Λαµόγια του κοινού ποινικού δικαίου, κοµµατικές καρικατούρες και «συνέταιροι» προωθήθηκαν ως άριστοι σωτήρες.
Λίγο πριν από το τέλος της διακυβέρνησής του ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε την οµολογία για τις παρακολουθήσεις. Στο επίσηµο ντιµπέιτ των πολιτικών αρχηγών, ευρισκόµενος σε περιβάλλον ήπιας δηµοσιογραφικής εξέτασης (ούτε καν σφυροκοπήµατος ή πραγµατικών δηµοσιογραφικών όρων), ο Μητσοτάκης παραδέχτηκε ότι παρακολουθούσε τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ και άλλα θεσµικά πρόσωπα για λόγους που δεν σχετίζονται µε την εθνική ασφάλεια. Η οµολογία που έκανε δεν είναι παραδοχή µόνο προσωπικής ευθύνης για την παρακρατική πραγµατικότητα που θεσµοθέτησε στη χώρα. Είναι οµολογία σωρείας εγκληµάτων.
Αυτός είναι ο άριστος που μίλησε στο Κογκρέσο;https://t.co/JXVGMg0zXA
— Kostas.Vaxevanis (@KostasVaxevanis) May 14, 2023
Η παραδοχή του εµπεριέχει ευθύνες για την πολιτική του φύση και τον τρόπο που πολιτεύτηκε συνολικά, η οποία φέρνει στην επιφάνεια ευθύνες που είναι και ποινικές.
Παραδέχτηκε (δεν γνωρίζω αν το κατάλαβε κιόλας) ότι είναι ψεύτης γιατί αναφωνούσε στη Βουλή «είναι δυνατόν να παρακολουθώ τον υπουργό µου και τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ;». Παραδέχτηκε ότι γνωρίζει τους λόγους των παρακολουθήσεων, ενώ έλεγε πως δεν τους γνωρίζει και δεν πρέπει να τους γνωρίζει. Παραδέχτηκε ότι έκανε τα πάντα για να συγκαλύψει το σκάνδαλο, επικαλούµενος κατά καιρούς λόγους εθνικούς και το εθνικό απόρρητο, ενώ διατηρεί και σήµερα στην ΕΥΠ και προστατεύει την εισαγγελέα Βλάχου που υπέγραψε τις παράνοµες παρακολουθήσεις. Και φυσικά παραδέχτηκε ότι ο Ντογιάκος και τµήµα της ∆ικαιοσύνης ήταν συνεργοί του προσπαθώντας να καλύψουν τα πραγµατικά στοιχεία και να παρακωλύσουν τις έρευνες των ανεξάρτητων αρχών.
Στο τέλος της τετραετίας του ο Μητσοτάκης, παρότι διατηρεί ακόµη τη µιντιακή υπεροχή, έχει απολέσει την επικοινωνιακή του επικράτηση. Γι’ αυτή την απώλεια υπεύθυνος είναι πρωτίστως ο ίδιος. Εκανε κατάχρηση στο ψέµα και αποκάλυψε έτσι ότι δεν κάνει λάθος πολιτικές επιλογές αλλά συνειδητές πράξεις εξαπάτησης και χειραγώγησης του κόσµου.
Στις 14 Ιουλίου του 2019, µία βδοµάδα µόλις αφότου εκλέχθηκε ο Μητσοτάκης, το Documento στο φύλλο 139 (200 φύλλα πίσω δηλαδή) αποκάλεσε την κυβέρνηση Μητσοτάκη «κυβέρνηση ανώνυµη εταιρεία». Ο όρος δεν ήταν ευφυολόγηµα ούτε προφητεία, αλλά ανάλυση όσων έλεγε ο Μητσοτάκης. Αφού ενοχοποίησε τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, πέραν των όποιων πραγµατικών ευθυνών είχε, µε τη βοήθεια των µέσων ενηµέρωσης σκιαγράφησε τη δική του διακυβέρνηση ως εκείνη που θα επιφέρει τη σωτηρία µέσω της τεχνοκρατίας, της γνώσης και της «αριστείας». Στην ανάλυση όµως των όρων που περιέγραφε µπορούσε να διακρίνει κάποιος την αδηφάγα αντίληψη της εξυπηρέτησης συµφερόντων και τις συµµαχίες της µάσας. Από την πρώτη στιγµή η κυβέρνηση Μητσοτάκη ακύρωσε κάθε διαγωνισµό που είχε διενεργηθεί από την προηγούµενη για να πετύχει τα οικονοµικά ζητούµενα που δεν αφορούσαν ωστόσο το δηµόσιο συµφέρον. Η πρώτη εφόρµηση στα ταµεία αφορούσε τον διαγωνισµό για τις νέες ταυτότητες. Μια υπερκοστολόγηση περί τα 300 εκατ. ευρώ για τις ταυτότητες µαταιώθηκε λόγω δηµοσιευµάτων του Documento.
Στην κυβέρνηση τοποθετήθηκε ο οικογενειακός και φιλικός κύκλος του Μητσοτάκη µε υπουργικές ιδιότητες. Η σύζυγος του πρωθυπουργού αναγορεύτηκε αόρατος πολιτικός παράγοντας που παρενέβαινε σαν νέα Φρειδερίκη στις κρατικές υποθέσεις. Κατέλαβε µέχρι και τα έδρανα της επίσηµης ελληνικής αντιπροσωπείας στον ΟΗΕ και κατέστη εθνική ενδυµατολόγος αλλά και διακοσµήτρια. Πρωτοφανή πράγµατα ακόµη και για την παθογενή ελληνική δηµοκρατία.
Στη θέση των πολιτικών αξιών και των κοινοβουλευτικών απαιτήσεων για λογοδοσία και έλεγχο µπήκαν το µαφιόζικο µανατζεριλίκι και ο µητσοτακικός λουδοβικισµός. Αυτός ήταν το κράτος, µε αυτόν ταυτιζόταν το καλό των πολιτών. Η προβληµατική πολιτική φύση του Μητσοτάκη προωθήθηκε ως κανονικότητα.
Λαµόγια του κοινού ποινικού δικαίου, κοµµατικές καρικατούρες και «συνέταιροι» προωθήθηκαν ως άριστοι σωτήρες. Βαστάζοι του µητσοτακισµού υποδείχτηκαν ως κορυφαίοι παράγοντες εξυγίανσης. Ψεύτικα βιογραφικά, πλαστά πτυχία, κάλπικα προσόντα και κοµµατικά κουτσαβάκια δηµιούργησαν την επετηρίδα της κρατικής εξέλιξης.
Εσχάτως έγινε πλέον φανερό ότι θεσµικοί παράγοντες, δικαστές, εισαγγελείς, πολιτικά πρόσωπα εκβιάστηκαν και κρατήθηκαν σε οµηρία µέσω των υποκλοπών, προκειµένου να σωπάσουν και να προσκυνήσουν τα άγια των αγίων της Santa Familia.
Ο Μητσοτάκης δεν παρενέβη συµφεροντολογικά στην πολιτική και κοινωνική πραγµατικότητα της χώρας. Κατέστρεψε, παραχάραξε και επιχείρησε να καταργήσει τα δηµοκρατικά κεκτηµένα. Προσπάθησε ώστε ο δρόµος να µην έχει γυρισµό καθώς θα ήταν γεµάτος από τα συντρίµµια που είχε σπείρει. Ετσι ως µοναδικός προορισµός και δρόµος θα φαινόταν αυτός που ο ίδιος επιδείκνυε.
Τώρα που τελειώνει ο Μητσοτάκης έχει σηµασία, νοµίζω, να αναφερθώ σε έναν όρο που κακοποιήθηκε όσο κανένας άλλος από το στόµα του Μητσοτάκη, την αριστεία. Ούτε αυτό έγινε από άγνοια ή κακή εκτίµηση. Κάτω από τη δική του ερµηνεία της αριστείας ο Μητσοτάκης έκρυψε την προσπάθεια που γίνεται σε όλο τον κόσµο να παραδοθεί η κοινωνία στη δήθεν ουδέτερη τεχνοκρατία και στον προσοντισµό που θα σώσουν τον κόσµο. Από την αριστεία Μητσοτάκη δεν ωφελείται η κοινωνία ούτε είναι αυτή που θέτει το µέτρο της αριστείας. Αρκούν τα ιδρύµατα τύπου Κεραµέως και οι περιστρεφόµενες πόρτες της αλληλοανάδειξης. Η αριστεία Μητσοτάκη ήταν ένα παζλ από Λιγνάδηδες, Πάτσηδες, Χειµάρες, Παπαθανάσηδες που επιδείκνυαν πτυχία ή δεξιότητες που ωφελούσαν τους ίδιους και το σύστηµα Μητσοτάκη.
∆εν νοµίζω ότι υπάρχει µεγαλύτερη αποδόµηση του µοντέλου της ψευτοαριστείας από όσα είπε σε συνέντευξή της η αδιαµφισβήτητα άριστη ∆ιάνα Βουτυράκου. Καθηγήτρια Ροµποτικής, µόλις 27 ετών, που κοσµεί πραγµατικά το ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ, µίλησε για το πώς αντιλαµβάνεται την αριστεία:
«Αυτή την ατοµικιστική αριστεία λοιπόν, αριστεία που δεν αναγνωρίζει την προσπάθεια αλλά το αποτέλεσµα ανεξαρτήτως διαδροµής που χάραξε ο καθένας για να φτάσει εκεί, εγώ δεν την κατανόησα ποτέ. Κι αυτή καθρεφτίζεται και στη συνέχεια στην κοινωνία µας, όταν αρκούµαστε στο να είµαστε εµείς καλά, παρά τις αντίξοες συνθήκες που µπορεί να βιώνουν συµπολίτες µας. Εγώ την αριστεία την αντιλαµβάνοµαι ως κάτι συλλογικό, να εργαζόµαστε όλοι µαζί για ένα καλύτερο αύριο που θα συµπεριλαµβάνει κάθε πολίτη. Γιατί άριστος στο δικό µου µυαλό είναι ο άνθρωπος που είναι κοινωνικά χρήσιµος, υπεύθυνος και ενεργός πολίτης».
Αυτή είναι η αριστεία µε την οποία το σύστηµα Μητσοτάκη δεν έχει καµία σχέση. Η εκ του πονηρού αποξένωση της αριστείας από τη χρησιµότητά της και την κοινωνία, η παράβλεψη του πώς έγινε κάποιος άριστος και τι δρόµο διένυσε εξυπηρετούν την προσπάθεια να υποταχθεί η κοινωνία σε ένα κατασκευασµένο σύστηµα εξουσίας που θα επικρατεί χωρίς αµφισβήτηση γιατί δήθεν θα έχει πάρει µεταπτυχιακό από σπουδαίο πανεπιστήµιο.
Την πραγµατική αριστεία περιέγραψε µε την αγωνία του και ο επικεφαλής του ψηφοδελτίου επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ και καθηγητής του Χάρβαρντ Οθωνας Ηλιόπουλος στη συνέντευξή του την προηγούµενη εβδοµάδα στο Documento:
«Την τοποθέτησή µου στην πρώτη θέση του ψηφοδελτίου δεν την περίµενα, δεν είχα σκεφτεί ποτέ την κατάταξη. Και τότε και τώρα έχω την ίδια αίσθηση ευθύνης και έµπνευσης για να προσφέρω στη χώρα που µε σπούδασε δωρεάν και που της χρωστάω». Η αριστεία πρέπει να αφορά και να απευθύνεται στην κοινωνία. Για την αριστεία του Μητσοτάκη διαβάστε σήµερα τα 100 σκάνδαλα της κυβέρνησής του. Αριστος.