Η κουζίνα της γιαγιάς και η Σοφία Βέμπο
Από το http://nystologio.blogspot.com/
https://youtu.be/50A5kScq6VE
Η ετοιμόροπη πόρτα της κουζίνας έτριξε αμήχανη. Δρασκέλισα μέσα στο έρημο δωμάτιο με το ασβεστωμένο τζάκι και τον πέτρινο νεροχύτη.
Το ξύλινο νοτυλάπι, γεμάτο κάποτε με κουζινικά, μπαχάρια και φρσκοπλυμένες πετσέτες με κοίταζε ξεχαρβαλωμένο, απέναντι το τραπέζι που έστεκε κουτσό κι ο καναπές απλωνόταν ξεθεωμένος, σα να στέναζε από το ανύποπτο βάρος των σκωροφαγωμένων μαξιλαριών του.
Μόνο εκείνο το τρυφερό συναίσθημα ήρθε και μ’αγκάλιασε ύπουλα ίδιο κι απαράλλαχτο. Γιατί είναι μεγάλη αδικία και κρίμα να φεύγουν οι άνθρωποι μας και να μην παίρνουν μαζί τους όσα νιώθουμε γι’αυτούς.
Εδώ ήταν ο βασίλειο της γιαγιάς Μαριάννας, που από νωρίς το μεσημέρι μαγείρευε τα κοκκινιστά της ακούγοντας ραδιόφωνο. Στρουμπουλή, ορθόκορμη και περδικόστηθη με μακριά ολόμαυρα μαλλιά, πλεγμένα σε κοτσίδα που τη γύριζε γύρω απ’τ κεφάλι και την έπιανε με φουρκέτες.
“Παναγία μου μπρόφταξε το παιδί μου”, έλεγε και μου έδινε κάτι δυνατά φιλιά από τα οποία δραπέτευα για να επιτεθώ στις παγωμένες λεμονάδες του ψυγείου.
“Έφαες”; “Όχι γιαγιά, είχαμενε φακές σήμερο, κι είπα τση μάνας μου ότι δε θέλω και μου πε ότι α δε θέλω να μη τζη φάω”.
“Κάτσε κοπέλλι μου μα έχω κοκκινιστό κοτόπουλο και δα π’ανάβει το τζάκι θα καθαρίσω κι ένα ψιχάλι πατάτες. Μα ν’αφρουκράζεσαι τση μάνα σου, και να τρως και τση φακές απού ‘χουνε σίδερο.”
“Κι ήντα ‘μαι να τρώω σίδερο γιαγιά,εργοστάσιο;”
“Όφου – όφου ήτνα θ’απογίνω με τση εξυπνάδες σου μπρε βλακόμετρο”;
Ανακάτωνε το τσουκάλι, έβαζε το καπνισμενο τηγάνι στην παρασιά, καθάριζε σβέλτα πατάτες, τις έκοβε χοντρές, “κυδωνάτες” και τις έριχνε μια – μια ταχτοποιώντας τη μια δίπλα στην άλλη μ’ένα πηρούνι μέσα στο λάδι που τσιτσίριζε.
Ρούφαγα μακάρια με το καλαμάκι τη λεμονάδα (παρά τις διαμαρτυρίες της ότι θα μου έκοβε την όρεξη) και κοίταζα τρισευτυχισμένος τη φωτιά του τζακιού που έγλειφε το κατάμαυρο σκεύος.
Ύστερα έπιανα το “Ρομάντζο”, διάβαζα το παραμύθι της προ-τελευταίας σελίδας, ύστερα τον Αρχέλαο με τους “Βαρελοφρόνους” του και το πέταγα πάνω στον καναπέ εκνευρισμένος. Από τότε που είχα μάθει να διαβάζω η γαγιά είχε σταματήσει να μου λέει παραμύθια και μου πάσαρε τα περιοδικά που της έστελνε η θειά μου (η κόρη της) από τα Χανιά. Μου είχε πάρει και κάτι συλλογές παραμυθιών των εκδόσεων “Άγκυρα” που τις μισούσα το ίδιο με τα “Ρομάντσα” αλλά τις αγαπούσα κιόλας γιατί είχαν ωραίες ιστορίες!
Η γιαγιά δούλευε με τα πηρουνοκούταλα της το φαγητό ή έπλενε στο νεροχύτη ό,τι δε χρειαζόταν πια, χωρίς να μιλά άλλο.
Μόνο όταν στο ραδιάκι που βρισκόταν μόνιμα ανοιχτό πάνω στο ντουλάπι της κουζίνας ακούγονταν η Σοφία Βέμπο, το σκηνικό άλλαζε, η γιαγιά τίναζε καμμιά σαρανταριά χρόνια και άλλα τόσα κιλά από πάνω της, όρθωνε ένα άλο κορμί από αυτό που γνώριζα και
τραγουδούσε:
“Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα πριν να γνωρίσω εσένα…”
Μετά τη Βέμπο έπεφταν κάτι διαφημίσεις και η Σταχτοπούτα γιαγιά μου γινόταν ξανά Λωξάντρα και έτρεχε να γυρίσει τις πατ΄τες από την ΄λλη να μην καούν.
Έκατσα προσεκτικά στον ετοιμοθάνατο καναπέ, και σκέφτηκα ότι λίγοι έχουν απολαύσει μια βασίλισσα να γίνεται πριγκιποπούλα, διότι κανονικά συμβαίνει το αντίθετο.
Α ρε γιαγιά, με το αιώνιο πλεχτό τραπεζμάντηλο που δεν έλεγε να τελειώσει, που σου άρεσαν τα σήριαλ και οι ασπρόμαυρες ταινίες…
Μα πιο πολύ της άρεσε το φαΐ και ιδιαίτερα το κοκκινιστό κρέας, εκείνο το καταραμένο κοκκινιστό που κατά τα λεγόμενα της αδερφής μου την έστειλε με εγκεφαλικό στο νοσοκομείο και την χάσαμε. Το ‘κανε και βαρύ η ευλογημένη.
Θυμάμαι στην κηδεία της κάτω από τα λόγια του παππά που την ξεπροβόδιζαν, μου φαινόταν ότι άκουγα τη Σοφία Βέμπο να την υποδέχεται.
Δεν έκλαψα καθόλου τότε. Χρόνια αργότερα, στην παραλία της Θεσσαλονίκης, αγκαλιασμένος με μια κοπέλλα σ’ένα παγκάκι του Λευκού Πύργου είδα ένα γέρο φωτογράφο με μια ρετρό φωτογραφική μηχανή – απ’αυτές με το μαύρο κάλυμμα και το τρίποδο. “Ας βγάλουμε λέω μια αναμνηστική”. Στηθήκαμε, ο φωτογράφος χώθηκε μέσα στο μαύρο του τσουβάλι, έπιασε το απάκι του φακού, το έβγαλε, το ξανάβαλε και και μετά κάτι θρυματίστηκε μέσα μου. Πήγαμε στο φοιτητικό μου σπίτι και μετά από τα σχετικά, ξαπλωμένοι στο μονό μου κρεβάτι άρχισα έτσι όπως ήμου γυμνός να κλάιω με αναφιλητά.
“Γιατί κλαίς”΄με ρώτησε εκείνη.
“Πέθανε η γιαγιά μου”.
“Αλήθεια; Πότε”;
“Πρίν 3 χρόνια”.
“Και το θυμήθηκες τώρα”; έκανε έκπληκτη.
“Όχι, επιτέλους εκείνη με θυμήθηκε”.
Α ρε γιαγιά. Σκέφτηκα πάλι. “Α ρε γιαγιά”, ξαναείπα φωναχτά και σηκώθηκα να φύγω. Ξαφνικά ακούστηκε ένα χράτσα – χρούτσα από βινύλιο και μετά ένα βιολί. Ύστερα η φωνή της Σοφίας Βέμπο:
“Πολλές αγάπες γνώρισα, αγάπησα και χώρισα μα όπου κι αν γυρνούσα, εσένα ζητούσα.”
Κοίταξα εμβρόντητος πάνω στο ντουλάπι της κουζίνας το σκονισμένο ραδιάκι. Να δεις σύμπτωση όχι μόνο άρχισε να παίζει αλλά και τι παίζει!
Στα όνειρα τα χίλια μου, σε γύρευαν τα χείλια μου σε γύρευε η ψυχή μου και πόθοι κρυφοί μου.
Πλησίασα για να το κλείσω και κοκκάλωσα βλέποντας το καλώδιο να κρέμεται στον αέρα και την πρίζα να κοιτάει το πάτωμα.
Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα πριν να γνωρίσω εσένα, που πρόσμενα καιρό,
Μπαταρίες; Μετά από τόσα χρόνια; Μπααααα. Πιανω τη συσκευή, ανοίγω το καπάκι της θήκης των μπαταριών… άδειο!
μα πως φοβάμαι πως ίσως μια μέρα, σε χάσω γιατί να σε ξεχάσω ποτέ δεν θα μπορώ
Να δεις που κανένα κωλόπαιδο μου κάνει πλάκα, αλλά πάλι… που διάολο ξέρουν γαι τη Βέμπο;δεν το είπα ποτέ σε κανέναν. Έτρεξα στο διπλανό δωμάτιο. Κανείς. Στο παραδίπλα. Ούτε.
Γείρε κοντά μου, αγάπη γλυκιά μου, θέλω ακόμα ξανά να σου πω
Δε θα ξαναπιώ τσικουδιές στον πλάτανο, καλά μου το λέει η μάνα μου, το παρακάνω.
Λες να ‘ναι κανένας πλανόδιος με ντουντούκα; Μεσημεριάτικα;
Πετάχτηκα έξω, τσουροβόλησα στην πέτρινη σκάλα, πέρασα σίφουνας την εξώπορτα, άδειος ο δρόμος. Μπα, με χτύπησε η τσικουδιά κι ο ήλιος κατακούτελα.
Ξαναμπήκα διστακτικά στο σπίτι της γιαγιάς. Ξανανέβηκα ήσυχα τη σκάλα, έσπρωξα την πόρτα και να’μαι πάι στο κουζινάκι. Απόλυτη ησυχία.
Και πάνω στο τραπέζι (Παναγία μου μπρόφταξε που θα ‘λεγε και του λόγου της) … μια λεμονάδα. Παγωμένη. Δε μπορούσα ν’αντισταθώ. Λένε ότι όταν σου δίνει η ζωή λεμόνια κάνεις λεμονάδα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση είχα μπροστά μου έτοιμο το προϊόν, και διψούσα κιόλας. Πήρα ένα στραβωμενο πηρούνι, άνοιξα το μπουκάλι και σκέφτηκα πίνοντας την πρώτη γουλιά: “Σουρεαλισμός”!
Κατέβηκα τη σκάλα παίζοντας στο χέρι μου το καπάκι του μπουκαλιού. Δε γαμιέται, αργά ή γρήγορα θα βρω τον ένοχο. Αλλά μάλλον ήταν η φαντασία μου το ραδιόφωνο. Και η λεμονάδα; Η λεμονάδα ήταν από τις ρακές. Θα σπάσει το μυαλό μου αν συνεχίσω να το σκέφτομαι.
Βγαίνοντας στο δρόμο βλέπω από απέναντι την κυρά-Πηνελόπη παλιά φίλη της γιαγιάς να στέκεται στην πόρτα της.
“Κωστάκη” έκανε σχεδόν αυστηρά “μη βάζεις παιδί μου τη μουσική στόσο δυνατά μεσημεριάτικα γιατί κοιμάται ο κόσμος”.
Έβαλα το καπάκι της λεμονάδας στην τσέπη και πήρα το λιγνό χεράκι και το φίλησ αμε μια αστεία υπόκλιση.
“Εντάξει θεια Πηνελόπη, δεν το ξανακάνω”.
“Θέλεις μια καραμέλα;”
“Αμέ”΄
Χώθηκε μέσα και λίγο αργότερα επέστρεψε με ένα κρυστάλινο πιατάκι με καραμέλες, εκείνες με το χαρτάκι σαν φιόγκο. Πήρα μια μέντα και την έχωσα κι αυτήν στην τσέπη.
“Αντίο θειά”.
“Γεια σου αγάπη μου”.
Βρε την κυρά – Πηνελόπη. καλή γειτόνισσα και φίλη της γιαγιάς. Μικρασιάτισσα, ήρθε μικρό κοριτσάκι με την ανταλλαγή πληθυσμών. Πόσων χρονών να ‘ναι, καλά κρατιέται. Προσπαθούσα να υπολογίσω τα χρόνια από 1922 αλλά παράτησα την προσπάθεια γιατί είχε γίνει το κεφάλι μου αλβανικό μέτωπο.
Φτάνω σπίτι. Η μαμά με υποδέχεσαι με την αγαπημένη της επωδό: “Να σου βάλω να φας”;
Αντί απάντησης τη ρωτάω: “Μαμά πόσων χρονων να’ναι άραγε η κυρία Πηνελόπη”;
Της μάνας μου της έπεσε η κουτάλα από τα χέρια:
“Ποιά Πηνελόπη παιδί μου; Αυτή είναι κιας τριάντα χρόνια ποθαμένη”!
Έβγαλα από την τσέπη το καπάκι της λεμονάδας και την καραμέλα και τα κοίταζα σα χαζός.