Πώς μπορεί να γεννηθεί ένα αυτοάνοσο νόσημα

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ολοι μας θέλουμε να έχουμε ένα γερό και δυνατό ανοσοποιητικό σύστημα, έτοιμο ανά πάσα στιγμή να αμυνθεί και να μας προστατέψει από ασθένειες, ιούς, μικρόβια και μικροοργανισμούς, που πιθανόν κάποια στιγμή στη ζωή μας να εισβάλουν στο σώμα μας.

Από τη Σοφία Τικταμπανίδη

Τι γίνεται, όμως, όταν η ίδια η άμυνα του οργανισμού (ανοσοποιητικό σύστημα) επιτίθεται και πολεμά τους ιστούς, τα κύτταρα ή κάποια όργανα του σώματός μας, προκαλώντας τελικά μια χρόνια κατάσταση, κάποιο αυτοάνοσο νόσημα, δηλαδή; Τα πιο γνωστά και πιο συχνά αυτοάνοσα νοσήματα είναι ο διαβήτης, η κοιλιοκάκη, η θυρεοειδίτιδα, η ελκώδης κολίτιδα, η νόσος Crohn, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ο ερυθηματώδης λύκος, οι δερματίτιδες και η σκλήρυνση κατά πλάκας.

Φαίνεται μέσα από πολλές μελέτες ότι τα αίτια εμφάνισης ενός αυτοάνοσου νοσήματος μπορεί να ποικίλλουν. Πρωταρχική θέση κατέχουν τα γονίδια και η κληρονομικότητα. Παρ’ όλα αυτά, τα τελευταία χρόνια οι επιστήμονες έχουν ασχοληθεί πολύ με το μικροβίωμα του εντέρου, το οποίο έχει συνδεθεί με μεταβολικές παθήσεις, γαστρεντερικές παθήσεις και τα αυτοάνοσα. Ατομα τα οποία παρουσιάζουν δυσβίωση στο έντερο είναι πιο επίφοβο να εμφανίσουν κάποια στιγμή αυτοάνοσο νόσημα.

Με τον όρο δυσβίωση του εντέρου εννοούμε τις αλλοιώσεις στη σύσταση της μικροβιακής εντερικής χλωρίδας. Η δυσβίωση αυτή μπορεί να προκληθεί είτε από μια δυτικοευρωπαϊκή διατροφή πλούσια σε επεξεργασμένα προϊόντα, ζάχαρη, υψηλή κατανάλωση κόκκινου κρέατος και λιγότερη κατανάλωση φυτικών ινών είτε σε άτομα με έντονο στρες ή που είχαν υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση και μετατραυματικό – μεταχειρουργικό στρες.

Η διατροφή, όπως φαίνεται και στην πράξη, τις πλείστες φορές παίζει πολύ σημαντικό ρόλο όχι στη θεραπεία ενός αυτοάνοσου, αλλά στο να το θέσει σε ύφεση και -εκτός αυτού- στο να ενισχύσει το ανοσοποιητικό σύστημα, έτσι ώστε να μην εμφανίσει ένα δεύτερο αυτοάνοσο. Πολλές φορές η διατροφή συμβάλλει στη μείωση της φλεγμονής και επομένως στη μείωση του πόνου και των συμπτωμάτων (έντονη κόπωση, ζαλάδα κ.λπ.), όταν και όπου αυτά υπάρχουν.

Μερικά θρεπτικά συστατικά της διατροφής τα οποία θα μπορούσαν να συμβάλουν ενθαρρυντικά στην άμυνα του οργανισμού είναι τα αντιοξειδωτικά, κυρίως οι βιταμίνες Α, Ε και C. Επιπλέον, τα προβιοτικά, τα οποία είναι ζωντανοί μικροοργανισμοί και συμβάλλουν στην καλή λειτουργία του εντερικού σωλήνα και τη βελτίωση της εντερικής χλωρίδας, αφού τροφοδοτούν το έντερο με καλά βακτήρια. Τα προβιοτικά βρίσκονται σε γαλακτοκομικά προϊόντα (κεφίρ, γιαούρτι με πέτσα).

Εξίσου σημαντικά είναι τα καλά λιπαρά οξέα των τροφίμων, δηλαδή τα μονοακόρεστα και πολυακόρεστα λιπαρά οξέα γνωστά και ως ω-6 και ω-3. Πηγές αυτών είναι το ελαιόλαδο, οι ελιές, το αβοκάντο, οι ξηροί καρποί, τα λιπαρά ψάρια, το ταχίνι, ο λιναρόσπορος κ.λπ.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ