Στηβ Λάλας: Η ιστορία του καλύτερου Έλληνα κατασκόπου

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Χειμώνας του 1991 κάπου στου Ζωγράφου. Ένας κύριος ντυμένος με βαρύ παλτό και καπέλο ρεπούμπλικα, καταφτάνει και ανεβαίνει στο δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας, η οποία έγραφε απ’ έξω το όνομα μιας κυρίας, η οποία όμως είχε αποδημήσει εις κύριον πριν από μήνες, ενός κυρίου ο οποίος ήταν ο ενοικιαστής.

Το σπίτι νοικιάστηκε από φοιτητή εξ επαρχίας, ο οποίος σπανίως το επισκέπτονταν. Αντίθετα το επισκέπτονταν συχνότερα ο «πατέρας» του, ο οποίος φρόντιζε να πληρώνονται οι λογαριασμοί εγκαίρως, και μάθαινε από τους γείτονες τα σχετικά με τον «γιο» του.

Με πληροφορίες απο το vradini.gr

Εκεί ο «πατέρας» συναντούσε ένα «ξάδερφό» του σχεδόν κάθε εβδομάδα, και το περίεργο ήταν ότι ο «ξάδερφος» πριν χτυπήσει το κουδούνι, έκανε αρκετούς γύρους στην περιοχή, ενώ έφτανε πάντα με ταξί, και κατέβαινε δυο τρία τετράγωνα πριν από το σπίτι.

Ο «πατέρας» ήταν ο ταξίαρχος Αναξαγόρας Σπιτάς προϊστάμενος του Α’ Κλάδου της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, και ο «ξάδερφος» ήταν ο Ελληνοαμερικανός Στηβ Λάλας, ο πρώτος κατάσκοπος που είχε ποτέ η ελληνική πλευρά μέσα στη φωλιά των Αμερικανών κατασκόπων.

Ο «φοιτητής» ήταν ένας υπάλληλος του Α Κλάδου της ΕΥΠ, πρόσφατα προσληφθείς, με προσόντα και νεανική εικόνα που παρέπεμπε ευθέως σε φοιτητή. Έμενε εκεί υποτίθεται, ως κάλυψη για να μην κινεί υποψίες στη γειτονιά αφού ένα σπίτι νοικιασμένο αλλά ακατοίκητο, πάντα στις γειτονιές δημιουργεί ερωτήματα. Ατημέλητη εμφάνιση, πλούσιο μούσι, «λες και βγήκε από κατάληψη της σχολής του» όπως έλεγε ο αείμνηστος ταξίαρχος Σπιτάς σε έναν συνομιλητή του, απόμαχο πια των μυστικών υπηρεσιών.

Ο Σπιτάς συναντούσε το Λάλα στο διαμέρισμα- «γραμματοκιβώτιο» όπως το αποκαλούσε η υπηρεσία, και έπαιρνε τα σχισμένα έγγραφα που έκλεβε ο Ελληνοαμερικάνος.

4659EBE4 40C1 4064 9FC9 7AE5C9C27D66

Από το κτίριο της Αμερικανικής πρεσβείας στην Βασιλίσσης Σοφίας, τον τελευταίο σταθμό της κατασκοπευτικής του δράσης. Ο ταξίαρχος Σπιτάς ήταν επί χρόνια ο «χειριστής» του Λάλα τον οποίο είχε στρατολογήσει η ΚΥΠ στη Σμύρνη το 1977, και είχε γνωρίσει τις καλύτερες στιγμές της, αναφορικά με τα μυστικά που αφορούσαν τους Τούρκους, αλλά και την στάση των ΗΠΑ απέναντι στην Ελλάδα.

Η δράση του Στηβ Λάλα όμως, τερματίστηκε άδοξα, και οι απόψεις για τα αίτια διίστανται.

Άλλοι λένε ότι επρόκειτο για παροιμοιώδη γκάφα της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη-η υφυπουργός Βιργινία Τσουδερού χρεώθηκε τη γκάφα- αλλά υπάρχει και η άλλη εκδοχή, που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη.

Ότι δηλαδή, «δόθηκε» ο Λάλας από «μέσα», στο πλαίσιο μιας σκληρής εσωτερικής μάχης στελεχών και φατριών της ΕΥΠ. Η αλήθεια δεν θα γίνει ποτέ γνωστή.

Ο Σπιτάς όσο ζούσε απέφευγε, όπως ο διάολος το λιβάνι, να μιλήσει γι’ αυτή την υπόθεση, ενώ κάποιοι που πιθανόν γνωρίζουν δεν έχουν κανένα λόγο να μιλήσουν.

Η δράση του Λάλα πάντως, χάρισε στην Ελλάδα ιδιαίτερα «ευαίσθητα» έγγραφα σε ότι έχει να κάνει με την εξωτερική πολιτική της χώρας. Μιας χώρας όμως, που φέρθηκε με παροιμιώδη αχαριστία στον ίδιο, τον οποίο ξέχασε κάπου στη Χρυσούπολη.

Κι όπως λέει ο ίδιος, αυτό που τον πειράξει περισσότερο ήταν ότι η Ελλάδα έκανε πως δεν τον γνώριζε. Αλλά όπως μας είπε, βετεράνος πολιτικός που γνωρίζει το χώρο των μυστικών υπηρεσιών, δεν ήταν δυνατόν να αποδεχθεί η Ελλάδα ότι κατασκόπευε τις ΗΠΑ.

Πάντως η απελευθέρωση του Λάλα το 2007, οφείλεται κατά κύριο λόγο στην πίεση που άσκησε η τότε κυβέρνηση Καραμανλή σε συνδυασμό με την πίεση επιφανών Ελληνοαμερικανών. Μέχρι τότε σε κάθε επαφή Έλληνα πολιτικού με Αμερικανό, οι μυστικές υπηρεσίες, ζητούσαν να τεθεί ανεπίσημα το αίτημα απελευθέρωσης του Λάλα. Ενίοτε συνέβαινε, αλλά οι κυβερνήσεις Σημίτη, απέφευγαν να το θέσουν.

Μόνο ο πρέσβης Αποστολίδης ως επικεφαλής της ΕΥΠ από το 1999 έως το 2004, έθετε επισταμένως το αίτημα απελευθέρωσης του Λάλα, στις επαφές του με την CIA λέγοντας περίπου «ό,τι έγινε έγινε, σύμμαχοι είμαστε δεν θα ξαναγίνει».

Στη συνέχεια ο νέος αρχηγός της ΕΥΠ πρέσβης Κοραντής, αλλά και κορυφαία στελέχη των κυβερνήσεων Καραμανλή, όπως ο Βύρων Πολύδωρας έθεσαν ανεπίσημα και «υπόγεια» το ζήτημα απευλευθέρωσης του Λάλα, κάτι που έγινε το Νοέμβριο του 2007. Με αυστηρούς όρους όμως, όπως η παραμονή του στη Χρυσούπολη Καβάλας, και η απαγόρευση μετακίνησης του για κάποια χρόνια.

Η ημέρα της ήττας

Η 29η Απριλίου του 1993, μπορεί να χαρακτηριστεί ως «μαύρη ημέρα» για τις ελληνικές Μυστικές Υπηρεσίες. Ήταν η μέρα που το FBI περνούσε χειροπέδες στον Στήβ Λάλα, τον οποίο παρακολουθούσε μερικές εβδομάδες.

Στην ΕΥΠ ο ταξίαρχος Αναξαγόρας Σπιτάς ενημερώθηκε από «πηγή» του και βρέθηκε στα πρόθυρα εγκεφαλικού. Όσοι τον είδαν λένε ότι έσπαγε πράγματα στο γραφείο του, και έβριζε θεούς και δαίμονες.

Η αλήθεια είναι πως από τις αρχές του 1992, εκτός από τον Σπιτά, άρχισαν να χειρίζονται τον Λάλα, άλλοι δύο στρατιωτικοί, αποσπασμένοι στην ΕΥΠ.

Κάτι με το οποίο ο Σπιτάς ήταν αντίθετος («τα ρουσφέτια του υπουργού δεν θα τα πληρώσουμε εμείς» έλεγε αναφερόμενος σε κορυφαίο τότε, υπουργό που απαίτησε να αποσπαστούν οι «δικοί του» στην ΕΥΠ) αλλά πολιτικές ισορροπίες, φατρίες και ίντριγκες μέσα στην υπηρεσία, τον ανάγκασαν να το αποδεχθεί.

Επικοινώνησε με τον αρχηγό της ΕΥΠ Αντιπτέραρχο Παναγιώτη Μπαλέ, «πιάσανε το Σταύρο» του είπε.

«Σταύρος» ήταν η κωδική ονομασία του Λάλα που ήταν και το… κανονικό του όνομα όμως!

Ο Μπάλες ενημέρωσε με τη σειρά του τον στρατηγό Νίκο Γρυλλάκη, ο οποίος όμως…ήταν ήδη ενημερωμένος (μάλλον από τον Σπιτά ο οποίος είχε στενές σχέσεις μαζί του και την οικογένεια Μητσοτάκη) και εκείνη την ώρα ενημέρωνε τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.

Τότε ήταν που ο Μητσοτάκης έχασε την παροιμιώδη ψυχραιμία του, και ο θυμός του ακούστηκε μέχρι το Σύνταγμα.

«Είμαστε τόσο ανίκανοι πια;» αναρωτήθηκε ο ίδιος, όπως ομολόγησε σε δημοσιογράφο το 1996, προσκεκλημένο στο σπίτι του όπως και άλλοι, την 21η Μαΐου ημέρα της ονομαστικής του εορτής.

Ο Σπιτάς έφυγε από τη ζωή το 2003, χτυπημένος από την επάρατη νόσο, χωρίς να μιλήσει ποτέ, αλλά όπως λένε άνθρωποι που τον γνώρισαν, δεν βρήκε καμία απάντηση στο ερώτημα «ποιος έδωσε τον Λάλα στους Αμερικανούς». Για την ακρίβεια είχε αρκετές απαντήσεις, αλλά καμία που να μπορέσει να την τεκμηριώσει και να την υποστηρίξει.

Ποιος τον έδωσε άραγε;

Μετά από είκοσι οχτώ χρόνια το παζλ του μυστηρίου γύρω από
τα πρόσωπα που «έστειλαν» τον καλύτερο πράκτορα που είχε η χώρα μας πακέτο στους Αμερικανούς, δεν έχει λυθεί. Ό,τι κι αν λένε διάφοροι.

Το παζλ αυτό περιλαμβάνει την αείμνηστη πρώην υφυπουργό Εξωτερικών Βιργινία Τσουδερού, τον μακαρίτη Σπιτά και δύο τουλάχιστον στελέχη της Υπηρεσίας -κύκλοι της οποίας από εκείνη την εποχή κάνουν λόγο για περισσότερους- οι οποίοι ήταν στρατιωτικοί.

Ο ένας μάλιστα υπηρετούσε μέχρι πριν λίγα χρόνια στην ΕΥΠ σε πολύ καλή θέση, εξαργυρώνοντας λένε κάποιοι, τα όσα έπραξε τον Απρίλιο του ’93, τότε που η Υπηρεσία βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα μετά από την σύλληψη του Στηβ Λάλα. Πάντως οι κρατούσες απόψεις είναι δυο.

Την πρώτη την αναφέραμε και αφορά είτε την ατσαλοσύνη είτε κάτι πολύ χειρότερο, ενός ή και των δυο χειριστών του Λάλα, ή ανωτέρων τους. Λέγεται στους κόλπους της υπηρεσίας πως ο ένας από τους δυο χειριστές, χρησιμοποιούσε το «ασφαλές σπίτι» στου Ζωγράφου για να καλύπτει τις…εξωσυζυγικές του σχέσεις, με γυναίκα συνάδελφο του.

Η δεύτερη εκδοχή αφορά την αφέλεια της Βιργινίας Τσουδερού- η ίδια πάντοτε υποστήριζε ότι δεν είχε ενημερωθεί σχετικά από αυτούς που θα έπρεπε.

Με το θέμα των Σκοπίων να «καίει» τότε την Αθήνα, η πίεση της ΕΥΠ στον Λάλα γίνεται αφόρητη και αυτός κουβαλάει σχεδόν κάθε βράδυ σχισμένα έγγραφα από την πρεσβεία των ΗΠΑ στο διαμέρισμα του Ζωγράφου.

Ένα από αυτά είναι και η περίφημη επιστολή του τότε Αμερικανού πρεσβευτή στην Αθήνα κ. Μάικλ Σωτήρχου για την θέση της χώρας του στο Σκοπιανό, η οποία φτάνει στα χέρια του κ. Μητσοτάκη και της κ. Βιργινίας Τσουδερού.

Δυο εκδοχές υπάρχουν εδώ.

Η μια λέει ότι η Τσουδερού ενημέρωσε στις 26 Φεβρουαρίου του 1993 τον τότε πρεσβευτή μας στις ΗΠΑ κ. Χρήστο Ζαχαράκη για μια άγνωστη πτυχή του θέματος, την οποία κανονικά γνώριζαν μόνο οι Αμερικανοί και του ζήτησε να κάνει διάβημα στο State Department.

Οι Αμερικανοί διαβάζοντας τις λεπτομέρειες του διαβήματος, χάνουν τον κόσμο από τα πόδια τους. Δεν μπορούσαν να φανταστούν ποτέ, ότι οι Έλληνες θα είχαν διαβαθμισμένες πληροφορίες που τις γνώριζαν ελάχιστοι.

Οι «φίλοι» μας και σύμμαχοι εκπλήσσονται από τις λεπτομέρειες του διαβήματος, αφού βασιζόταν εξ’ ολοκλήρου σε μια πληροφορία που δεν έπρεπε να γνωρίζει η Αθήνα. Ενημερώνεται αμέσως η CIA και ο νεοδιορισμένος αρχηγός της Τζέημς Γούλσεϊ δίνει εντολή να γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες. Το κακό για την CIA είναι ότι το έμαθε και ο νέος τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον, ο οποίος απαξίωσε εντελώς την υπηρεσία. Και δεν είναι τυχαίο ότι στα δυο χρόνια που ο Γούλσεϊ υπήρξε διευθυντής της CIA δεν τον συνάντησε ποτέ κατ ́ίδιαν.

Τέλος πάντων…

Η άλλη εκδοχή -που εάν ισχύει φανερώνει παροιμιώδη αφέλεια εκ μέρους της- αναφέρει ότι η κ. Τσουδερού «έδωσε» κατά λάθος τον Στιβ Λάλα σε μια συνομιλία της με τον κ. Σωτήρχο, νομίζοντας ότι η άλλη πλευρά ήταν γνώστης της δράσης του Ελληνοαμερικανού.

Δηλαδή, μια υφυπουργός πιστεύει ότι ο πρέσβης μιας ξένης χώρας -έστω και με ελληνική καταγωγή- ξέρει ότι ένας υπάλληλος του κατασκοπεύει τη χώρα του, και κάνει το κορόιδο!

Οι γνωρίζοντες τα του υπουργείο Εξωτερικών θεωρούν ως πιθανότερη την πρώτη εκδοχή.

Ό,τι και αν συνέβη όμως, οι Αμερικανοί θορυβήθηκαν και ανέλαβαν δράση. Κάτω από απόλυτη μυστικότητα ένα κλιμάκιο του FBI με επικεφαλής τον πράκτορα John Quatroqui φτάνει στις 23 Μαρτίου στην Αθήνα για να ερευνήσει την υπόθεση.

Οι έρευνες επικεντρώνονται πολύ γρήγορα στους επτά υπαλλήλους που είχαν πρόσβαση στην Μονάδα Επικοινωνίας Προγραμμάτων της Αμερικάνικης πρεσβείας και στα απόρρητα έγγραφα.

Στον χώρο τοποθετούνται κάμερες οι οποίες καταγράφουν τον Λάλα να παίρνει διάφορα έγγραφα, τα οποία θα έπρεπε κανονικά να καταστρέφει, ενώ η παρακολούθηση συνεχίζεται και εκτός πρεσβείας.

Ο πιο πολύτιμος πράκτορας της Ελλάδας, φωτογραφίζεται από το κλιμάκιο του FBI να μπαινοβγαίνει στο διαμέρισμα του Ζωγράφου ενώ από τους φακούς των Αμερικανών δεν «γλιτώνουν» και έλληνες πράκτορες της ΕΥΠ.

Λίγες μέρες αργότερα όταν τον συλλαμβάνουν με το που πατάει το πόδι του στην Ουάσιγκτον και αρχίζει ο εφιάλτης της δίκης και της καταδίκης του σε 14 χρόνια φυλάκιση, που τέλειωσε με την επιστροφή του στην Ελλάδα στις 25 Νοεμβρίου του 2007.

Πως στρατολογήθηκε ο Λάλας

Ο Στηβ Λάλας μετά από μια σύντομη καριέρα στους Πεζοναύτες- εργαζόταν το 1977 ως μέλος του προσωπικού του Στέητ Ντηπάρτμεντ στο στρατηγείο του ΝΑΤΟ. Ο πράκτορας της ΕΥΠ που υπηρετούσε ως …ακόλουθος στο προξενείο της Σμύρνης, τον προσέγγισε, και γνωρίστηκαν με κοινό παρονομαστή την καταγωγή τους.

Μετά από αρκετές συναντήσεις κοινωνικού χαρακτήρα, η Αθήνα έδωσε το «πράσινο φως» αφού διαβάζοντας τις αναφορές του πράκτορα, θεώρησε ότι υπάρχει γόνιμο έδαφος.

Του έγινε ευθέως η πρόταση «να υπηρετήσει την πατρίδα του, που απειλείται από τους Τούρκους» ο Λάλας δέχθηκε χωρίς δισταγμό, και ξεκίνησαν όλα.

Ο τότε αρχηγός της ΕΥΠ αντιστράτηγος Παντελής Καλαμάκης, ενημέρωσε πρώτα συνοπτικά τον Ευάγγελο Αβέρωφ και μετά αναλυτικά τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Παράγοντας που ήταν τότε πολύ κοντά στον Καραμανλή είπε αργότερα σε συνομιλητή του ότι «ο πρόεδρος μέθυσε από τη χαρά του, αλλά η αγωνία του ήταν εμφανής. Επέμεινε πολύ, πάρα πολύ στον Καλαμάκη, να μην διαρρεύσει ποτέ και πουθενά. Και εκτίμησε ότι μπορεί έτσι να βελτιωθεί η θέση της χώρας μας απέναντι στην Τουρκία γνωρίζοντας ευαίσθητες πληροφορίες».

Ο Λάλας τότε χειρίζονταν πολλές σημαντικές πληροφορίες για τη Βορειοατλαντική Συμμαχία, αρκετές εκ των οποίων σχετίζονταν με την Τουρκία.

Κατά τη θητεία του στη Σμύρνη, οι ελληνικές μυστικές υπηρεσίες γνώριζαν ανά πάσα στιγμή τις θέσεις και τη διάταξη των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων, τις κινήσεις και τα αποβατικά τους σχέδια.

Τα απόρρητα έγγραφα που παρέδιδε ο Λάλας ήταν μεγάλης αξίας κι έτσι όταν το 1984 μετατέθηκε στο Βελιγράδι η ροή σταμάτησε απότομα.

Άρχισε πάλι το 1985 όταν ο Ελληνοαμερικανός μετατέθηκε στην Κωνσταντινούπολη και έπιασε ξανά δουλειά, ρισκάροντας τα πάντα χωρίς να το σκέφτεται.

Λέγεται ότι πολλές φορές απλώς περνούσε τα σύνορα του Έβρου και παρέδιδε πληροφορίες, ενώ τότε ξεκίνησε να επισκέπτεται συχνά και τη Χρυσούπολη Καβάλας για να δει την οικογένειά του.

Το 1989 μετατίθεται στην Ταϊβάν, και η Αθήνα μένει ξανά «τυφλή». Ο Λάλας προσπαθεί να επανέλθει κατόπιν οδηγιών από την ΕΥΠ και τα καταφέρνει τον Δεκέμβριο του 1990, όταν τοποθετήθηκε στην αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα και η θέση του ήταν στη μονάδα επικοινωνίας προγραμμάτων.

Ήταν υπεύθυνος για τη διαβίβαση κάθε απορρήτου και ειδικά διαβαθμισμένου σήματος που κατέφτανε είτε από τη CIA, είτε από το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ.

Η ΕΥΠ δεν πίστευε στην τύχη της…

Όλο αυτό το διάστημα ο Λάλας είχε διαφορετικούς «χειριστές» και ο Αναξαγόρας Σπιτάς ήταν ο τελευταίος.

Τον συναντούσε πολύ συχνά -όπως είπαμε στην αρχή- στο διαμέρισμα-«γραμματοκιβώτιο» που είχε νοικιάσει η υπηρεσία στου Ζωγράφου, παίρνοντας πάντα όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις.

Από το 1977 που ξεκίνησε την δράση του μέχρι και το 1992, οι πληροφορίες του Λάλα που έφθαναν ακατέργαστες στην Κατεχάκη, κατέληγαν συγκεκαλυμμένες στον Πρωθυπουργό και τον Υπουργό Εξωτερικών.

Ο Σπιτάς, όπως και οι προκάτοχοί του είχε φροντίσει να παραμείνει μυστική η ταυτότητα του Ελληνοαμερικανού πράκτορα, κάποιες φορές ακόμα και από τους εκάστοτε πρωθυπουργούς.

Οργίλη αντίδραση από ΗΠΑ

Οι σχέσεις Ελλάδας-ΗΠΑ κλυδωνίστηκαν για τα καλά, αφού οι
«φίλοι» μας απείλησαν ακόμα και με απελάσεις στελεχών της ΕΥΠ στην Αμερική.

Ο Σπιτάς την πλήρωσε με την αποκαθήλωσή του από τον Α’ κλάδο και μια δυσμενή μετάθεση σε μεραρχία της Καβάλας, κάνοντας περιπολίες στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα.

Παρόλο που στα χρόνια που ακολούθησαν κάποιοι προσέγγισαν τον Σπιτά προκειμένου να δώσει την δική του εκδοχή, ο ίδιος επέλεξε να κρατήσει το στόμα του κλειστό μέχρι την ημέρα που πέθανε. Πάντως οι «κακές γλώσσες» στην ΕΥΠ έλεγαν ότι δεν ήταν όλοι έτσι.

Δεν είναι τυχαίο -λένε κάποιοι- ότι ο ένας από τους άλλους δύο αξιωματικούς που χειριζόταν τον Λάλα μεγαλούργησε στην ΚΥΠ, με διαδοχικές προαγωγές στα χρόνια που ακολούθησαν την σύλληψη και καταδίκη του Ελληνοαμερικανού.

Πολλά ακούστηκαν τότε στους διαδρόμους της Κατεχάκη σχετικά με τον συγκεκριμένο αξιωματικό, αλλά τίποτε δεν αποδείχθηκε. Πάντως οι πολύ καλές σχέσεις του με Αμερικανούς πράκτορες της CIA στην Αθήνα, έγιναν ακόμα καλύτερες μετά την σύλληψη

ΔΗΜΟΦΙΛΗ