Πρόοδο σε όλους τους τομείς των μεταρρυθμίσεων, αλλά σε κάποιους τομείς με επιβράδυνση και καθυστερήσεις, διαπιστώνει η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο πλαίσιο της δεύτερης ενισχυμένης εποπτείας της Ελλάδας που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα. Η Επιτροπή υπογραμμίζει την ανάγκη να επιτευχθεί σύντομα συμφωνία μεταξύ των ελληνικών αρχών και των θεσμών στο σχέδιο μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και στο θέμα της ΔΕΗ.
Αρχικά, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το Eurogroup θα βασιστεί στην έκθεση αυτή για να αποφασίσει αν θα ενεργοποιήσει τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που αντιστοιχούν σε ποσό ύψους 970 εκατ. ευρώ. Αυτά περιλαμβάνουν τις επιστροφές των κερδών των ελληνικών ομολόγων που διακρατούν οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες (ΑΝFAs-SMPs) και την κατάργηση της προσαύξησης επιτοκίου από τα δάνεια του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕFSF).
Σε ό,τι αφορά τα δημοσιονομικά, η έκθεση τονίζει ότι η Ελλάδα είναι πιθανόν να έχει υπερβεί, για τέταρτη συνεχή χρονιά, το στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος που είναι 3,5% του ΑΕΠ για το 2018 και πως ο ίδιος στόχος αναμένεται να επιτευχθεί και το 2019.
Συνεχίζοντας, η Eπιτροπή επισημαίνει τους κινδύνους για την ανάκαμψη των επενδύσεων και τις εξαγωγικές επιδόσεις της Ελλάδας. Ένας βασικός κίνδυνος είναι το υψηλό επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι πιέσεις στις μισθολογικές αυξήσεις, αλλά και η παγκόσμια επιβράδυνση, ιδιαίτερα η επιβράδυνση στην ανάπτυξη της ΕΕ.
Σε ό,τι αφορά τον χρηματοπιστωτικό τομέα, η Επιτροπή κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για το πολύ υψηλό επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων. «Η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων συνεχίζεται, αλλά η υιοθέτηση εργαλείων για την επίλυσή τους υπολείπεται των προσδοκιών», αναφέρει η έκθεση. Το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώνεται σταδιακά, αλλά παραμένει υψηλό σε 85 δισ. ευρώ ή περίπου 47% του συνόλου των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων το Σεπτέμβριο του 2018.
Επισημαίνεται ότι οι Ελληνικές αρχές έστειλαν πρόσφατα στην Επιτροπή μια πρόταση για ένα είδος καθεστώτος προστασίας περιουσιακών στοιχείων που στοχεύει στη μείωση των «κόκκινων» δανείων. Σε ό,τι αφορά τις συζητήσεις για το νέο σύστημα προστασίας της πρώτης κατοικίας, το οποίο θα αντικαταστήσει το νόμο Κατσέλη, επισημαίνεται ότι οι θεσμοί ανησυχούν για τα εξής: Πρέπει να διασφαλιστεί ότι το σύστημα είναι προσωρινό, με στόχο την προστασία των πλέον ευάλωτων νοικοκυριών και όχι την ενθάρρυνση των στρατηγικών κακοπληρωτών. Επίσης, το νέο καθεστώς θα πρέπει να αξιολογηθεί από την Επιτροπή από την άποψη της κρατικής ενίσχυσης.
Σε ό,τι αφορά τη μεταρρύθμιση της αγοράς ενέργειας, η έκθεση της Επιτροπής λέει ότι έχει προχωρήσει, αν και με αργούς ρυθμούς και με ορισμένα ανοικτά ζητήματα. Ειδικότερα για το ζήτημα της ΔΕΗ, η Επιτροπή εντοπίζει καθυστερήσεις και θέτει ζήτημα κατάχρησης της δεσπόζουσας θέσης της. Τα μέτρα για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης πρέπει να συμφωνηθούν με την Επιτροπή και οι ελληνικές αρχές θα υποβάλουν νέα πρόταση έως τις αρχές Μαρτίου 2019 για να αξιολογηθεί αν έχει σημειωθεί πρόοδος όσον αφορά τη συμμόρφωση με τις αντιμονοπωλιακές διορθωτικές ενέργειες. Σημειώνεται, επίσης, ότι οι συζητήσεις μεταξύ των ελληνικών αρχών, της ΔΕΗ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βρίσκονται σε εξέλιξη για την εξεύρεση αποδεκτού μέσου αντιμετώπισης της αντιμονοπωλιακής υπόθεσης, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της νομοθεσίας της ΕΕ.
Σε ό,τι αφορά τις ιδιωτικοποιήσεις, η έκθεση της Επιτροπής τονίζει ότι κάποιες ολοκληρώθηκαν επιτυχώς (ΔΕΣΦΑ, Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών), ενώ το Ελληνικό έχει καθυστερήσει. Όσον αφορά τις ιδιωτικοποιήσεις που σχεδιάζεται να ολοκληρωθούν ως το τέλος του 2019, σημειώνεται πρόοδος για τους περιφερειακούς λιμένες, αλλά και καθυστερήσεις στην παραχώρηση της Εγνατίας και της μαρίνας του Αλίμου.
Εξάλλου, στον τομέα της αγοράς εργασίας η Επιτροπή εκφράζει ανησυχίες για τη «διψήφια ποσοστιαία αύξηση του κατώτατου μισθού κατά περίπου 11%» και τις μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις της στην ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα. Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι κάποια αύξηση του νόμιμου κατώτατου μισθού ήταν αναμενόμενη και είναι πράγματι ευπρόσδεκτη, καθώς το επίπεδό της είχε παγώσει από το 2012. Αναγνωρίζει, επίσης, ότι βραχυπρόθεσμα, η αύξηση μπορεί να έχει θετικές επιπτώσεις όσον αφορά το αυξημένο διαθέσιμο εισόδημα και την κατανάλωση. Σημειώνει, ωστόσο, ότι οι προοπτικές απασχόλησης συγκεκριμένων ομάδων μπορεί να επηρεαστούν αρνητικά, καθώς η αύξηση κατά σχεδόν 11% υπερβαίνει κατά πολύ τα προβλεπόμενα ποσοστά αύξησης της παραγωγικότητας στην Ελλάδα κατά τα προσεχή έτη. Συνεπώς, αυτό θα συνεπάγεται σημαντική απώλεια ανταγωνιστικότητας σε σύγκριση με τις άλλες χώρες στην Ευρωζώνη και αυξάνεται ο κίνδυνος αρνητικών επιπτώσεων στην απασχόληση, κυρίως στους εργαζόμενους με χαμηλή ειδίκευση και στους νέους.
Εξάλλου, η Επιτροπή εκφράζει ανησυχία και για την επιβράδυνση του ρυθμού μείωσης των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, ενώ επισημαίνει ότι δημιουργούνται νέες οφειλές. Στο τέλος Δεκεμβρίου του 2018 οι ληξιπρόθεσμες οφειλές ανέρχονταν στα 1,4 δισ. ευρώ, μειωμένες κατά 0,3 δισ. ευρώ σε σχέση με τον Αύγουστο του 2018.
Σε ό,τι αφορά τον δημόσιο τομέα, η Επιτροπή εκφράζει ανησυχίες για τις πρόσφατες ανακοινώσεις της κυβέρνησης για νέες προσλήψεις μόνιμου προσωπικού το 2019 και για τη σημαντική αύξηση του έκτακτου προσωπικού το 2018, υπογραμμίζοντας ότι πρέπει να αποφευχθεί η επιστροφή στον υπερβολικό αριθμό δημοσίων υπαλλήλων στα προ κρίσης επίπεδα, αλλά και η αντίστοιχη πίεση στους δημοσιονομικούς στόχους.
Σε ό,τι αφορά τον εκσυγχρονισμό της Δημόσιας Διοίκησης, ο διορισμός των 90 υψηλόβαθμων στελεχών του Δημοσίου ολοκληρώθηκε, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχει πραγματοποιηθεί κανένας από τους αναμενόμενους 69 διορισμούς διοικητικών γραμματέων.
Σχετικά με την κρατική χρηματοδότηση, υπενθυμίζεται ότι η Ελλάδα άντλησε 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ με την έκδοση πενταετούς κρατικού ομολόγου στα τέλη Ιανουαρίου 2019, την πρώτη έκδοση ομολόγων από το Φεβρουάριο του 2018, και από το τέλος του προγράμματος ESM. Η απόδοση ήταν 3,6%, χαμηλότερη από το αρχικά προγραμματισμένο εύρος 3,75-3,85%. Παρόλο που η εξέλιξη αυτή ήταν θετική, δείχνει επίσης ότι τα περιθώρια διακύμανσης των αποδόσεων (yield spreads) της Ελλάδας παραμένουν υψηλά και ευαίσθητα όχι μόνο στις εξωτερικές συνθήκες της αγοράς αλλά και σε εσωτερικούς παράγοντες.
Τέλος, η Επιτροπή τονίζει ότι η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους παραμένει σε σταθερά επίπεδα, σε σχέση με την τελευταία ανάλυση της βιωσιμότητας του Νοεμβρίου του 2018.