Μπορεί ο κ. Μητσοτάκης, πιθανότατα εν όψει εκλογών, να βάζει το Δημογραφικό ψηλά στην ατζέντα του, ωστόσο αποθαρρυντικά είναι τα δεδομένα ερευνών, που αποτυπώνουν τη σημαντική μείωση των γεννήσεων από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, συνοδευόμενη από ραγδαία αύξηση των θανάτων και γήρανση του πληθυσμού.
Από τον Ιάσονα-Δημήτριο Τσέτσο
Συγκεκριμένα, στη συνέντευξη που έδωσε στο πλαίσιο του συνεδρίου «Δημογραφικό 2024 – Εθνική Προτεραιότητα», το οποίο διεξήχθη την περασμένη Πέμπτη στο Μουσείο της Ακρόπολης, ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι η κυβέρνησή του έχει «εφαρμόσει 60 πολιτικές για τη στήριξη των οικογενειών, τη μεγαλύτερη συμμετοχή των ηλικιωμένων στην αγορά εργασίας», συμπληρώνοντας ότι η κυβέρνηση «αγκαλιάζει» τις νέες οικογένειες και τις «στηρίζει οικονομικά», ενώ εξήγησε ότι «το φαινόμενο του Δημογραφικού είναι σύνθετο και υπάρχει σημαντική διάσταση και στην Ελλάδα. Δεν αφορά μόνο το πόσα παιδιά κάνουμε – χρειαζόμαστε κατά μέσο όρο 2,1 παιδιά για να διατηρήσουμε τον πληθυσμό. Ομως, επηρεάζει την πληθυσμιακή διαστρωμάτωση, καθώς ο πληθυσμός γερνά».
Το μέγεθος του προβλήματος
Φυσικά, δεν χρειαζόμαστε τις διαπιστώσεις του κ. Μητσοτάκη για να συνειδητοποιήσουμε τη μεγάλη σημασία του Δημογραφικού, το οποίο δυναμιτίζει τα θεμέλια της ελληνικής κοινωνίας, μια και έχουν βγει αρκετές μελέτες που αποτυπώνουν με επιστημονικό τρόπο το μέγεθος του προβλήματος.
Ενδεικτικά, όπως αναφέρεται στο ψηφιακό δελτίο του νεοδημιουργηθέντος Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ), με θέμα «Η γονιμότητα των γενεών στην Ελλάδα και το περιβάλλον για την απόκτηση των παιδιών τους» και συγγραφείς τους καθηγητές Βύρωνα Κοτζαμάνη και Αναστασία Κωστάκη, ιδρυτικά μέλη του ΙΔΕΜ, οι γεννήσεις, έπειτα από μια περίοδο σταθεροποίησής τους γύρω στις 150.000 ετησίως κατά μέσο όρο τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, συρρικνώθηκαν μετά το 1980, ενώ η πτώση τους ανακόπηκε προσωρινά την πρώτη δεκαετία του 2000 και συνεχίζεται έκτοτε.
Μάλιστα, για να υποστηρίξουν αυτή την παρατήρηση, οι συγγραφείς σημειώνουν ότι, αν η μείωση των γεννήσεων μετά το 2009 οφείλεται και στη μείωση του πλήθους των γυναικών 20-44 ετών (-25% ανάμεσα στο 2009 και το 2023), δεν ισχύει το ίδιο και για τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, καθώς οι 20-44 ετών αυξήθηκαν κατά 25% ανάμεσα στα τέλη του ’70 και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2000, ενώ αναφέρουν ότι ο υποδιπλασιασμός των γεννήσεων ανάμεσα στη δεκαετία του 2010, κατά την οποία δεν υπερέβησαν τις 770.000, και σε αυτήν του ’50 (1.542.000), οφείλεται στη σχεδόν συνεχή μείωση του μέσου αριθμού παιδιών που έφεραν στον κόσμο οι μετά το 1930 γενιές.
Οσον αφορά δε την πτώση της γονιμότητας που αποτυπώνεται μετά τη δεκαετία του ’80 στη μεγάλη μείωση των γεννήσεων, αυτή συνδυάζεται, σύμφωνα με τους ερευνητές, με δύο σημαντικές αλλαγές: α) τη μείωση των 3 και άνω γεννήσεων και β) την προοδευτική αύξηση των γυναικών/ζευγαριών που δεν αποκτούν παιδιά, των ποσοστών δηλαδή ατεκνίας, που από 12%-14% στις γενιές του 1960 αυξήθηκε στο 22%-24% σε αυτές που γεννήθηκαν γύρω στο 1985. Ετσι, η αύξηση της ατεκνίας σε συνδυασμό με τη μείωση των πιθανοτήτων όσων έχουν ένα πρώτο παιδί να κάνουν δεύτερο και όσων έχουν κάνει το δεύτερο να κάνουν τρίτο αποδεικνύεται ότι αναπόφευκτα επηρεάζει και τον μέσο αριθμό παιδιών που απέκτησαν οι γενιές αυτές: από 2.250 παιδιά ανά 1.000 γυναίκες που γεννήθηκαν γύρω στο 1930, σε λιγότερα από 1.500 στις 1.000 που γεννήθηκαν γύρω στο 1985, δηλαδή από τις εγγονές τους! Το ερώτημα λοιπόν που θέτουν οι δύο δημογράφοι, με βάση και τα άνωθεν ευρήματα, είναι το εξής: μπορεί να αυξηθεί η γονιμότητα, δηλαδή ο αριθμός των παιδιών, στις νέες γενιές; Και αν ναι, πως;
Στόχος, η δημιουργία περιβάλλοντος που θα ενθαρρύνει τις γεννήσεις
Σύμφωνα με τους Βύρωνα Κοτζαμάνη και Αναστασία Κωστάκη, η αύξηση του αριθμού των παιδιών που θα έλθουν στον κόσμο τις αμέσως επόμενες δεκαετίες από τις νεότερες γενιές δεν είναι ανέφικτη εάν δημιουργηθεί στη χώρα μας ένα εξαιρετικά ευνοϊκό περιβάλλον για την απόκτησή τους, το οποίο θα επιτρέψει μεσομακροπρόθεσμα την αύξηση των γεννήσεων από τα σημερινά ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα (72.500 το 2023), και προοδευτικά, αργότερα, ένα πολύ πιο ισορροπημένο ισοζύγιο γεννήσεων – θανάτων, καθώς και μια επιβράδυνση της γήρανσης. Πώς, όμως, θα γίνει κάτι τέτοιο;
Σύμφωνα με τους καταξιωμένους δημογράφους, χρειάζεται να «κλείσει» η διαφορά ανάμεσα στον αριθμό των παιδιών που επιθυμούν και σε αυτόν που κάνουν οι διαδοχικές γενιές, η προοδευτική δηλαδή αύξηση από το 1,45 παιδιά που έφεραν στον κόσμο όσες γυναίκες γεννήθηκαν γύρω στο 1985 στα 1,8-1,9 παιδιά που έφεραν στον κόσμο αυτές που έχουν γεννηθεί μετά το 2010, με τα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν να είναι επικεντρωμένα στο παιδί και στην οικογένειά του, και να στοχεύουν κυρίως στη σημαντική μείωση του οικονομικού κόστους της ανατροφής του, στην εναρμόνιση της οικογενειακής με την επαγγελματική ζωή, στην αύξηση των μισθών, καθώς και στην επίλυση του στεγαστικού προβλήματος που αντιμετωπίζουν τα νέα ζευγάρια, στις αστικές κυρίως περιοχές.
Τέλος, ο κ. Κοτζαμάνης αναφέρει ότι η δημιουργία ενός περιβάλλοντος που θα ενθαρρύνει την αύξηση των γεννήσεων θα πρέπει να είναι ένας εκ των στόχων ενός «Εθνικού Σχεδίου για το Δημογραφικό», η σύνταξη του οποίου «προϋποθέτει τη συνειδητοποίηση ότι γονιμότητα, θνησιμότητα και μετανάστευση συνδέονται με αμφίδρομες σχέσεις, επηρεάζονται από πλήθος εξωγενών της δημογραφίας μεταβλητών και, ταυτόχρονα, επηρεάζουν και τις μεταβλητές αυτές».