Η συνέντευξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στον Σταύρο Θεοδωράκη δεν ήταν φυσικά αυτό που αποκαλούµε συνήθως συνέντευξη. ∆ύο φίλοι από τα παλιά αποφάσισαν να κάνουν µια συγκεκριµένων ορίων συζήτηση µπροστά στις κάµερες, επιχειρώντας ταυτόχρονα να σκηνοθετήσουν πέρα από τον ωραιοποιηµένο εαυτό τους και την προβληµατική που πρέπει να υπάρχει στην κοινωνία µετά το δυστύχηµα στα Τέµπη. Ο Θεοδωράκης ανέσυρε το ύφος και τις ερωτήσεις της ποιητικής και ψευτοεκλεπτυσµένης µπουρδολογίας, ενώ ο Μητσοτάκης έµεινε πιστός στις απαντήσεις για τις οποίες είχε ετοιµάσει τις ερωτήσεις.
Όσοι αποδίδουν στον δηµοσιογράφο ότι έστησε µια εκποµπή-πλυντήριο/στεγνωτήριο για τον πρωθυπουργό έχουν άδικο. Η εκποµπή δεν στήθηκε µε την έννοια της προετοιµασίας του Μητσοτάκη από τον Θεοδωράκη. ∆εν υπήρχε κανένας λόγος. Οι δυο τους εκπέµπουν στο ίδιο µήκος κύµατος και ως εκ τούτου δεν χρειάστηκε προετοιµασία. Ο ένας έκοβε και ο άλλος έραβε για να καταλήξουν στο κοστούµι που ταιριάζει του Μητσοτάκη.
Ο ρυθµός δόθηκε από το ξεκίνηµα της εκποµπής, όταν ο Σταύρος, ο επιµένων ως πρωταγωνιστής σε ένα έργο που έχει κατέβει πλέον, δήλωσε ότι στα Τέµπη «συγκρούστηκε η χώρα µε τις αµαρτίες της». Για τις αµαρτίες αυτές ανέλαβε να µας ενηµερώσει φυσικά ο άγγελος Μητσοτάκης. Στο φόντο δεν υπήρχαν ούτε η κόλαση που είδε όλη η χώρα στα Τέµπη ούτε οι αιτίες της. Μέσα σε ένα τηλεοπτικό περιβάλλον όπου υπήρχε κενό πόνου ο Κυριάκος Μητσοτάκης υποσχέθηκε να κονταροχτυπηθεί µε τις παθογένειες, τους κακούς οιωνούς και το κακό το ριζικό µας. Οι κενολογίες θύµισαν την εποχή εκείνη που ο Σταύρος Θεοδωράκης ως αρχηγός ενός πολιτικού σχήµατος που αποδείχθηκε ξεροπόταµος περιτύλιγε µε πολιτικό στόµφο και στοχασµό γυµνασιακών αναγνωσµάτων οτιδήποτε απαιτούσε µια απλή και υπεύθυνη απάντηση. Στην πρόσφατη όµως εκποµπή ο Θεοδωράκης ήταν εις διπλούν, αφού ο Κυριάκος Μητσοτάκης αντέγραφε τη µανιέρα του περιπλεγµένου τίποτε µε το οποίο ξόρκιζε το πολιτικά κακό.
Οι συνεντευξιαζόµενοι είχαν ένα ακόµη κοινό στοιχείο: τη λατρεία και την υπερχρήση της κάµερας. Καµιά δεκαριά κάµερες τριγύρναγαν ολόγυρα από το ζευγάρι της πολιτικοδηµοσιογραφικής παρλαπίπας και κατέγραφαν την αυτάρκεια και τον διάχυτο ναρκισσισµό. Οπως σε όλες τις εκποµπές του Θεοδωράκη, υπήρξε ως µπακράουντ και ο συνήθης αλλά ακίνδυνος συναισθηµατισµός. Παιδιά που βρέθηκαν στο τρένο της τραγωδίας διηγήθηκαν στην κάµερα όσα έζησαν και υποτίθεται ότι έθεσαν ερωτήµατα στον πρωθυπουργό. Ούτε αυτό όµως δεν µπόρεσε να διαχειριστεί ο Μητσοτάκης. Στην Ευδοκία που έθεσε το αγωνιώδες ερώτηµα γιατί πρέπει να µείνει σε µια τέτοια χώρα, ο Κυριάκος της ζήτησε να βάλει πλάτη.
Βέβαια, ο Θεοδωράκης εξασφάλισε από τον Μητσοτάκη την είδηση ότι οι εκλογές θα γίνουν τον Μάιο. Μπορεί να µην ήταν ό,τι πιο κοµψό να ανακοινώνει ένας πρωθυπουργός εκλογές µε τέτοιον τρόπο, αλλά έπρεπε και ο Σταύρος να δικαιολογήσει γιατί δέχτηκε να βάλει πλάτη στο στεγνό καθάρισµα του Μητσοτάκη. Θεωρητικά λοιπόν το έκανε για την είδηση.
Γιατί στ’ αλήθεια ο Θεοδωράκης δέχτηκε να κάνει µια εκποµπή όπως αυτή που έκανε το 2014 για να ξεπλύνει το έγκληµα µε τον πνιγµό µικρών παιδιών µεταναστών στο Φαρµακονήσι; Μια εκδοχή είναι ότι δεν τον νοιάζει. Εκπροσωπεί συγκεκριµένου τύπου δηµοσιογραφία και ούτε γνωρίζει ούτε τον ενδιαφέρει άλλο µοντέλο. Υπάρχει ωστόσο και µια πολιτικού τύπου ανάγνωση.
Ο Θεοδωράκης δεν εµφανίστηκε σε ρόλο φιλικού έστω δηµοσιογράφου, αλλά ως συµβολισµός στον χώρο των ακροκεντρώων. Στη δύσκολη για τον Μητσοτάκη περίοδο ο Σταύρος βάζει πλάτη για να στηρίξει έναν πολιτικό χώρο που βρίσκεται σε σύγχυση. Θυµίζει περισσότερο από τους βουλευτές του που βγήκαν από το Ποτάµι και ανέβηκαν στην εξέδρα της Ν∆ ότι ανήκει στο κόµµα του Μητσοτάκη.
Ο Θεοδωράκης πιστεύει ότι ενεργοποιεί τα συντηρητικά αντανακλαστικά όλων των «Γερούν, γερά» και των ξεπεσµένων «Μενουµευρωπαίων». Μιλά για το κακό δηµόσιο, τις παθογένειες, τη γραφειοκρατία και φυσικά για τον αναγκαίο εκσυγχρονισµό, πιστεύοντας ότι θα ξυπνήσει µνήµες αντιΣΥΡΙΖΑ µετώπου. Θέτει τον εαυτό του σε ρόλο αφανή εταίρου στη «Μητσοτάκης ΑΕ» και πιθανόν κάποια στιγµή να θελήσει να εξαργυρώσει τις µετοχές του.
Το δίδυµο Μητσοτάκη – Θεοδωράκη είναι οι πρωταγωνιστές της τελευταίας πράξης της κυβέρνησης που απέρχεται. Είναι ίσως η πεποίθηση ότι µε µερικές κάµερες και νεφελώδεις ρήσεις ο κόσµος σε ρόλο θεατή πάντα µπορεί να µπερδευτεί ή και να συµπαθήσει. Οι επικοινωνιολόγοι του Μητσοτάκη είναι σε παράκρουση ή σε αδιέξοδο για να πιστεύουν ότι το κοινό µπορεί να αντέξει δύο Μητσοτάκηδες σε µία εκποµπή.
Η προσπάθεια τηλεδιοίκησης της κοινής γνώµης µέσα από σοφταρισµένα πλάνα και γλυκανάλατες κενολογίες είναι πλέον επικίνδυνη για τον σεναριογράφο της. Αν κρίνουµε δε από τα νούµερα της εκποµπής (γύρω στο 10%, παρότι το lead-in ήταν 26% από το δηµοφιλές σίριαλ «Σασµός») αλλά και από τα σχόλια στα social media, είχαµε να κάνουµε µε ένα αποτυχηµένο reality. O Μητσοτάκης προσπάθησε να µας κάνει να ξεχάσουµε τι πρωθυπουργός είναι και ο Θεοδωράκης µας θύµισε τι δηµοσιογράφος ήταν.