Μία φορά κι’ έναν καιρό, σε τούτο τον τόπο είχε πέντε ολόκληρα εργοστάσια που φτιάχνανε κάθε χρόνο πάνω από 350.000 τόννους ζάχαρης. Με δεδομένο ότι η χώρα χρειάζεται κάπου 320.000 τόννους, ήμασταν απολύτως αυτάρκεις και κάναμε κι εξαγωγές. Παράλληλα, μιας και η ελληνική ζάχαρη φτιάχνεται από τεύτλα (κοινώς παντζάρια ή κοκκινογούλια), πάνω από 100.000 αγρότες καλλιεργούσαν κάπου 460.000 στρέμματα, βγάζοντας σχεδόν 3 εκατ. τόννους τεύτλων ετησίως.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι από την επεξεργασία των τεύτλων η Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης (η 100% κρατική μονάδα στην οποία ανήκαν αυτά τα πέντε εργοστάσια) έβγαζε, πλην της ζάχαρης, πολύτιμα υποπροϊόντα όπως 100–120.000 τόννους μελάσσας (υψηλής περιεκτικότητας σε ζαχαρόζη) κι άλλους τόσους τόννους ζαχαρόπιτας (θεωρείται ζωοτροφή υψηλής ποιότητας) και πούλπας (επίσης για ζωοτροφή).
Κι ενώ όλα πήγαιναν καλά, ξαφνικά τον Φεβρουάριο του 2006, οι υπουργοί γεωργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενέκριναν τη ριζική μεταρρύθμιση του τομέα ζάχαρης στην Ε.Ε. Η μεταρρύθμιση αυτή εστιάστηκε στην κατά 36% περικοπή της εγγυημένης ελάχιστης τιμής της ζάχαρης (από 631,9 ευρώ/τόννο το 2006/2007 σε 404,4 ευρώ/τόννο από το 2009/2010).
Επειδή οι υπουργοί καταλάβαιναν ότι αυτή η διαδικασία θα ανάγκαζε πολλούς τευτλοπαραγωγούς να διακόψουν την δραστηριότητά τους, αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα Ταμείο Αναδιάρθρωσης το οποίο θα αποζημίωνε όσους έφευγαν από την παραγωγή.
Η αναδιάρθρωση είχε διάρκεια τρία χρόνια (2006–2009) και είχε ως στόχο να μειωθεί η παραγωγή ζάχαρης στην Ευρώπη κατά 14 εκατ. τόννους. Άμεση συνέπεια αυτών των αποφάσεων ήταν να κλείσουν εκείνη την χρονιά (2006) τα ζαχαρουργεία σε Λάρισα και Ξάνθη.
Τα τελευταία χρόνια αυτά τα δυο εργοστάσια χρησιμεύουν ως αποθήκες και συσκευαστήρια της ζάχαρης που πλέον εισάγουμε για να καλύψουμε τις ανάγκες μας ενώ ο υψηλής ποιότητας εξοπλισμός τους παραμένει αδρανής (περιμένοντας, προφανώς, την κατάλληλη στιγμή τής αξιοποίησής του από κάποιον ιδιώτη).
Η κάθετη πτώση τής τιμής των τεύτλων έδιωξε από την παραγωγή τούς περισσότερους τευτλοπαραγωγούς και μείωσε την παραγόμενη ποσότητα τεύτλων σε μόλις 350.000 τόννους ενώ χρειαζόμαστε τετραπλάσια.
Έτσι, η ΕΒΖ αναγκάζεται είτε να εισάγει τεύτλα είτε να εισάγει έτοιμη ζάχαρη (κυρίως από την Σερβία). Με αυστηρά οικονομικούς όρους μιλώντας, όλα αυτά καθιστούν ασύμφορη την συνέχιση της λειτουργίας τής εταιρείας με την παρούσα μορφή.
Γι’ αυτό, η διοίκηση της ΕΒΖ αποφάσισε το κλείσιμο των ζαχαρουργείων σε Ορεστιάδα και Σέρρες, συνεχίζοντας πλέον την παραγωγή μόνο στο ‑μικρότερο απ’ όλα- εργοστάσιο που βρίσκεται στο Πλατύ Ημαθίας.
Ήμασταν αυτάρκεις και αποφασίσαμε να βγάλουμε τα μάτια μας, διαθέταμε πολλή και φτηνή πρώτη ύλη (γι’ αυτό κάναμε κι εξαγωγές) και καταφέραμε να καταστρέψουμε τους παραγωγούς ανεβάζοντας τα κόστη, αναγνωρίζουμε την ανάγκη στήριξης των παραμεθορίων περιοχών και κλείνουμε τρία εργοστάσια-πρότυπα που λειτουργούσαν σ’ αυτές τις περιοχές, δίνουμε γη και ύδωρ στο ιδιωτικό κεφάλαιο και οδηγούμε στην απαξίωση την κρατική περιουσία, είχαμε μια εντυπωσιακών διαστάσεων ζαχαρουργία όπου δούλευαν 1.300 άτομα και την καταντήσαμε σκιά τού εαυτού της που δεν μπορεί να απασχολήσει πάνω από 265 ‑σύντομα δε, πολύ λιγώτερους-εργαζόμενους κλπ. Και το χειρότερο: κλείνουμε εργοστάσια όχι επειδή δεν πάνε καλά ή επειδή είναι ζημιογόνα αλλά επειδή έτσι αποφασιστηκε.
Με πληροφορίες από το teddygr.blogspot.gr