ΣΗΜΕΙΑ ΑΝΤΙΦΩΝΗΣΗΣ
ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ. ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΩΣ ΕΠΙΤΙΜΟΥ ΔΗΜΟΤΗ
ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΑΠΟΚΟΡΩΝΟΥ
Βάμος, 5/5/2019
Κύριε Δήμαρχε,
Σας ευχαριστώ θερμώς για την μεγάλη τιμή την οποία μου περιποιήσατε, υπό την ιδιότητά μου ως Προέδρου της Δημοκρατίας, απονέμοντάς μου τον τίτλο του Επίτιμου Δημότη Αποκορώνου. Ενός Ιστορικού, με όλη την σημασία της λέξης, Τόπου, με λαμπρή, καθότι ηρωϊκή, παρουσία στους μεγάλους υπέρ του Έθνους Αγώνες. Η τιμή αυτή με συγκινεί όλως ιδιαιτέρως και για τον επιπρόσθετο λόγο, ότι μου έγινε κατά την Επέτειο ενός πολύ σημαντικού γεγονότος της Ιστορίας όχι μόνο της Κρήτης αλλά, με βάση τις εξελίξεις που αυτό δρομολόγησε, της σύγχρονης Ελλάδας εν γένει. Πρόκειται για την Επέτειο Απελευθέρωσης της Επαρχίας Αποκορώνου από τον τουρκικό ζυγό, το 1896, την οποία με την δέουσα λαμπρότητα σήμερα εορτάζουμε. Μιαν Επέτειο, η οποία έχει καθιερωθεί με το Διάταγμα της 13ης Μαρτίου 1961. Τιμούμε δε αυτή την Επέτειο εδώ, στον Βάμο, διότι αυτός ο Ηρωϊκός Τόπος υπήρξε το επίκεντρο του μεγάλου Αγώνα, ο οποίος οδήγησε στην Απελευθέρωση της Επαρχίας Αποκορώνου, επέκεινα δε στις ευτυχείς εξελίξεις ως την Απελευθέρωση και την τελική ένταξη της Κρήτης στον Εθνικό μας Κορμό. Έχοντας πλήρη επίγνωση ότι η μεγάλη αυτή τιμή δεν αφορά το πρόσωπό μου, αλλά τον θεσμό τον οποίο υπηρετώ, σας διαβεβαιώ ότι μετατρέπεται, αυτοθρόως, στο χρέος μου να εμπνέομαι από την Ιστορία του Δήμου Αποκορώνου και ν’ ασκώ τα καθήκοντά μου με βάση τα διδάγματα της Ιστορίας αυτής.
I. Επιτρέψατέ μου, λοιπόν, ν’ αναφερθώ, έστω δι’ ολίγων, στο ιστορικό της εν λόγω Επανάστασης και της Πολιορκίας του Βάμου:
A. Κατ’ αρχάς, πρέπει να τονισθεί ότι οι συνθήκες για την έκρηξη της Επανάστασης την εποχή εκείνη στην Κρήτη δεν φαίνονταν ευνοϊκές. Ο αυταρχικός τρόπος διοίκησης του Τούρκου Γενικού Διοικητή Κρήτης, Μαχμούτ Τζελαλεδίν πασά, που αντικατοπτριζόταν στην εφαρμογή του στρατιωτικού νόμου και στην ευρεία χρήση της τρομοκρατίας για τον εκφοβισμό των Χριστιανών Κρητών, η κακή κατάσταση της οικονομίας και της παιδείας αλλά και το γεγονός ότι η Διοίκηση του Ελληνικής καταγωγής και Χριστιανού, Αλέξανδρου Καραθεοδωρή -την οποία υποστήριξε, ορθώς, και ο νεαρός τότε Ελευθέριος Βενιζέλος- διήρκησε μόνον από το 1895 έως το 1896 και έληξε με απογοητευτικό τρόπο, καθώς ο Καραθεοδωρή αντικαταστάθηκε από τον Αλβανό Τουρχάν πασά, αποδεικνύουν το δυσάρεστο έως αρνητικό κλίμα που επικρατούσε τότε στην πολιτική ζωή και την κοινωνία της Κρήτης. Επιπροσθέτως, πρέπει να σημειωθεί ότι η Κυβέρνηση Δηλιγιάννη στην Αθήνα αλλά και οι περισσότεροι Πρόκριτοι στην Κρήτη φαίνονταν διστακτικοί στο ν’ αντιδράσουν δυναμικά. Ο φόβος επανάληψης των θλιβερών γεγονότων του 1889 ήταν εμφανής.
Β. Ήταν τότε που «μίλησε», σε μιάν «έκρηξη αποκοτιάς», η Κρητική Ψυχή, μέσ’ από την απόφαση νέων ανθρώπων να συγκροτήσουν την «Μεταπολιτευτική Επιτροπή», η οποία είχε ως αρχικό στόχο την επαναφορά και τον σεβασμό των προνομίων της Σύμβασης της Χαλέπας και, σε δεύτερο στάδιο, την αυτονόμηση της Κρήτης. Με «μπροστάρη» τον γενναίο Πρωτοδίκη Βάμου Μανούσο Κούνδουρο ξεκίνησε την Επανάσταση, η οποία, με αφετηρία και επίκεντρο την Πολιορκία του Βάμου, εξαπλώθηκε, με ταχύτατο ρυθμό, σε όλη την Επαρχία Αποκορώνου.
Γ. Αξίζει να τονισθεί πως δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι βασικός σκοπός της «Μεταπολιτευτικής Επιτροπής» υπήρξε η αυτονόμηση της Κρήτης και όχι η ένωσή της με την Ελλάδα, καθώς οφείλουμε να λάβουμε υπ’ όψιν τις ακόλουθες σχετικές επισημάνσεις του Ελευθερίου Πρεβελάκη: «Η επανάσταση αυτή είχε χαρακτήρα συντηρητικό γιατί, μολονότι διεκδικούσε για τους Χριστιανούς της Κρήτης περισσότερα προνόμια από όσα τους έδινε η Σύμβαση της Χαλέπας, είχε θέσει για σκοπό της τη μεταπολίτευση, δηλαδή ένα είδος αυτονομίας, και όχι την ένωση με την Ελλάδα. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι πρωτεργάτες της επανάστασης δεν ήθελαν την ένωση. Η πείρα όμως των προηγούμενων επαναστάσεων τους έπειθε ότι η ένωση ήταν απραγματοποίητη χωρίς να μεσολαβήσει κάποιο ενδιάμεσο καθεστώς». Αλλά ας δούμε τα γεγονότα στην χρονολογική τους σειρά:
1. Στις 3 Σεπτεμβρίου/15 Σεπτεμβρίου 1895 -σύμφωνα με το νέο ημερολόγιο- συνήλθε στο Κλήμα Αλικάμπου, μετά την από 20 Αυγούστου/1 Σεπτεμβρίου του 1895 πρόσκληση–προκήρυξη του Μανούσου Κούνδουρου, μεγάλη συνάθροιση εκπροσώπων του Κρητικού Λαού, όπου αποφασίστηκε η υποβολή υπομνήματος περίπου δέκα κεντρικών αιτημάτων προς τους εκπροσώπους των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων και την Ελληνική Κυβέρνηση, που αφορούσαν την εφαρμογή του «Οργανικού Νόμου» της Χαλέπας, διότι η Υψηλή Πύλη κωλυσιεργούσε και εκδήλωνε εμπράκτως την απροθυμία της να τον εφαρμόσει. Ακολούθησε η εκλογή του Προεδρείου της «Μεταπολιτευτικής Επιτροπής». Πρόεδρος εξελέγη ο Μανούσος Κούνδουρος, με αντιπροέδρους τους Μυλωνογιάννη ή Μυλωνογιαννάκη, Στ. Φωτάκη και Μ. Ζερβό. Αυτοί ανέλαβαν και την προετοιμασία της εξέγερσης.
2. Μετά τις πρώτες συμπλοκές, τον Οκτώβριο του 1895, στην θέση Ασή Γωνιά, μεταξύ του τουρκικού στρατού και των εξεγερθέντων Κρητών, ακολουθούν τον Νοέμβριο του 1895 η μάχη του Αλικάμπου, η μάχη των Καρών Αποκορώνου και η μάχη του Πύργου Κεφάλα, οι οποίες εξανάγκασαν τον τουρκικό στρατό να καταφύγει στον Βάμο και στο Ρέθυμνο. Παράλληλα, άλλο μέρος του τουρκικού στρατού, που είχε πολιορκηθεί στον στρατώνα Σφακίων, διασώθηκε μόνον χάρη σε τουρκικά πλοία που κατέπλευσαν εκεί και μετέφεραν τους Τούρκους στρατιώτες στα Χανιά. Ο Γενικός Διοικητής, Αλέξανδρος Καραθεοδωρή, δεν μπορούσε πλέον, παρά τις προσπάθειές του, να ελέγξει την κατάσταση, οπότε παραιτήθηκε, στο τέλος του Δεκεμβρίου του 1895. Παράλληλα, αυτές οι εξελίξεις στην Κρήτη προκάλεσαν την αμηχανία της Ελληνικής Κυβέρνησης αλλά και την συγκίνηση της Ελληνικής κοινής γνώμης.
3. Μετά τα προαναφερθέντα γεγονότα του τελευταίου τριμήνου του 1895 και τον διορισμό του μουσουλμάνου Αλβανού Τουρχάν πασά στην θέση του Αλέξανδρου Καραθεοδωρή, και ενώ οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις εξακολουθούσαν να μην εκδηλώνουν την παραμικρή διάθεση για την ανάληψη πρωτοβουλίας, με σκοπό την εφαρμογή των όρων του υπομνήματος που είχε υποβάλει η «Μεταπολιτευτική Επιτροπή» της Κρήτης, η τελευταία αποφάσισε την συνέχιση, με εντονότερους ρυθμούς, της επαναστατικής της δράσης, μέσω της κατάληψης του Βάμου, ενός από τα ισχυρότερα στρατιωτικά και διοικητικά κέντρα του νησιού και Πρωτεύουσας του νομού Σφακίων, με απώτερο σκοπό την κατάλυση της οθωμανικής διοίκησης και την αυτονόμηση της Κρήτης.
4. Στις 3 Μαΐου 1896, οι «Μεταπολιτευτικοί» ξεκινούν την πολιορκία του Βάμου. Από την δεύτερη, κιόλας, ημέρα η πίεση προς τους Τούρκους, οι οποίοι υπολογίζονταν σε 1.600, άρχισε να γίνεται πολύ αισθητή, ιδιαιτέρως όταν κάποιοι, περισσότερο θαρραλέοι, οπλαρχηγοί και αγωνιστές εισήλθαν στον Βάμο, όπου με κλιμακωτές οχυρώσεις σε οικίες άρχισαν να προσεγγίζουν τα δημόσια κτίρια.
5. Στις 5 Μαΐου, οι θέσεις των επαναστατών ενισχύονται με εκατοντάδες οπλίτες από τις επαρχίες Αποκορώνου, Σφακίων, Κυδωνίας, Αγίου Βασιλείου και Ρεθύμνου. Η πολιορκία, όμως, γίνεται ακόμα πιο αφόρητη για τους Τούρκους, όταν ο Παπά-Μαλέκος και ο Ι. Καλογερής καταλαμβάνουν το αρτοποιείο του τουρκικού στρατού, με αποτέλεσμα οι πολιορκημένοι ν’ αντιμετωπίζουν πλέον και το πρόβλημα της πείνας. Στις 11 Μαΐου, οι εξεγερμένοι Κρήτες που είχαν περικυκλώσει το Διοικητήριο έφθαναν τους 1500, ενώ στην κορύφωση της πολιορκίας ανήλθαν σε 4.000. Η κατάληψη του Διοικητηρίου είχε μεγάλη στρατιωτική σημασία και θα εδραίωνε το κίνημα.
6. Στο μεταξύ, το μουσουλμανικό στοιχείο των Χανίων άρχισε να εκδηλώνει εχθρικές διαθέσεις προς τους Χριστιανούς κατοίκους της Πόλης. Στις 12 Μαΐου, φανατικά μουσουλμανικά στοιχεία εξαπολύθηκαν κατά του ανυπεράσπιστου Χριστιανικού πληθυσμού της Πόλης. Ο Τουρχάν πασάς δήλωνε αδυναμία ν’ αποκαταστήσει την τάξη και οι Πρόξενοι ζητούσαν από τις Κυβερνήσεις τους να στείλουν πολεμικά πλοία στα Χανιά.
7. Οι οθωμανικές δυνάμεις στον Βάμο ζούσαν υπό την απειλή μιας μεγάλης ταπείνωσης. Το Διοικητήριο σύντομα θα έπεφτε. Ο Αβδουλάχ πασάς, που διαδέχθηκε τον Τουρχάν πασά στη θέση του Γενικού Διοικητή, για να σώσει τους πολιορκούμενους εκστράτευσε στον Βάμο, έλυσε την πολιορκία και με μεγάλες απώλειες επέστρεψε στα Χανιά. Παραταύτα, τον Ιούνιο η Επανάσταση είχε κυριαρχήσει στον νομό Σφακίων και σε μεγάλα τμήματα των νομών Χανίων και Ρεθύμνου. Η θέση της Πύλης ήταν πλέον δύσκολη, αφού αδυνατούσε να καταστείλει τους εξεγερμένους, χωρίς να πνίξει στο αίμα την Κρήτη.
8. Τα υπόλοιπα γεγονότα είναι γνωστά και δεν θα επιμείνω περισσότερο. Μένω στην κατάληξη: Υπό το βάρος της επερχόμενης ταπείνωσης στην Κρήτη αλλά και των πιέσεων των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, ύστερα και από την διεθνή κατακραυγή για τις σφαγές των Αρμενίων, ο σουλτάνος αναγκάσθηκε να παραχωρήσει «Νέο Οργανισμό» στην Κρήτη, με διατάξεις ευνοϊκότερες, σχετικώς, από τις προβλεπόμενες στην Σύμβαση της Χαλέπας. Σπουδαιότερες από αυτές ήταν εκείνες, οι οποίες όριζαν ότι ο Γενικός Διοικητής Κρήτης θα ήταν Χριστιανός με πενταετή θητεία, οι θέσεις των Χριστιανών υπαλλήλων θα ήταν διπλάσιες από εκείνες των μουσουλμάνων, θα οργανωνόταν Κρητική Χωροφυλακή και παρεχωρείτο στο Νησί πλήρης Οικονομική και Δικαστική Ανεξαρτησία, με την εγγύηση των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων. Το σπουδαιότερο όμως ήταν ότι έτσι άνοιξε, οριστικά, ο δρόμος για την πολυπόθητη Ελευθερία της Κρήτης και, στο βάθος, για την ένταξή της στον Εθνικό μας Κορμό.
ΙΙ. Εν κατακλείδι, αυτό που πρέπει να συγκρατήσουμε ως κρίσιμης διαχρονικής σημασίας συμπέρασμα είναι ότι το παράδειγμα των Προγόνων σας της «Μεταπολιτευτικής Επιτροπής» έδειξε τότε, και θα μας δείχνει για πάντα, τι πρέπει να κάνουμε, εμείς, οι Έλληνες, όταν πρόκειται να υπερασπισθούμε την Πατρίδα μας και την Ελευθερία μας. Δοθέντος μάλιστα ότι για κάθε Έλληνα, και διαχρονικώς, η Ελευθερία είναι έννοια και αξία υπαρξιακή, αφού μόνον Ελεύθεροι μπορούμε να ζήσουμε, να υπερασπισθούμε την αξία μας και ν’ αναπτύξουμε ελεύθερα την προσωπικότητά μας.
Α. Επιπλέον, εμείς, οι Έλληνες, έχουμε πλήρη συναίσθηση του ότι υπερασπιζόμενοι την Πατρίδα μας και την Ελευθερία μας, υπερασπιζόμαστε και την εμπέδωση του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου στο σύνολό τους. Εμπνεόμενοι, λοιπόν, από αυτές τις Ιερές Παρακαταθήκες, που μας άφησαν οι Ηρωϊκοί Επαναστάτες της Επαρχίας Αποκορώνου το 1896, οφείλουμε να διεκδικούμε το μέλλον που μας αναλογεί και μας αρμόζει, αναδεικνυόμενοι, κατά την έξοχη ρήση του Θουκυδίδη (Ιστορίαι, Α΄, 70, 3), «και παρά δύναμιν τολμηταί, και παρά γνώμην κινδυνευταί και εν τοις δεινοίς ευέλπιδες».
Β. Προς δε την γείτονα Τουρκία διαμηνύουμε, για πολλοστή φορά, ότι το παρελθόν δεν πρέπει να μας διχάζει, πρέπει όμως να μας διδάσκει. Προς αυτή την κατεύθυνση εμείς, οι Έλληνες, καθιστούμε σαφές ότι η φιλία, η καλή γειτονία και η Ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας -την οποία εμπράκτως ευνοούμε- έχει ως στοιχειώδη προϋπόθεση τον πλήρη και ειλικρινή σεβασμό του συνόλου του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Αυτό τον σεβασμό είμαστε αποφασισμένοι να τον εμπνεύσουμε και, αν χρειασθεί, να τον επιβάλλουμε, δοθέντος ότι η Ιστορία μας έχει αποδείξει πως ουδείς μπορεί να υποτιμά την Δύναμη και το Φρόνημα του Λαού και του Έθνους των Ελλήνων.
Γ. Στο σημείο αυτό θέλω να κάνω την εξής διευκρίνιση, την οποία διατύπωσα και εχθές: Ειδικώς ως προς τον σεβασμό του Δικαίου της Θάλασσας, όπως το Δίκαιο αυτό κωδικοποιήθηκεμέσω της Συνθήκης του Montego Bay του 1982, η Τουρκία οφείλει να το σεβασθεί στο ακέραιο. Και δεν είναι δυνατό, να διατείνεται ότι δεν δεσμεύεται από το Δίκαιο της Θάλασσας επειδή δεν έχει προσχωρήσει στην Συνθήκη του Montego Bay. Επαναλαμβάνω –και δεν θα κουρασθώ να επαναλαμβάνω– ότι η Συνθήκη του Montego Bay, ήτοι το Δίκαιο της Θάλασσας, επειδή έχει υπογραφεί από μεγάλο αριθμό κρατών, παράγει κατά τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, οι οποίοι είναι δεσμευτικοί έναντι πάντων. Αυτοί οι κανόνες δεσμεύουν και την Τουρκία. Δεν μπορεί η Τουρκία ν’ αυθαιρετεί και ν’ αμφισβητεί το Δίκαιο της Θάλασσας. Θα το σεβασθεί, κι ας αντιληφθεί ότι εμείς, οι Έλληνες, μαζί με τους Εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τους Συμμάχους μας στο ΝΑΤΟ, θα επιβάλλουμε την εφαρμογή του και τον σεβασμό του. Η χθεσινή δήλωση της κυρίας Φεντερίκα Μογκερίνι είναι άκρως ενδεικτική. Πέραν τούτου, καθιστούμε σαφές και το ότι εάν αποδεχόμασταν αυθαιρεσίες εκ μέρους της Τουρκίας σε ό,τι αφορά τον καθορισμό της ΑΟΖ κατά παράβαση του Δικαίου της Θάλασσας, αυτό θα αποτελούσε ένα εξαιρετικά αρνητικό προηγούμενο, ιδιαίτερα επικίνδυνο και για την Ευρωπαϊκή Ένωση και για την Διεθνή Κοινότητα. Και κάτι τέτοιο για εμάς, τους Έλληνες, είναι αδιανόητο.
Κύριε Δήμαρχε,
Αναχωρώντας από τον Ιστορικό Δήμο Αποκορώνου, με τον άκρως τιμητικό τίτλο του Επίτιμου Δημότη του, θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι όσα εξέθεσα θ’ αποτελέσουν καθοριστικής σημασίας δείκτη πορείας κατά την άσκηση των καθηκόντων μου, και όχι μόνον. Επιπλέον, παίρνω μαζί μου, στις νοερές αποσκευές μου, τις καλύτερες αναμνήσεις της έξοχης φιλοξενίας που μου επιφυλάξατε, για την οποία, και πάλι, βαθύτατα σας ευχαριστώ.