Το έτος 1848 υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα στην Ιστορία της Ευρώπης. Η χρονιά ξεκίνησε με την εξέγερση των Ιταλών στην Σικελία και κορυφώθηκε με την επανάσταση των Γάλλων κατά του Λουδοβίκου-Φίλιππου και της δυναστείας των Βουρβρώνων. Τα εθνικιστικά και δημοκρατικά συνθήματα της Γαλλικής εξέγερσης κατά του θεσμού της μοναρχίας, πυροδότησαν μια σειρά από επαναστάσεις με τα ίδια χαρακτηριστικά σε όλη την Ευρώπη με σημαντικότερες αυτές στα Γερμανικά κρατίδια, στην Ουγγαρία και στην Δανία. Οι εθνικές αυτές επαναστάσεις οδήγησαν στην εθνική ενοποίηση της Ιταλίας και της Γερμανίας ενώ υπονόμευσαν την αυτοκρατορία των Αψβούργων που έμελλε 70 χρόνια μετά να χωριστεί σε Αυστρία και Ουγγαρία. Ήταν τέτοιο το μέγεθος του αναβρασμού και της αναταραχής που η χρονιά αυτή έμεινε στην Ιστορία ως η «Άνοιξη των Εθνών».
Όπως είναι φυσικό, οι επαναστάσεις αυτές προκάλεσαν μια μεγάλη αναστάτωση σε πανευρωπαϊκή κλίμακα στις οικονομικές δραστηριότητες, στην κατανάλωση, στην ζήτηση και στο εμπόριο που τελικώς δημιούργησαν σοβαρά προβλήματα στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της εποχής και οδήγησαν σε μια μεγάλη οικονομική κρίση, η οποία όμως λόγω των περιορισμένων συγκοινωνιών δεν εκδηλώθηκε ομοιόμορφα ενώ η διάδοση της έγινε με βραδείς ρυθμούς.Η κρίση όμως δεν άργησε να μεταδοθεί και στο νεότευκτο Ελληνικό Βασίλειο του Όθωνα. Η Ελλάδα εκείνη την εποχή ήταν μια μικρή Χώρα με πολύ περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες, και ένα αρχαϊκό προκαπιταλιστικό οικονομικό σύστημα που βασιζόταν σχεδόν εξ’ ολοκλήρου στην αγροτική παραγωγή, χωρίς καθόλου κλάδο μεταποίησης και δευτερογενούς παραγωγής. Μόλις πέντε χρόνια πριν είχε ιδρυθεί η Εθνική τράπεζα με κεφάλαιο που κατέβαλλε κατά το 1/5 το ίδιο το φτωχό κράτος. Η κρίση λοιπόν εισήχθη στο Βασίλειο όταν όλες οι μικρές εξαγωγές σε αγροτικά προϊόντα προς την Ευρώπη ελαττώθηκαν απότομα η σταμάτησαν εντελώς, με αποτέλεσμα όλοι οι αγροτικοί παραγωγοί (κυρίως σταφιδέμποροι) να μην μπορούν να εκπληρώσουν τις δανειακές υποχρεώσεις τους προς την Εθνική τράπεζα.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η Εθνική τράπεζα να μην διαθέτει τα απαραίτητα κεφάλαια για να στηρίξει την κυκλοφορία των χαρτονομισμάτων καθώς με τους τραπεζικούς κανόνες της εποχής έπρεπε «επί τη εμφανίσει» τους στο γκισέ της τράπεζας να αλλαχθούν με χρυσό (μετάλλευμα). Έτσι η τράπεζα το 1848 σε κυκλοφορούν χαρτονόμισμα αξίας 1.974.000 δρχ είχε μεταλλική κάλυψη μόνο 690.000 δρχ. Την εποχή που εκδηλώθηκε η κρίση, ξεκίνησε ένας αμείλικτος οικονομικός πόλεμος από τους τοκογλύφους της εποχής που έβλεπαν στον θεσμό της τράπεζας έναν επικίνδυνο ανταγωνιστή που θα έβαζε τέλος στις βρώμικες δραστηριότητες τους. Έτσι οι τοκογλύφοι με αμοιβαίες συνεννοήσεις ξεκίνησαν συνδυασμένα να εμφανίζουν για μετατροπή σε χρυσό μεγάλες ποσότητες χαρτονομισμάτων τις οποίες είχαν εξασφαλίσει με τον γνωστό αντικοινωνικό και απάνθρωπο τρόπο. Το αποτέλεσμα ήταν η Εθνική τράπεζα να βρεθεί σε ιδιαίτερα δυσμενή θέση σε τέτοιο σημείο ώστε οι υπάλληλοι της να προσφέρουν μέρος του μισθού τους στη διοίκηση για όσο θα διαρκούσε η κρίση.
Η λύση ήρθε από το κράτος που με μια σειρά νόμων με αποτελεσματικότερο αυτόν της 4ης Απριλίου 1948, ανέστειλαν την αναγκαστική μετατροπή των χαρτονομισμάτων σε χρυσό επιβάλλοντας όμως στην Εθνική τράπεζα επιτόκιο 8% για οποιοδήποτε ποσό δεν μετέτρεπε. Έτσι το χαρτονόμισμα της Εθνικής τράπεζας έγινε για λίγο καιρό επίσημο νόμισμα του κράτους. Στην κρίσιμη αυτή στιγμή η Εθνική τράπεζα, αλλά και η Ελλάδα γενικότερα, ευτύχησε να έχει στη διοίκηση της τον έμπειρο και
Γεώργιος Σταύρου |
έντιμο τραπεζικό Γεώργιο Σταύρου. Ο Σταύρου χρησιμοποιώντας την κρατική κάλυψη των νέων νόμων και χάρις τις μεγάλες του διασυνδέσεις με πλούσιους Ευρωπαίους εμπόρους και κεφαλαιούχους κατάφερε να προσελκύσει κεφάλαια στην εθνική τράπεζα, μάλιστα πολύ μεγαλύτερα ακόμη και από αυτά που απαιτούνταν. Έτσι τον Δεκέμβριο η Εθνική τράπεζα είχε ήδη κάλυψη για 1.080.000 δρχ, όταν το κυκλοφορούν χαρτονόμισμα είχε ελαττωθεί σε 1.234.000 δρχ. Έτσι στις 16 Δεκεμβρίου 1848 ο Σταύρου δήλωσε και επίσημα πως η τράπεζα μπορούσε πλέον να εξυπηρετεί οποιαδήποτε εξαργύρωση χαρτονομίσματος.
Το κατόρθωμα της Εθνικής τράπεζας να ανταπεξέλθει τόσο γρήγορα στις δυσκολίες μιας τόσο σοβαρής οικονομικής κρίσης την καθιέρωσε ανάμεσα στα κορυφαία και πλέον αξιόπιστα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Ευρώπης την εποχή εκείνη. Ταυτόχρονα κατέστησε ελκυστικότερη την Ελληνική οικονομία σε επενδύσεις, ενώ στερέωσε και την αναγκαιότητα της τράπεζας στην συνείδηση του Ελληνικού λαού, κάτι που τότε μόνο αυτονόητο δεν ήταν. Η Εθνική τράπεζα στήριξε με χορηγήσεις της όλους τους πελάτες της για όσο διήρκεσε η κρίση, η οποία τερματίστηκε ένα χρόνο μετά. Ο Γεώργιος Σταύρος εκλέχθηκε από το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας ισόβιος διοικητής της, θέση που θα υπηρετήσει με πολύ μεγάλη επιτυχία ως το 1869, όταν και απεβίωσε σε ηλικία 81 ετών.
Πηγή
Επαμεινώνδας Στασινόπουλος, Η Ιστορία της Εθνικής τράπεζας της Ελλάδος