Έφυγε από τη ζωή ο τελευταίος επιζών της Γενοκτονίας των Ποντίων

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Απεβίωσε σε ηλικία 104 ετών ο Σάββας Λώλος, ο «μπάρμπα Σάββας», ο τελευταίος από τους πρόσφυγες πρώτης γενιάς που έφθασαν μετά την Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην περιοχή της Πρέβεζας.

Ο Σάββας Λώλος είχε καταγωγή από την Πράσαρη ένα χωριό περίπου 20 χλμ μακριά από την Κερασούντα. Σε ηλικία μόλις επτά ετών βίωσε την θηριωδία των τσετών του Τοπάλ Οσμάν.

Τον περασμένο Μάιο είχε δώσει μια συγκλονιστική συνέντευξη στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων και περιέγραψε την Γενοκτονία, όσα έζησε μέχρι να έλθει στην Ελλάδα. «Ο Τοπάλ Οσμάν ερχόταν το βράδυ στο χωριό, στο σπίτι μου, μαζί με τους τσέτηδες. Ένα βράδυ, χειμώνας ήταν, είχε δέκα μαζί του, αποστολή ολόκληρη για εκτελέσεις. Εγώ ήμουν μικρός και με πήρε στην αγκαλιά του ο Τοπάλ Οσμάν. Εγώ δεν ήξερα τι μέρος του λόγου ήταν αυτοί, ούτε ήξερα ότι ήταν εκτελεστές των χριστιανών. Του είπα στα τουρκικά: “Ένα αρνί θα μου δώσεις;” και δεν απάντησε. Τον σκούντηξα και τον ξαναρώτησα, και εκείνος απάντησε: “Θα δώσει”. Και του είπα εγώ: “Θα δώσει μην μου λες, θα σου δώσω να μου πεις”. “Σκυλόπαιδο”, μου είπε και “με έφτυσε μες στο στόμα».

Περιέγραψε με λεπτομέρειες ότι στόχος των Τούρκων ήταν «να μην μείνει σπορά από μας… θα μας έσφαζαν όλους. Μας έσωσε το 1924 η ανταλλαγή. Ο πατέρας μου, όταν θα φεύγαμε μας πήγε να προσκυνήσουμε στο εκκλησάκι στο ύψωμα. Θυμάμαι είπε: “Παναγία μου να φθάσουμε ζωντανοί στην Ελλάδα. Φύγαμε νύχτα από το χωριό. Μέσα από λαγκάδια και ρέματα για να φτάσουμε Τραπεζούντα όπου θα μπαίναμε στα καράβια».

Δακρυσμένος μίλησε για όσα βίωσε η οικογένειά τους και τα αδέλφια του που έμειναν πίσω στον Πόντο και δολοφονήθηκαν. Στο χωριό του έμεναν μόνο Έλληνες. «Είμαστε Ορθόδοξοι. Η ενορία μας ήταν του Αη Βασίλη. Εγώ γεννήθηκα στην εξορία. Κοντά στο Ερζερούμ. Μετά επιστρέψαμε στο χωριό. Πήγα στην 1η Δημοτικού. Μετά έκλεισαν τα σχολεία. Φωτιές, κακό, εκτελέσεις. Είχα αδέλφια τον Κυριάκο και τον Δημήτρη. Τον Κυριάκο τον σκότωσαν. Ο Δημήτρης χάθηκε, χάθηκαν τα ίχνη του», συνέχισε ο «μπάρμπα Σάββας.

«Ο πατέρας μου, Ηλία Σαββίδη τον έλεγαν, -εδώ στην Ελλάδα αλλάξαμε το επίθετο-, ήταν για ένα διάστημα πρόεδρος της κοινότητος. Ένας Τούρκος φίλος του, από γειτονικό χωριό, τον γλίτωσε, τον φυγάδευσε, όταν έμαθε πως ο Τοπάλ Οσμάν θα τον εκτελούσε. Τον κράτησε σπίτι 15 μέρες. Τον κυνηγούσε ο αιμοσταγής Τοπάλ Οσμάν, να τον εκτελέσει, όπως εκτέλεσε και άλλους πολλούς. Αργότερα, μέρες μετά, που έψαχνε τον πατέρα μου που τον έκρυβε ο Τούρκος, πήρε τη μάνα μου, για να την πνίξει στην Μαύρη Λίμνη στο Καρακολ. Την πίεζε να αποκαλύψει που κρυβόταν ο πατέρας μου. Είχαν φτιάξει ένα σακί από τραγόμαλλο και της έλεγαν, “εδώ μέσα θα σε βάλουμε και θα σε ρίξουμε στη λίμνη, αν δεν μας πεις που είναι ο άνδρας σου”. Ο νονός μου έτρεχε πίσω τους, τους παρακαλούσε. Έμενα με κρατούσαν σε ένα καλύβι… Έκλαιγα. Φώναζα μάνα μου… μετά ήρθε την άφησαν…», θυμάται.

«Φύγαμε από το χωριό για να φτάσουμε Τραπεζούντα μέσα στη νύχτα. Εγώ έκλαιγα, δεν μπορούσα να περπατήσω. Εκεί, μπήκαμε στα καράβια για την Κωνσταντινούπολη, όπου μείναμε μια εβδομάδα. Μετά, με ένα άλλο καράβι βγήκαμε Πάτρα. Η Παναγία βοήθησε. Ήμασταν πολλές οικογένειες. Μείναμε μέσα σε ένα τούνελ και μετά σε μια παράγκα. Πήγαινα στο σχολείο με τα πόδια στον Άγιο Ανδρέα. Κάποια μέρα, μας ξαναφόρτωσαν σε καράβι για την Κέρκυρα», είπε ο Σ. Λώλος.

πηγή: «ΕΣΤΙΑ»

ΔΗΜΟΦΙΛΗ