Δημοσιεύθηκε στο 17ο τεύχος του πολιτισμικού περιοδικού «Κύτταρο Ιερισσού»
Κείμενο: Αθηνάς Κατσανεβάκη[i]
Η μουσική παράδοση ενός τόπου και ιδιαίτερα το φωνητικό τραγούδι του είναι ίσως μία από τις πιο αντιπροσωπευτικές εκφράσεις της πολιτισμικής του ταυτότητας. Βασισμένη σε μία χρόνια διαδικασία δημιουργικής επεξεργασίας και αισθητικής λογοκρισίας με βάση τις παραδεδομένες αισθητικές νόρμες ενός τόπου αποτελεί τρόπο και σημείο αποκρυστάλλωσης μιας αισθητικής άποψης που συμβαίνει σε κάποιο σημείο χρονικό αλλά που δεν σταματά να επαναπροσδιορίζεται βασιζόμενη στις Ιστορικές του διαστάσεις και στην βιωματικότητα του σύγχρονου χρόνου του.
Για τον λόγο αυτόν και μόνο η ακρόαση των μελωδιών που συνιστούν μία τέτοια προφορικότητα μπορεί να δείξει πολλά από τα «συμβάντα» μιας κοινωνίας.
Το Cd[ii] αυτό αφιέρωμα στην μουσική παράδοση της Ιερισσού και ταυτόχρονα μία μικρή τιμητική έκδοση στην μνήμη ενός από τους κύριους εμπνευστές του μουσικού αρχείου παραδοσιακών ηχογραφήσεων του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του ΑΠΘ τον αγαπημένο μας καθηγητή Δημήτρη Θέμελη είναι μία μικρή παρακαταθήκη για έναν τέτοιο μουσικό πολιτισμό.
Η πλοήγηση μέσα στα μουσικά δεδομένα και ακόμη περισσότερο στην χρήση και την λειτουργία τους στην τοπική κοινωνία της Ιερισσού μας αποκαλύπτει έναν πολιτισμό που φαίνεται να έχει μία δυνατή σχέση με μία παράδοση μουσική βασισμένη στο Βυζάντιο. Ένα Βυζάντιο αστικό όπου οι βυζαντινοί ήχοι έχουν ζυμωθεί με μία μακραίωνη μελισματική παράδοση που είναι φανερή ακόμη και σε τραγούδια που θα τα ονόμαζαν οι ντόπιες γυναίκες «μοιρολόγια» (βλ. το τραγούδι «κυπαρισσάκι μου ψηλό» τραγουδισμένο από την Βέτα Χασάπη). Τα περισσότερα τραγούδια όσα δεν είναι χορευτικά μετέχουν σε αυτού του τύπου την μελισματική παράδοση που διαφέρει από την περισσότερο μακάμ τύπου εκδοχή της που θα έβρισκε κανείς σε μικρασιάτικους μελισματικούς αμανέδες, και όπου η εκφορά της φωνής των γυναικών που τραγουδούν δείχνουν μία παράδοξα «καλλιεργημένη» φωνητικά παράδοση με έναν λυρισμό που ακριβώς δείχνει αφενός την ποιότητα της προφορικής παραδοσιακής φωνητικής τέχνης και αφετέρου την αστική νοοτροπία των γυναικών αυτών όπου ο λυρισμός και η εξωτερίκευση της έκφρασης και του προσωπικού στοιχείου της φωνής αποτελούσε στοιχείο κοινωνικής αισθητικής. Εξαιρετικό παράδειγμα τέτοιας ερμηνείας είναι οι ερμηνείες της Βαγγελιώς Λαγόντζου).
Στην βυζαντινή αστική προέλευση της περιόδου αποκρυστάλλωσης αυτού του ιδιώματος συνηγορεί και η λειτουργικότητα των τραγουδιών. Μέσα στο ιδίωμα αυτό τουλάχιστον όπως φαίνεται από τα δεδομένα που έχουμε στα χέρια μας τα περισσότερα τραγούδια δεν έχουν άμεσα συνδεδεμένη λειτουργία με τον κύκλο της ζωής αλλά μία γενικότερη λειτουργία καθιστικών τραγουδιών «της παρέας» θα μπορούσε να πει κανείς. Αλλά αυτό δεν τα διαφοροποιεί από τα τραγούδια του κύκλου της ζωής όπως είναι και το τραγούδι «σε περιβόλι μέσα μπαίνω» που το λέγανε στο σπίτι της νύφης πριν από την εκκλησία στον γάμο. Από τέτοιες καταγραφές βλέπει κανείς ότι το ιδίωμα της Ιερισσού έχει μία συγκεκριμένη δομή αισθητικής και ότι η Βυζαντινή παράδοση ήταν ένα στοιχείο εγγενές καθώς εκτείνεται σε όλα τα είδη του ρεπερτορίου. Ήταν σαν να λέμε το σημείο αναφοράς και το χρονικό σημείο «μορφοποίησης» του μουσικού πολιτισμού της περιοχής αυτής.
Μέσα στα μουσικά χαρακτηριστικά της παράδοσης της Ιερισσού μπορεί να βρει κανείς ήχους βυζαντινούς όπως ο Α ήχος με εναρμόνιο το οξύ τετράχορδο, ο πλ.Β σε τροχό (πεντάχορδο) ο Δ ήχος λέγετος αλλά σε μελισματική μορφή και άλλους συνδυασμούς μικτών κλιμάκων που όμως πάντα μπορούν να αναχθούν σε συνδυασμούς βυζαντινών ήχων ή μικρότερων στοιχείων (τετραχόρδων ή πενταχόρδων).
Οι ρυθμοί που παρουσιάζονται είναι συρτοί κυρίως 7/8 αλλά και 4/4. Σε κάποιες περιπτώσεις όπως στο τραγούδι «μια μάνα είχε έναν υγιό» θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς μία τάση των 7/8 να μετατραπούν σε 8/8 κάτι που βρίσκει κανείς σε όλη την περιοχή της Μακεδονίας από την Δυτική Μακεδονία και την Ήπειρο μέχρι την κεντρική Μακεδονία και τον κάμπο της Θεσσαλονίκης.
Υπάρχουν όμως και κάποιες μελωδίες «δάνεια» από άλλες περιοχές όπως το τραγούδι «Τι έχεις καρδιά μου και βογγάς» που είναι ένα τραγούδι με το χαρακτηριστικό στεριανό χρωματικό πεντάχορδο της παράδοσης της Πίνδου και μελωδικό τύπο με καταγωγή από την Νότιο Πίνδο ή ορεινή Ρούμελη. Ενώ από την άλλη βρίσκει κανείς τραγούδια με φανερή ανατολικοαιγαιίτικη επίδραση ή καταγωγή και μικρασιάτικη παραλιακή φόρμα όπως το χορευτικό «Αύριο θα ρθω στην μάνα σου». Τα τραγούδια αυτά φανερώνουν μία κοινωνία ανοιχτή προς άλλες αστικές κυρίως επιδράσεις κάτι που επιτρέπει η ευέλικτη λειτουργία της μουσικής στην τοπική κοινωνία της Ιερισσού.
Από τους ανθρώπους της Ιερισσού όμως μαθαίνουμε και για την αλλαγή στην λειτουργία των ίδιων των τραγουδιών. Το πέρασμά τους λόγου χάρη από την λειτουργία του καθιστικού επιτραπέζιου τραγουδιού με μία ερμηνεία rubato σε μία πιο σταθερή ρυθμικά ερμηνεία που αφήνει την μορφή της σταθερής φόρμας να γίνει αντιληπτή καθώς την ίδια στιγμή το τραγούδι πλέον χαρακτηρίζεται ως «του χορού»[iii]. Στην περίπτωση αυτή ανήκει το τραγούδι «δε σε φοβούμε κυρ-Βορηά» το οποίο λειτουργούσε και ως καθιστικό αλλά και ως «του Χορού» με βάση τις πληροφορίες των γυναικών του χωριού. Τέτοια φαινόμενα που τα παρατηρούμε και σε άλλες περιοχές του ελληνικού χώρου θέτουν ξανά και ξανά ερωτηματικά για το πόσο «ελεύθεροι» είναι οι ρυθμοί που ονομάζουμε ως τέτοιους στα τραγούδια «ελευθέρου ρυθμού».
Οι καταγραφές που έχουν γίνει μέσα σε μία μεγάλη χρονική απόσταση του ίδιου τραγουδιού και μάλιστα από διαφορετικά πρόσωπα δείχνουν μια εξαιρετική πιστότητα στα μελίσματα των τραγουδιών και στην πορεία της μελωδίας θα έλεγε κανείς μια εμμονή στους ίδιους μελωδικούς τύπους και στην ίδια μελωδική πορεία των μουσικών φράσεων κάτι το οποίο παρουσιάζει την μελισματική αυτήν παράδοση της Ιερισσού ως μία εγγενή και βαθιά (ιστορικά) παράδοση στην περιοχή που μεταφέρθηκε προσεκτικά αν και προφορικά από την μία γενιά στην άλλη. Τέτοια είναι η περίπτωση του τραγουδιού «ο κυρ. Βορηάς παρήγγειλε» στη νεότερη καταγραφή του από την Βαγγελιώ Λαγόντζου και στη πολύ παλιότερη με την φωνή της Βέτας Χασάπη). Αλλά ακόμη και η περίπτωση του τραγουδιού «Κυπαρισάκι μου ψηλό» τραγουδισμένο από την Βέτα Χασάπη σε δύο διαφορετικές περιόδους δείχνει ότι ακόμη και μετά από πολλά χρόνια σε πολύ διαφορετικές ηλικίες οι φορείς της παράδοσης δεν άλλαζαν τίποτε ή σχεδόν τίποτε από την ερμηνεία τους πέρα από το ύψος της τονικότητας που γινόταν χαμηλότερο λόγω της περασμένης πλέον ηλικίας.
Τα τραγούδια της Ιερισσού όπως παρουσιάζονται σε αυτήν την έκδοση είναι μία παρακαταθήκη ενός ιδιώματος και μιας ποικιλίας φωνών και ερμηνειών που μας ταξιδεύουν σε ακούσματα άγνωστα για τις σημερινές μας ακουστικές εμπειρίες. Οι φωνές που έχουν καταγραφεί είναι και αυτές εξαιρετικά δείγματα φωνητικής τεχνικής ακόμη και στις περιπτώσεις όπου οι καταγραφές έχουν γίνει σε μία ηλικία ήδη προχωρημένη. Το γεγονός αυτό ενισχύει τα δεδομένα που έχουμε για την δυνατότητα «τεχνικής» στην παραδοσιακή φωνητική ερμηνεία και για την σημασία της. Τέτοιες λοιπόν εκδόσεις που φέρνουν στο φώς τέτοια ακούσματα που «σπάνε» τις παραδεδομένες προκαταλήψεις που υπάρχουν για την ερμηνεία και το θέμα της φωνής στο δημοτικό τραγούδι είναι πολύτιμα. Ευχόμαστε να είναι μόνο η αρχή.
[i] Η Αθηνά Κατσανεβάκη είναι εθνομουσικολόγος στο Α.Π.Θ..
[ii] Εννοεί το διπλό CD με τίτλο “ΦΩΝΕΣ ΤΗΣ ΙΕΡΙΣΣΟΥ”, έκδοση της βιβλιοθήκης του Τμήματος Μουσικών Σπουδών “Δημήτρης Θέμελης” του Α.Π.Θ. το 2018, που έγινε με τη στήριξη της πολιτισμικής ομάδας “Κύτταρο Ιερισσού”.
[iii] Την πληροφορία πεδίου για τέτοιες περιπτώσεις τραγουδιών και γενικότερα όλες τις πληροφορίες και τα δεδομένα του πεδίου που παρουσιάζονται εδώ τα οφείλω στον Άρη τον Μπαζμαδέλη και στην έρευνα που πραγμάτωσε για την μικρή αυτή αλλά σημαντική προσφορά στο τραγούδι της Ιερισσού.