Ο Βαγγέλης Βουλγαρίδης δεν είναι απλώς ένας ακριβοθώρητος ηθοποιός της «χρυσής» εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, που με μόλις 12 ταινίες έμεινε βαθιά χαραγμένος στη μνήμη όλων μας… Είναι ένας ρομαντικός και πολύ χαμηλών τόνων άνθρωπος, που για περισσότερο από 25 χρόνια έχει επιλέξει να περνά απαρατήρητος και να απέχει από οποιασδήποτε μορφής δημοσιότητα.
Ο πάλαι ποτέ ζεν πρεμιέ ταινιών, όπως «Το δόλωμα», «Ο κατήφορος», «Νόμος 4.000» γινόταν άλλοτε το αγόρι της Αλίκης, άλλοτε της Ζωής και και άλλοτε το κολεγιόπαιδο που παραστρατούσε. Ο Βαγγέλης Βουλγαρίδης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 4 Αυγούστου του 1942, δηλαδή σήμερα είναι 77 ετών.
«Από καλή οικογένεια» όπως λένε στο καλλιτεχνικό στερέωμα, δεν ήταν γι’ αυτόν το επάγγελμα του ηθοποιού βιοποριστικό. Από το σχολείο του αποφοίτησε με άριστα, ενώ από νεαρός είχε πέραση στο γυναικείο φύλο, σύμφωνα με την Espresso.
Ήταν ένα πανέμορφο ψηλόλιγνο αγόρι, με μεγάλα μαύρα μάτια. Το ευγενικό παρουσιαστικό του, η ομιλία και η άρθρωση του, ακόμη και ο τρόπος που σε κοίταζε ήταν διαφορετικά από των άλλων αντρών εκείνης της εποχής. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Λυκούργου Σταυράκου και αμέσως ξεχώρισε ανάμεσα σε άλλους ηθοποιούς της γενιάς του. Διακρίθηκε για το ταλέντο του, αλλά κυρίως για το ήθος του, και η πρώτη επαγγελματική πρόταση ήρθε από τον Ορέστη Λάσκο, για την ταινία «Νύχτες στο Μιραμάρε», όπου σε ηλικία 16 ετών έκανε το ντεμπούτο του στο πλευρό της Σμαρούλας Γιούλη και της Ζωζώς Σαπουντζάκη, ενσαρκώνοντας τον Δημήτρη Αντωνίου. Από εκεί και πέρα η καριέρα του εκτινάχθηκε στα ύψη, μια και τον ανέλαβε ο Γιάννης Δαλιανίδης για να τον κάνει τον επόμενο ζεν πρεμιέ της εποχής, σε ρόλους-σταθμούς, σε ταινίες όπως «Ο κατήφορος», που έσπασε ταμεία το 1961, «Νόμος 4.000» το 1962, «Μερικοί το προτιμούν κρύο» την ίδια χρονιά και μερικές ακόμα…
Αίγλη
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, την ίδια περίοδο που ο ελληνικός κινηματογράφος έχανε πλέον την αίγλη του. Η τελευταία ταινία του ήταν το 1973 με τίτλο «Τανγκό 2001». Την ίδια περίοδο της μεγάλης δόξας του έπαιξε και σε θεατρικά έργα, όχι όμως σε πολλά, άλλωστε δεν είχε βιοποριστικό πρόβλημα. Προτιμούσε να κάνει ελάχιστα πράγματα, αλλά προσεγμένα.
Ενσάρκωσε κυρίως ευαίσθητους χαρακτήρες και έμεινε στη συνείδηση του κοινού για τον ευγενικό χαρακτήρα του και τη σεμνότητα του. «Δεν δίστασα νο μείνω άνεργος… Είναι πιο τίμιο να πάω να δουλέψω στα μπουζούκια από το να βγω στη σκηνή και να πω ασυναρτησίες, ανοησίες. Να κοροϊδέψω τον κόσμο» είχε αναφέρει σε μια από τις πολύ σπάνιες συνεντεύξεις του στο παρελθόν.
Και τα επόμενα χρόνια, όμως, ο Γιάννης Δαλιανίδης δεν τον άφησε χωρίς δουλειά, μια και εκτιμούσε πολύ το ήθος του. Έτσι, τον έκανε παρουσιαστή στη θρυλική τηλεοπτική σειρά του «Λούνα Παρκ», ενώ συμμετείχε και στη σειρά του Ερρίκου Ανδρέου «Στησιχόρου 73», που προβλήθηκε από την ΥΕΝΕΔ. Τελευταία του δουλειά ως ηθοποιού ήταν στη «Λάμψη»του Νίκου Φώσκολου, στις αρχές της δεκαετίας του’90.
Με την Καίτη Γκρέυ σε πρόσφατη φωτογραφία
Πηγή: Espresso