θαλάσσια επιτήρηση, του προγράμματος για την εκπαίδευση πιλότων ελικοπτέρων, του προγράμματος υλοποίησης κινητού στρατηγείου επιχειρήσεων ειδικών δυνάμεων, του προγράμματος για την δημιουργία πλατφόρμας ανταλλαγής πληροφοριών αναφορικά με την αντιμετώπιση συμβάντων στον κυβερνοχώρο και, τέλος στην υλοποίηση της λεγόμενης «Σχολής Κατασκόπων της ΕΕ», σε συνεργασία με την Κύπρο και σε συντονισμό με το ΝΑΤΟ.
2. Ευρωπαϊκό Σχέδιο Δράσης για την Άμυνα (European Defense Action Plan)
Το Σχέδιο Δράσης παρουσιάσθηκε στις 30 Νοεμβρίου 2016 και συνίσταται σε τρεις βασικούς άξονες:
-Το Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Άμυνα (European Defense Fund) που θα χρηματοδοτεί συνεργατικά ερευνητικά έργα και την ανάπτυξη αμυντικών δυνατοτήτων,
– Την ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) μέσω της υποστήριξης των επενδύσεων σε εφοδιαστικές αλυσίδες και,
– Την δημιουργία μιας ανοιχτής και ανταγωνιστικής αμυντικής ενιαίας αγοράς
Ουσιαστικά το Σχέδιο Δράσης παρέχει σημαντικά οικονομικά κίνητρα για την επίτευξη στενότερης αμυντικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών-μελών και για την ανάπτυξη στρατηγικών αμυντικών δυνατοτήτων, αποσκοπώντας παράλληλα στην τόνωση της απασχόλησης, την προώθηση της ανάπτυξης και την ενθάρρυνση της καινοτομίας στην ΕΕ και την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία.
α) Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας
Ο πρώτος άξονας του Σχεδίου είναι η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας για την υποστήριξη των επενδύσεων στους τομείς της κοινής έρευνας και της κοινής ανάπτυξης αμυντικών εξοπλισμών και τεχνολογιών.
Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας στοχεύει στην επίτευξη συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και την ενοποίηση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας μέσω του συντονισμού, της συμπλήρωσης και ενίσχυσης των εθνικών επενδύσεων στους τομείς της έρευνας στον αμυντικό τομέα, της ανάπτυξης πρωτοτύπων και της απόκτησης αμυντικού εξοπλισμού και τεχνολογίας.
Το Ταμείο αποτελείται από δύο «πυλώνες»: Ο ένας είναι ο ερευνητικός πυλώνας (research window) που από το 2017 χρηματοδοτεί την συλλογική έρευνα στον τομέα των καινοτόμων αμυντικών τεχνολογιών και προϊόντων, π.χ. το κρυπτογραφημένο λογισμικό. Μετά το 2020, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένεται να χρηματοδοτεί τον ερευνητικό πυλώνα με 500 εκατομμύρια ετησίως. Ο δεύτερος είναι το παράθυρο ικανοτήτων (capability window), το οποίο θα λειτουργεί ως χρηματοοικονομικό εργαλείο για την υποστήριξη των κοινών δαπανών των κρατών-μελών για αγορές κοινά συμφωνηθέντων στρατιωτικών δυνατοτήτων σε τομείς προτεραιότητας. Το παράθυρο αυτό αναμένεται να κινητοποιεί περίπου 5 δισ. τον χρόνο. Η ΕΕ προβλέπεται να προσφέρει για την χρηματοδότηση του συγκεκριμένου έργου 500 εκατομμύρια ευρώ ετησίως τα έτη 2019 και 2020 και 1 δισ. ευρώ μετά το 2020.
Μέρος του Ταμείου είναι το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Αμυντικής Βιομηχανικής Ανάπτυξης (European defence industrial development programme/EDIDP) που προβλέπει την υλοποίηση προγραμμάτων με την συμμετοχή τουλάχιστον τριών επιχειρήσεων από δύο χώρες. Στην πράξη, το EDIDP μπορεί να ενθαρρύνει την συμμετοχή αμυντικών εταιρειών από μικρότερα κράτη-μέλη μέσω της συμμετοχής σε δραστηριότητες που χρηματοδοτούνται από το EDIDP και της ενσωμάτωσης στο πρόγραμμα εργασίας τους ειδικών δράσεων που μπορούν να υλοποιηθούν απευθείας από τις επιχειρήσεις.
Αξίζει στο σημείο αυτό να γίνει μνεία στο πρόγραμμα OCEAN2020, το οποίο υλοποιείται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας και της «Προπαρασκευαστικής Δράσης για την Αμυντική Έρευνα» (EU Preparatory Action on Defence Research/ PADR). Στο εν λόγω πρόγραμμα συμμετέχουν 42 εταίροι από 15 Ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένου του Υπουργείου Άμυνας της Ελλάδας. Στόχος του OCEAN2020 είναι να αναπτυχθούν τεχνολογίες για αποστολές θαλάσσιας παρακολούθησης από έναν ευρωπαϊκό στόλο μέσω της χρήσης drones.
β)Το δεύτερο στοιχείο του Σχεδίου είναι η προώθηση των επενδύσεων στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τις νεοφυείς επιχειρήσεις, τις επιχειρήσεις μεσαίας κεφαλαιοποίησης και άλλους προμηθευτές στην αμυντική βιομηχανία.
Δεδομένου ότι αυτές οι επιχειρήσεις αποτελούν την ραχοκοκαλιά της αμυντικής βιομηχανίας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα υποστηρίξει τις προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων για την βελτίωση της πρόσβασης στην χρηματοδότηση μέσω των αλυσίδων εφοδιασμού στον τομέα της άμυνας. Επιπλέον, θα προωθήσει την συγχρηματοδότηση από την ΕΕ προγραμμάτων παραγωγικών επενδύσεων και τον εκσυγχρονισμό των αλυσίδων εφοδιασμού στον τομέα της άμυνας, ώστε να διασφαλίσει ότι οι επιχειρήσεις αυτές θα έχουν τα απαραίτητα χρηματοδοτικά μέσα για να εκμοντερνιστούν βιομηχανικά, να αναπτυχθούν και να καταφέρουν να δράσουν διασυνοριακά.
γ) Το τρίτο στοιχείο του Σχεδίου είναι η ενίσχυση της ενιαίας αγοράς για την άμυνα.
Η Επιτροπή θα ενισχύσει τις προϋποθέσεις για μια ανοικτή και ανταγωνιστική αγορά στον τομέα της άμυνας στην Ευρώπη, ώστε να βελτιώσει την δυνατότητα των επιχειρήσεων να δραστηριοποιούνται διασυνοριακά και να βοηθήσει τα κράτη-μέλη να προβαίνουν σε πιο οικονομικά συμφέρουσες δημόσιες συμβάσεις στον τομέα της άμυνας. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή θα διευκολύνει την διασυνοριακή συμμετοχή στις δημόσιες συμβάσεις στον τομέα της άμυνας, θα υποστηρίξει την ανάπτυξη σχετικών προτύπων και θα προωθήσει την συμβολή των τομεακών πολιτικών, ώστε να υπάρχουν κοινές προτεραιότητες στον τομέα της άμυνας.
ΤΑ ΟΦΕΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Η Ελλάδα συμμετέχει ενεργά στις προαναφερθείσες προσπάθειες ανάπτυξης της Κοινής Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας. Η χώρα μας έχει αποτελέσει ιστορικά ένθερμο υποστηρικτή του ευρωπαϊκού εγχειρήματος και θεσμικά ανήκει στον σκληρό πυρήνα της ΕΕ.
Για την Ελλάδα, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα συνιστά μια πολιτική επιλογή. Η συμμετοχή στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ είναι παράγοντες σταθερότητας και σημείο αναφοράς για την ασφάλειά της. Τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά. Αρκεί να εξετάσει κανείς την θέση της Ελλάδας στο σημερινό περιφερειακό και διεθνές πλαίσιο. H Ελλάδα βρίσκεται σε μια γειτονιά γεωπολιτικά ασταθή, γειτνιάζει με «εύφλεκτα» σημεία του πλανήτη, συνιστά υψηλής γεωπολιτικής σημασίας σύνορο της ΕΕ και είναι το μοναδικό κράτος-μέλος που αντιμετωπίζει casus beli, δηλαδή η μόνη ευρωπαϊκή χώρα κατά της οποίας εκκρεμεί απειλή για την εδαφική της ακεραιότητα. Επιπλέον, αντιμετωπίζει και μη συμβατικές απειλές, οι οποίες είναι κατά βάση υπερεθνικές και τις οποίες δεν μπορεί να τις αντιμετωπίσει μόνη της.
Αναμφισβήτητα, τόσο η άμεση γεωπολιτική γειτονιά της χώρας μας, όσο και το ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον θα συνεχίσουν να χαρακτηρίζονται από αβεβαιότητα και αστάθεια τουλάχιστον μέχρι το μεσοπρόθεσμο διάστημα.
Συνεπώς, μια ισχυρή Ευρώπη, είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας. Η Ελλάδα, λοιπόν, οφείλει εξ᾽ ορισμού να υποστηρίζει την ανάπτυξη των αμυντικών δυνατοτήτων της Ευρώπης για συλλογική άμυνα.
Η συμμετοχή της Ελλάδας στη Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία και η εν γένει ενεργός συμμετοχή της στον καθορισμό του Ευρωπαϊκού αμυντικού δόγματος και στην ανάληψη των κρίσιμων αποφάσεων για την σταδιακή διαμόρφωση μιας κοινής αμυντικής πολιτικής, δίνει την δυνατότητα στην χώρα μας να ενισχύσει το διπλωματικό της κεφάλαιο για τους παρακάτω λόγους:
-Η συμμετοχή της Ελλάδας στα προαναφερόμενα προγράμματα και λειτουργίες λειτουργεί ως μέσο προώθησης της παρουσίας της,
-Της δίνει την δυνατότητα να τοποθετηθεί με τρόπο που να προωθεί τις θέσεις της σε σχέση με τον κατάλογο των εθνικών θεμάτων, όπως είναι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, και η κατάσταση έντασης στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο,
-Της επιτρέπει να ενισχύσει την διαπραγματευτική της θέση και να διευκολύνει τους χειρισμούς της αποσπώντας ανταλλάγματα διπλωματικής φύσεως,
-Της δίνει την ευκαιρία να εμβαθύνει τις σχέσεις της με άλλα κράτη-μέλη, να δημιουργήσει, να διατηρήσει και να εδραιώσει συνεργασίες μαζί τους σε τακτικό και στρατηγικό επίπεδο.
Εν ολίγοις, η εμπλοκή της Ελλάδας στα παραπάνω προγράμματα και κατ᾽ επέκταση η συμμετοχή της ως ένα ισχυρό κράτος-μέλος σε καθοριστικές εξελίξεις για το μέλλον της Ευρώπης, θα συμβάλλει στην διπλωματική αναβάθμισή της και θα λειτουργήσει ως πολλαπλασιαστής της εθνικής της ισχύος και της αποτρεπτικής της ικανότητας.
Σε καθαρά αμυντικούς όρους, υποστηρίζοντας την στενότερη ενοποίηση στον τομέα της άμυνας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, συμβάλλουμε στην ενίσχυση της ασφάλειάς μας.
Σε επιχειρησιακούς όρους, ένας από τους αντικειμενικούς σκοπούς της PESCO είναι να ενισχύσει την συνεργασία σε ευρωπαϊκό επίπεδο στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας σε θέματα όπως η ενίσχυση της επιχειρησιακής ετοιμότητας, η αντιμετώπιση απειλών στην ξηρά, την θάλασσα και τον αέρα, η ανάπτυξη σχετικών δυνατοτήτων (capabilities) και η εκπαίδευση. Συνεπώς, η συμμετοχή της Ελλάδας στην PESCO τής δίνει την δυνατότητα να ενισχύσει την ανάπτυξη επιχειρησιακών δυνατοτήτων, επιτρέποντας παράλληλα την σύσφιξη των σχέσεων με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, δεδομένης της γεωστρατηγικής θέσης της Ελλάδας και του ρόλου της ως χώρα που συνιστά σύνορο της ΕΕ, για την καλύτερη θωράκιση των συνόρων της.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η PESCO, μέσω της συμμετοχής σε κοινές δράσεις και προγράμματα στρατιωτικής εκπαίδευσης και σε ασκήσεις, θα συμβάλλει στην εμβάθυνση της στρατιωτικής συνεργασίας και διαλειτουργικότητας μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων των κρατών-μελών, και στην ανταλλαγή αμυντικής τεχνογνωσίας.
Τέλος, η Ελλάδα με την συμμετοχή της στα επιχειρησιακά προγράμματα της PESCO, έχει την δυνατότητα να ενισχύσει τις ικανότητές της για την αντιμετώπιση των νέων, ταχέως αναπτυσσόμενων υβριδικών απειλών του γεωπολιτικού και οικονομικού περιβάλλοντος του 21ου αιώνα, όπως η αντιμετώπιση των επιθέσεων στον κυβερνοχώρο.
Η Ελλάδα, μεταξύ άλλων, μπορεί να ωφεληθεί και οικονομικά από τα ανωτέρω προγράμματα.
Tα κονδύλια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας και του Προγράμματος για την Ανάπτυξη της Αμυντικής Βιομηχανίας θα λειτουργήσουν συμπληρωματικά προς τους εθνικούς πόρους σε μια στιγμή που οι αμυντικοί προϋπολογισμοί βρίσκονται υπό πίεση, ενώ ταυτόχρονα το κόστος και η τεχνολογική πολυπλοκότητα των οπλικών συστημάτων αυξάνεται.
Η ελληνική αμυντική βιομηχανία δύναται να επωφεληθεί μέσω της προβλεπόμενης συμμετοχής μικρομεσαίων επιχειρήσεων στα συγχρηματοδοτούμενα από την ΕΕ συνεργατικά προγράμματα στους τομείς της έρευνας και τεχνολογίας και της ανάπτυξης δυνατοτήτων. Μέσω των συνεργειών, τα συμμετέχοντα κράτη-μέλη περιορίζουν ενδεχόμενους κινδύνους στο πλαίσιο της ανάπτυξης νέων δυνατοτήτων και επιμερίζουν το κόστος Έρευνας και Ανάπτυξης, επιτυγχάνοντας παράλληλα οικονομίες κλίμακας. Η συμμετοχή αυτή θα βελτιώσει την τεχνογνωσία της ελληνικής αμυντικής τεχνολογικής βάσης και βιομηχανίας, θα ενισχύσει την ελληνική δημόσια και ιδιωτική αμυντική βιομηχανία, και θα διευκολύνει την ανάπτυξη και διατήρηση των αμυντικών βιομηχανικών και τεχνολογικών υποδομών στην Ελλάδα. Η χώρα θα επωφεληθεί και από την από κοινού ανάπτυξη αμυντικών δυνατοτήτων και εξοπλισμού με άλλα κράτη-μέλη.
Είναι επίσης πολύ σημαντικό το γεγονός ότι, μέσω της συμμετοχής της Ελλάδας στον τομέα της κοινής αμυντικής έρευνας, η ελληνική αμυντική βιομηχανία θα ωφεληθεί περαιτέρω καθώς της παρέχεται πρόσβαση στην καινοτομία. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Εθνική Αμυντική και Βιομηχανική Στρατηγική που εγκρίθηκε από το ΚΥΣΕΑ το 2017 υπογραμμίζει την ελλιπή διασύνδεση της έρευνας με την καινοτομία και το χαμηλό επίπεδο χρηματοδότησης της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. Η έρευνα και ανάπτυξη είναι απαραίτητες δεδομένης της εξέλιξης των νέων τεχνολογιών και των σύγχρονων τεχνολογικών απαιτήσεων των ενόπλων δυνάμεων.
Στην Στρατηγική αναφέρεται ότι οι δαπάνες για την έρευνα είναι πολύ χαμηλές και πριν από την κρίση αντιστοιχούσαν μόλις στο ένα τρίτο του μέσου όρου της ΕΕ, ενώ στην καινοτομία ο σχετικός δείκτης βρίσκεται λίγο πιο πάνω από το 50% του μέσου όρου της ΕΕ. Τέλος, σύμφωνα με το κείμενο της Στρατηγικής, η εικόνα δεν διαφοροποιείται στον αμυντικό τομέα της χώρας, αφού οι αντίστοιχες δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη πριν από την κρίση κυμαίνονταν από 0% έως και 0,06% του συνόλου των αμυντικών δαπανών.
Στα οικονομικά πλεονεκτήματα, ενδεχομένως να μπορούν να προστεθούν και πιθανές εξαγωγές της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας προς χώρες που δεν είναι κράτη- μέλη του ΝΑΤΟ.
ΑΞΙΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΣΥΓΚΥΡΙΑ
Η νέα γεωπολιτική πραγματικότητα στην Ευρώπη δημιούργησε μια θετική συγκυρία για την στενότερη ενοποίηση των ευρωπαϊκών κρατών- μελών στον τομέα της άμυνας.
Σίγουρα η υλοποίηση των προγραμμάτων αυτών, ιδιαίτερα δεδομένου και του τρόπου λειτουργίας των ευρωπαϊκών θεσμών και της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, απαιτεί χρόνο.
Για να εκμεταλλευθούμε, λοιπόν, σωστά αυτό το παράθυρο ευκαιρίας, ώστε η Ελλάδα να ενισχύσει το διπλωματικό της βάρος και να επωφεληθεί επιχειρησιακά καθώς και σε οικονομικό επίπεδο, είναι απαραίτητο στη μελλοντική συμμετοχή της χώρας στην συνδιαμόρφωση των αποφάσεων στον τομέα της κοινής πολιτικής άμυνας και ασφάλειας να εφαρμοσθεί μια «έξυπνη» πολιτική και ένας συστηματικός σχεδιασμός, που θα χαρακτηρίζονται από συνέχεια και συνέπεια.
Επιπρόσθετα, θα πρέπει να ενισχυθεί το lobbying των αρμόδιων Αρχών στις Βρυξέλλες ώστε να ενημερώνονται οι αρμόδιοι φορείς στην Ελλάδα εγκαίρως, αναφορικά με τα ευρωπαϊκά προγράμματα και τα σχετικά κονδύλια. Είναι επίσης απαραίτητο να υπάρχει συστηματική συνεργασία μεταξύ των εμπορικών και αμυντικών ακολούθων στις Πρεσβείες μας, προκειμένου να ενισχυθεί η διεθνής παρουσία της Ελλάδας, να προωθηθεί η εμπειρία της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας στους ερευνητικούς και κατασκευαστικούς τομείς σε εξοπλιστικά προγράμματα, και να αναζητηθούν δυνατότητες για την προώθηση των εξαγωγών μας σε τρίτες χώρες.
Είναι εκ των ων ουκ άνευ ότι το πολιτικό και στρατιωτικό προσωπικό οφείλει να είναι άρτια καταρτισμένο, προκειμένου να επιτευχθεί η ανάπτυξη και η εδραίωση των απαραίτητων συνεργειών.
Σε κάθε περίπτωση, ο ακρογωνιαίος λίθος της ελληνικής προσέγγισης θα πρέπει να είναι ο καθορισμός προτεραιοτήτων με τελικό στόχο την αναβάθμιση της εγχώριας αμυντικής και τεχνολογικής βάσεως της χώρας, την δημιουργία νέων προϊόντων, και την διασφάλιση του επιπέδου καινοτομίας που όχι μόνο θα επιτρέψουν την ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος της Ελλάδας, αλλά θα συμβάλλουν στην ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας.
Η ΙΩΑΝΝΑ-ΝΙΚΟΛΕΤΤΑ ΖΥΓΑ έχει εργαστεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Διεύθυνση Συνεργασίας και Περιφερειακής Ασφάλειας του Διεθνούς Στρατιωτικού Επιτελείου του ΝΑΤΟ σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και ασφάλειας. Είναι απόφοιτος του Πανεπιστημίου Stanford.
foreignaffairs