Η Τουρκία είναι μια κατεξοχήν εξωστρεφής χώρα με πολυδιάστατη παραγωγική βάση και διαφοροποιημένους ομίλους επιχειρήσεων. Η διεθνής παρουσία της είναι ασφαλώς αξιοσημείωτη, όπως ενδεικτικά υποδηλώνει η σταδιακή αύξηση των τουρκικών εξαγωγών αγαθών από περίπου 100 δισ. δολάρια προ δεκαπενταετίας, στα σημερινά επίπεδα των 170 δισ. δολαρίων.
Η αυξανόμενη τις τελευταίες δεκαετίες -μέχρι την χρηματοπιστωτική κρίση του 2018- οικονομική ισχύς της Τουρκίας δεν πρέπει να αποδοθεί μόνο στην ανάπτυξη μιας εσωτερικής αγοράς που σήμερα αριθμεί πάνω από 80 εκατ. ανθρώπους.
Η Τουρκία είναι μια κατεξοχήν εξωστρεφής χώρα με πολυδιάστατη παραγωγική βάση και διαφοροποιημένους ομίλους επιχειρήσεων (συνήθως εταιρείες συμμετοχών με ταυτόχρονη παρουσία σε πολλούς ξεχωριστούς κλάδους). Η διεθνής παρουσία της είναι ασφαλώς αξιοσημείωτη, όπως ενδεικτικά υποδηλώνει η σταδιακή αύξηση των τουρκικών εξαγωγών αγαθών από περίπου 100 δισ. δολάρια προ δεκαπενταετίας στα σημερινά επίπεδα των 170 δισ. δολαρίων (εκτίμηση 2018).
Και ενώ από την άποψη του διμερούς εμπορίου ο κύριος όγκος των τουρκικών εξαγωγών απορροφάται από την ΕΕ και δη τις μεγάλες αγορές αυτής, σε επίπεδο επενδύσεων και υλοποίησης τεχνικών έργων, ένας «φυσικός χώρος» επέκτασης της Τουρκίας -εκτός, βέβαια, από τα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή, που αποτελούσαν κάποτε μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας- είναι η Κεντρική Ασία [1].
Η γεωστρατηγική σημασία της Κεντρικής Ασίας για τις παγκόσμιες διεθνείς σχέσεις έχει τονιστεί αρκούντως από πάρα πολλούς αναλυτές, όπως λ.χ. από τον Αμερικανό γεωπολιτικό στοχαστή Z. Brezinsky στο βιβλίο του «Η Μεγάλη Σκακιέρα» (1997). Ευρισκόμενη στην καρδιά της Ευρασίας, της μεγαλύτερης χερσαίας μάζας του πλανήτη, η αχανής αυτή περιοχή αποτελεί όχι μόνο το «μαλακό υπογάστριο» της ανερχόμενης, μετά το 2000, Ρωσίας, αλλά επίσης την συντομότερη διά ξηράς γέφυρα μεταξύ της Κίνας και της Δύσης μέσω οδικών και σιδηροδρομικών αξόνων. Δεν είναι τυχαίο ότι η μεγαλεπήβολη κινεζική πρωτοβουλία γνωστή ως «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» [2] αποδίδει τεράστια σημασία στην περιοχή, από την οποία θα διέρχονται οι μισοί από τους έξι χερσαίους «Διαδρόμους» της (ο έβδομος θα είναι θαλάσσιος).
Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ στο τέλος του 1991 δημιούργησε στην Κεντρική Ασία μια «μαύρη τρύπα», ήτοι ένα γεωπολιτικό κενό το οποίο έπρεπε κάπως να καλυφθεί [3]. Στο μεν εσωτερικό πολιτικό επίπεδο, κομματικοί ηγέτες της ύστερης σοβιετικής περιόδου και ολόκληρος ο γραφειοκρατικός μηχανισμός των apparatchiks κατάφεραν, κατά κανόνα, να επιβιώσουν, εξασφαλίζοντας αναίμακτη μετάβαση στα νέα καθεστώτα (πατερναλιστικού χαρακτήρα σε φάση μετάβασης, χωρίς -ακόμη- πραγματική «οικονομία της αγοράς») [4]. Οι πλούσιοι φυσικοί πόροι και δη οι υδρογονάνθρακες προσέδωσαν ισχύ στους εν λόγω ηγέτες, καίτοι η εθνικοποίηση της παραγωγής δεν ήταν αρκετή: η έλλειψη τεχνογνωσίας των δικών τους, κρατικών, εταιρειών τούς ανάγκασε να προσκαλέσουν για συνεκμετάλλευση Δυτικές πετρελαϊκές εταιρείες, όπως την ΒΡ, την Exxon Mobil, την Chevron, την Total και την ΕΝΙ. Ασφαλώς στα κράτη αυτά, όπως φυσικά και στην Ρωσία, είναι εξαιρετικά δυσχερής η διάκριση μεταξύ πολιτικής και οικονομικής εξουσίας.
Στο εξωτερικό επίπεδο, εκείνο των διεθνών σχέσεων, τόσο η Ρωσική Ομοσπονδία (παλιά μητρόπολη και φυσικός ηγέτης της περιοχής, σύμφωνα και με το γεωπολιτικό της δόγμα περί «εγγύς εξωτερικού»), όσο και η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, με τις τεράστιες οικονομικές και δη επενδυτικές προοπτικές της, ερίζουν για την πρωτοκαθεδρία. Ο πακτωλός κινεζικών επενδυτικών κεφαλαίων αποδεικνύεται ασυγκράτητος, ακόμη και στην ίδια την… Σιβηρία, που εξακολουθεί να είναι ρωσικό έδαφος. Ως «σφήνα» ανάμεσα σε αυτούς τους δύο γίγαντες της περιοχής επιχειρεί να παρεμβληθεί η Τουρκία, με αξιοσημείωτα μέχρι στιγμής αποτελέσματα. Ενώ, όμως, η διείσδυσή της είναι γεγονός, δεν πρέπει να υπερεκτιμάται.
ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΝΟΔΟΥΣ ΚΟΡΥΦΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ
Πέντε από τις πρώην κομμουνιστικές χώρες της περιοχής, ήτοι το αχανές Καζακστάν, το καυκάσιο Αζερμπαϊτζάν, το Ουζμπεκιστάν, το Τουρκμενιστάν και η Κιργισία αποτελούν πεδίο μιας πρωτοφανούς οικονομικής -και όχι μόνο- διείσδυσης εκ μέρους της Τουρκίας, η οποία ομολογήθηκε αμέσως μετά τα κοσμοϊστορικά γεγονότα του Δεκεμβρίου 1991. Το αξιέπαινο επιχειρηματικό δαιμόνιο των Τούρκων οικονομικών παραγόντων, σε συνδυασμό με την αμέριστη κρατική υποστήριξη μιας κεντρικής κυβέρνησης η οποία παραδοσιακά διακρινόταν για τον στρατηγικό σχεδιασμό της, απέδωσαν θαύματα.
Αρκεί να μελετήσει κανείς το πασίγνωστο πλέον και στην Ελλάδα βιβλίο του ακαδημαϊκού και πολιτικού A.Davutoğlu «Στρατηγικό Βάθος» (Stratejik Derinlik, 2001), το οποίο αναδεικνύει, με τον πλέον ανάγλυφο τρόπο, τον σημαίνοντα ρόλο που διαδραματίζει για την Υψηλή Στρατηγική (Grand Strategy) της σύγχρονης Τουρκίας όλη αυτή η αχανής ευρασιατική ενδοχώρα στα ανατολικά της. Και, πραγματικά, 27 χρόνια μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, ολόκληρη η Κεντρική Ασία, εκτεινόμενη από τον Νότιο Καύκασο και την Κασπία Θάλασσα μέχρι την οροσειρά του Αλτάι, σχεδόν τρεισήμισι χιλιάδες χιλιόμετρα ανατολικότερα, αποτελεί «ζωτικό χώρο» συμφερόντων της Τουρκίας. Μάλιστα, η τουρκική στροφή προς την καρδιά της Ευρασίας δεν είναι, κατ’ ανάγκη, αλληλοαποκλειόμενη με την ευρωπαϊκή της πορεία – αντίθετα μάλιστα: «Όσο πιο πολύ τεντώνουμε την χορδή του τόξου προς την Ασία, τόσο πιο μακριά θα μπορέσουμε να ρίξουμε το βέλος προς την Ευρώπη», γράφει ο Davutoğlu στο προαναφερθέν έργο.
Το «αφήγημα» επί του οποίου η Τουρκία στήριξε την οικοδόμηση της συνεργασίας ήταν η τουρκοφωνία, επομένως οι «κοινοί» -σε ποιον τελικά βαθμό, μικρή σημασία έχει- εθνοτικοί, πολιτιστικοί και ιστορικοί δεσμοί μεταξύ όλων αυτών των λαών (ουσιαστικά μια από τις πολλές κατά καιρούς εκδοχές του Παντουρκισμού) [5]. O όρος ο οποίος μέχρι και σήμερα χρησιμοποιούν όλοι σχεδόν οι Τούρκοι ακαδημαϊκοί και αξιωματούχοι για τα κράτη αυτά είναι «Οι τουρκικές δημοκρατίες», ενώ ο πρώην πρόεδρος Gul, όταν υπέγραψε την διακήρυξη του Ναχιτσεβάν το 2009 (βλ. παρακάτω), δήλωσε: «Είμαστε μεν έξι κράτη, αλλά ένα έθνος». Στην βάση του συγκεκριμένου κριτηρίου προσέγγισης, μόνον η ορεινή Δημοκρατία του Τατζικιστάν δεν θα μπορούσε να συμπεριληφθεί, καθώς ειδικά οι Τατζίκοι είναι μη τουρκογενής λαός, με την γλώσσα τους να αποτελεί παραλλαγή της περσικής (φαρσί). Ήδη από το 1992, λοιπόν, επί προεδρίας του οραματιστή Τ. Ozal, δρομολογήθηκαν πολυμερείς Σύνοδοι Κορυφής μεταξύ των συγκεκριμένων χωρών, ενώ παράλληλα, σε διμερές επίπεδο, οι επίσημες επισκέψεις Τούρκων ηγετών στις πρωτεύουσες της περιοχής ήταν πάρα πολύ συχνές [6]. Το 1993, το τουρκικό Υπουργείο Πολιτισμού πρωτοστάτησε στην ίδρυση της διεθνούς οργάνωσης TÜRKSOY (International Organization of Turkic Culture), με στόχο την πολιτιστική καταρχήν συνεργασία [7]. Γενικός Γραμματέας αυτής από το 2008 είναι ο Καζάκος μαέστρος κ. Kasseinov, ενώ με καθεστώς παρατηρητή συμμετέχει και το ψευδοκράτος της Βόρειας Κύπρου [8].
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι μεν ΗΠΑ την εποχή της διακυβέρνησης Clinton συνέδραμαν την Τουρκία στην εν λόγω απόπειρα διείσδυσης, ενώ, αντίθετα, η Ρωσική Ομοσπονδία (επί ημερών του ανίσχυρου από πολλές απόψεις B. Yeltsin) ήταν μεν ενοχλημένη, αλλά δεν μπορούσε να κάνει και πολλά πράγματα. Εντούτοις, αυτήν την αρχική φάση ευφορίας και υπεραισιοδοξίας για την Τουρκία, η οποία διήρκεσε λίγα μόνον έτη μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, την διαδέχτηκε μια μάλλον ανώμαλη προσγείωση: «Δεν αποσχιστήκαμε από την Ρωσία μόνο και μόνο για να αντικαταστήσουμε τον ένα μεγάλο αδελφό με άλλο», είπε χαρακτηριστικά κάποια στιγμή ο Nazarbayev. Επιπλέον, ειδικά ως προς το Καζακστάν, η ισχυρή ρωσική μειονότητα των 4 εκατ. Ρώσων δεν ήθελε να ακούει παντουρκικά αφηγήματα.
Αλλά και η ίδια η Άγκυρα δεν άργησε να αντιληφθεί ότι το όλο «αφήγημα» των τουρκογενών λαών δεν επαρκεί για να της προσδώσει προνομιακή σχέση με την περιοχή. Το άκρως αποκαλυπτικό άρθρο του Davutoğlu «Προς ένα κοινό μέλλον», που δημοσιεύτηκε στην δεξαμενή σκέψης SAM όταν ακόμη ήταν Υπουργός Εξωτερικών (Ιανουάριος 2013), αναγνωρίζει την ανάγκη μετάβασης από τον πρότερο συναισθηματισμό προς τον ορθολογισμό, στην βάση του σεβασμού των επί μέρους εθνικών ταυτοτήτων [9]. Αλληλεγγύη και αλληλοκατανόηση αποτελούν τις αρχές της νέας σχέσης, σύμφωνα με την οπτική του Davutoğlu. Ήδη λοιπόν από τη δεκαετία του 2000 και μολονότι το «αφήγημα» του ωμού Παντουρκισμού δεν εγκαταλείφθηκε τελείως, ακολούθησε η φάση του πραγματιστικού επαναπροσδιορισμού της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, με έμφαση στην οικονομική διπλωματία: Επιφανείς Τούρκοι επιχειρηματίες ενθαρρύνθηκαν ασμένως από την Άγκυρα να στραφούν άμεσα στην Ανατολή με πολύτιμη αρωγή εκ μέρους της αρμόδιας υπηρεσίας εξωστρέφειας (ΤΙΚΑ), ενώ η -επίσης κρατική- τράπεζα ΕΧΙΜΒΑΝΚ χορήγησε πιστώσεις στα μετασοβιετικά κράτη, καίτοι με μάλλον υψηλά επιτόκια. Ο τίτλος μιας ανάλυσης του πρακτορείου Reuters το 2010 ήταν αποκαλυπτικός: «Οι τίγρεις της Ανατολίας πηγαίνουν εκεί που τις οδηγεί η διπλωματία της Τουρκίας» [10].
Επί ημερών Erdogan, τα τελευταία 15 έτη, η de facto οικονομική σχέση της Τουρκίας με το Αζερμπαϊτζάν και τις χώρες της Κεντρικής Ασίας απέκτησε και θεσμικό ή διακρατικό μανδύα. Αποκορύφωμα όλων αυτών των ενεργειών αποτέλεσε η σύσταση, τον Οκτώβριο του 2009, του Συμβουλίου Συνεργασίας Τουρκόφωνων Κρατών (Cooperation Council of Turkic Speaking States ή πιο επιγραμματικά Turkic Council), ενός διεθνούς οργανισμού ελάχιστα γνωστού στην Ελλάδα. Η σχετική απόφαση, μάλιστα, ελήφθη στις 3/10/2009 κατά την 9η Σύνοδο Κορυφής των τουρκόφωνων κρατών στο ορεινό Ναχιτσεβάν, περίκλειστο θύλακα του Αζερμπαϊτζάν μεταξύ Ιράν και Αρμενίας και ιστορική κοιτίδα της δυναστείας Aliyev [11]. Η σπουδαιότητα της σχετικής απόφασης έγκειται στο γεγονός ότι οι συμβαλλόμενες χώρες βλέπουν την σταθερότητά τους και τα οικονομικά-πολιτιστικά τους συμφέροντα να είναι αλληλένδετα, άρα θα εφαρμόσουν τον απαραίτητο σχεδιασμό επί της συγκεκριμένης «πλατφόρμας» διακρατικής συνεργασίας, παρατηρεί λίγα χρόνια μετά ο Davutoğlu [12].
Ιδρυτικά κράτη-μέλη του Συμβουλίου Συνεργασίας είναι τέσσερα: Η Τουρκία, το Καζακστάν, το Αζερμπαϊτζάν και η Κιργισία. Το Ουζμπεκιστάν είναι αρκετά πιθανόν να προσχωρήσει και αυτό στο άμεσο μέλλον, σύμφωνα με δήλωση του προέδρου του, Shavkat Mirziyoyev προς τον Τύπο στις 30/4/2018, ενώ το Τουρκμενιστάν δύσκολα θα το πράξει, λόγω της παραδοσιακής του πολιτικής περί ουδετερότητας. Πάντως, και οι δύο αυτές χώρες διατηρούν σήμερα καθεστώς παρατηρητή (observer status), όπως άλλωστε, από τις αρχές του 2018, και η κεντροευρωπαϊκή… Ουγγαρία, που είναι επίσης πλήρες μέλος της ΕΕ! Σύμφωνα με την ιστοσελίδα του τουρκικού ΥΠΕΞ, εκπεφρασμένος στόχος (mission statement) του εν λόγω Οργανισμού είναι ο παρακάτω: «Επωφελούμενος από τις ιστορικές και πολιτισμικές συσσωματώσεις του Τουρκικού κόσμου, να αναπτύξει την πολυμερή συνεργασία μεταξύ των τουρκόφωνων Κρατών» [13].
Η Γραμματεία του Οργανισμού ξεκίνησε τη λειτουργία της τον Νοέμβριο του 2010 με έδρα την Κωνσταντινούπολη και επικεφαλής τον Τούρκο πρέσβυ κ. Akinci. Τον Σεπτέμβριο του 2014, ο Akinci αντικαταστάθηκε από τον -ηλικίας μόλις 36 ετών τότε- Αζέρο κ. Hasanov. Αυτός παρέμεινε Γραμματέας μέχρι το Σεπτέμβριο του 2018, οπότε τον διαδέχτηκε ο Καζάκος διπλωμάτης (πρώην πρέσβυς σε Ριάντ, Άγκυρα και Τεχεράνη) κ. Amreyev, ο οποίος είχε ξεκινήσει την καριέρα του στο… σοβιετικό ΥΠΕΞ το 1980.
Αθροιστικά, τα τέσσερα πλήρη μέλη του Συμβουλίου Συνεργασίας καλύπτουν έκταση 3,8 εκατ. τετρ. χιλιόμετρα ή ίση με 29 φορές την επικράτεια της Ελλάδας, έχουν πληθυσμό σχεδόν 115 εκατ. κατοίκους και ονομαστικό ΑΕΠ σχεδόν 1,3 τρισ. δολάρια (εκτίμηση 2017). Ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, το 2017 πρώτη ήταν η Τουρκία (10.400 $/κάτοικο), δεύτερο το πλούσιο σε υδρογονάνθρακες Καζακστάν (8.600 $), το οποίο αναμένεται να την φτάσει στις αρχές της δεκαετίας του 2020, αρκετά πιο πίσω βρισκόταν το Αζερμπαϊτζάν (4.000 $) και, τέλος, στην «τρίτη ταχύτητα» η φτωχή Κιργισία (156η πλουσιότερη χώρα στον κόσμο σήμερα με μόλις 1.140 δολάρια/κάτοικο). Προς την Κιργισία, σημειωτέον, η Τουρκία έχει χορηγήσει κρατική αναπτυξιακή βοήθεια (ODA) ύψους σχεδόν 1 δισ. δολαρίων. Μέχρι σήμερα, έξι Σύνοδοι Κορυφής του Συμβουλίου Συνεργασίας έχουν λάβει χώρα, με την τελευταία το Σεπτέμβριο του 2018 στην πόλη Cholpon-Ata της Κιργισίας.
Από τα επί μέρους θεσμικά μορφώματα τα οποία εμπίπτουν στην «ομπρέλα» του εν λόγω Οργανισμού, ξεχωρίζουν, κατά την εκτίμησή μας, τα ακόλουθα: Πρώτον, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση ή TURKPA (Parliamentary Assembly of Turkic Speaking Countries), με έδρα το Μπακού του Αζερμπαϊτζάν και σύσταση ήδη από το 2008. O μετέπειτα Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου, Hasanov, είχε διατελέσει, από το 2009 ως το 2013, Γραμματέας της TURKPA. Δεύτερον, το Τουρκικό Επιχειρηματικό Συμβούλιο (Turkish Business Council), η δημιουργία του οποίου αποφασίστηκε στην Σύνοδο Κορυφής της Αλμάτυ στο τέλος του 2011. Τρίτον, η επιστημονικού και ερευνητικού χαρακτήρα Διεθνής Τουρκική Ακαδημία (International Turkic Academy) με έδρα την Αστανά του Καζακστάν. Αυτή ιδρύθηκε το 2010 ως αμιγώς καζακική ιδέα, αλλά, τον Αύγουστο του 2012, στην Σύνοδο Κορυφής των Τουρκόφωνων στο Μπίσεκ, αποφασίστηκε όπως υπαχθεί στο Συμβούλιο Συνεργασίας και έκτοτε κατέστη διεθνής θεσμός [14]. Σε κάθε περίπτωση, το Συμβούλιο Συνεργασίας των Τουρκόφωνων Κρατών έχει, εκτός από οικονομική, και κατεξοχήν πολιτική διάσταση, όπως επιβεβαιώνουν οι τακτικές συναντήσεις των Υπουργών Εξωτερικών, στις οποίες θίγονται και θέματα ασφάλειας [15]. Όλα τα θεσμικού χαρακτήρα κείμενα (πρωτόκολλα, μνημόνια κατανόησης κλπ) που καθορίζουν τις περιοχές συνεργασίας είναι διαθέσιμα, και μάλιστα και στην αγγλική γλώσσα, στην ιστοσελίδα του Οργανισμού [16]. Ακολουθεί μια σύντομη παρουσίαση της τουρκικής παρουσίας στις τρεις εκείνες χώρες όπου έχει καταγραφεί η μεγαλύτερη παρουσία της, ήτοι, κατά σειρά σπουδαιότητας, σε Αζερμπαϊτζάν, σε Τουρκμενιστάν και σε Καζακστάν.
ΤΟΥΡΚΙΑ ΚΑΙ ΑΖΕΡΜΠΑΪΤΖΑΝ
Διαβάστε εδώ τη συνέχεια του άρθρου.
Ο Δρ ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΙΤΑΡΑΣ είναι στρατηγικός αναλυτής, επισκέπτης καθηγητής στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Ενέργεια: Στρατηγική, δίκαιο και οικονομία» του Πανεπιστημίου Πειραιώς και με εμπειρία στην περιοχή. Όλες οι απόψεις που εκφράζονται στο παρόν δοκίμιο είναι αυστηρά προσωπικές.
foreignaffairs