Όταν έκλεισα τα 18 μου χρόνια πήγα τρεμάμενη στον Γιάννη Καψή, διευθυντή τότε του Ταχυδρόμου και τού ζήτησα να με δοκιμάσει στη δουλειά. Ο πατέρας μου Λουκής Ακρίτας ήταν δάσκαλος του κι ο Καψής έγινε δάσκαλος για μένα. Θυμάμαι ότι μου είπε χαρακτηριστικά.
«Να είσαι προετοιμασμένη όμως. Όπως ο πατέρας σου μού έβγαλε το λάδι έτσι κι εγώ θα στο βγάλω το λάδι.»
Και μου το έβγαλε. Και μ’ έκανε δημοσιογράφο.
Έπαιξε ρόλο, λοιπόν, το ότι ήμουν κόρη του μπαμπά μου; Έπαιξε. Το επώνυμο ‘Ακρίτα’ μου έδωσε μια πρώτη ευκαιρία, αλλά μέχρι εκεί. Αν δεν ήμουν της προκοπής, η δημοσιογραφία θα με ξέρναγε. Κανένα παιδί δεν έκανε καριέρα επειδή τους γονείς του τους έλεγαν έτσι ή γιουβέτσι.
Βέβαια, η οικογενειοκρατία στην πολιτική είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία. Κατά παράδοσιν κι από αμνημονεύτων, το μισό κοινοβούλιο είναι (επι)γόνοι. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, το επώνυμο όντως δίνει το εναρκτήριο λάκτισμα. Και όντως είναι η απαρχή μιας προνομιακής μεταχείρισης; Άλλο να ξεκινάς από το μηδέν, κι άλλο να έχουν κάνει οι γονείς σου το πρώτο βήμα για σένα. Από κει κι ύστερα όμως, είσαι μόνος σου. Και καλείσαι να δουλέψεις διπλά απ’ τους άλλους για να αποδείξεις πως δεν είσαι ‘πορφυρογέννητος’.
Πάμε λίγο στο ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ που εκ νέου δρομολόγησε το διαβόητο ντιμπέιτ. Θα είμαι ειλικρινής, την Μυρσίνη Λοϊζου δεν την γνωρίζω. Μπορεί να είναι καλή, μπορεί κακή, ιδέαν δεν έχω. Όπως ιδέα δεν έχω αν την πήραν για το όνομα του πατέρα της ή για την δική της αξία. Ένα παλιό της σχόλιο διάβασα περί των θυμάτων του Σάββα Ξηρού και θύμωσα πολύ. Μόνο ‘λεκτικό ατόπημα’ δεν το λες αυτό το ‘πράγμα’– αρνούμαι να το ανακυκλώσω. Ούτε κάτι άλλα άθλια κι ελεεινά που, κατα την γνώμη μου, καθιστούν επιεικώς απαράδεκτη την υποψηφιότητα της.
Όταν όμως κολλάμε την στάμπα του νεποτισμού σε έναν κορυφαίο επιστήμονα όπως ο Δημήτρης Πλουμπίδης, γελάνε και τα πόμολα και γελάνε πολύ. Βεβαίως, ο πατέρας του ο Νίκος Πλουμπίδης υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Έχει ενδιαφέρον το ότι συνάντησε τον γιο του μια και μοναδική φορά, όταν το παιδάκι ήταν 8 χρονών. ΤΟ 1952 ο Πλουμπίδης διεγράφη από ΚΚΕ, το κόμμα για το οποίο δυο χρόνια αργότερα, θα έδινε και τη ζωή του μπροστά το εκτελεστικό απόσπασμα. Κι όμως ο 8χρονος Δημήτρης – παρά την κομματική απομόνωση και το ‘στίγμα του πατέρα προδότη’ – άντεξε, μεγάλωσε, σπούδασε κι έγινε ένας από τούς διαπρεπέστερους επιστήμονες στον τομέα της ψυχιατρικής. Δεν είναι εύκολο ξέρετε αυτό. Καθόλου εύκολο. Πολλά παιδιά συνθλίβονται από μια τέτοια κληρονομιά – μετά σου λέει γόνοι με βαρύ όνομα, my ass.
Ο Δημήτρης Πλουμπίδης σήμερα είναι ομότιμος καθηγητής Ψυχιατρικής. Επικεντρώθηκε στην εξωνοσοκομειακή άσκηση της ψυχιατρικής και την ψυχοκοινωνική αποκατάσταση των ψυχικά ασθενών. Σήμερα είναι εκπρόσωπος της Ελλάδας για θέματα ψυχικής υγείας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και Πρόεδρος της Επιτροπής Ψυχικής Υγείας του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας. Και πολλά άλλα, σπουδαία και μεγάλα ας μην κάνουμε το κείμενο λήμμα εγκυκλοπαίδειας. Ήρεμα λοιπόν. Ήρεμα με έναν άνθρωπο που η υποψηφιότητά του είναι τιμή για κάθε κόμμα κι όχι αντίστροφα.
Τα βαριά ονόματα τα φέρουν ‘κληρονόμοι’ . Άνθρωποι αξιόλογοι και γελοίοι, σπουδαίοι κι ασήμαντοι, χρήσιμοι κι άχρηστοι. Κι αναλόγως πορεύονται: κάποιοι μένουν για πάντα ‘ο γιος/η κόρη του/της Τάδε’. Και κάποιοι χτίζουν την δική τους ζωή και το δικό τους όνομα. Όπως ο συγκεκριμένος.
Που δεν είναι ο γιος του Νίκου Πλουμπίδη. Είναι ο Δημήτρης Πλουμπίδης.