Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι σε υποχώρηση- Η ψηφιακή τεχνολογία και το μέλλον του εμπορίου

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

globe skakiera
Η γεωγραφία της παγκοσμιοποίησης αλλάζει. Το Παγκόσμιο Ινστιτούτο McKinsey προβλέπει ότι περίπου το ήμισυ της αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ τα επόμενα δέκα χρόνια θα προέλθει από περίπου 440 ταχέως επεκτεινόμενες πόλεις και περιοχές του αναπτυσσόμενου κόσμου, μερικές από τις οποίες είναι χαμένες στον παγκόσμιο χάρτη, όπως η πόλη Hsinchu στην Ταϊβάν ή η επαρχία Σάντα Καταρίνα στην Βραζιλία.

Σύμφωνα με πολλά συνήθη μέτρα, η παγκοσμιοποίηση βρίσκεται σε υποχώρηση [1]. Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και η επακόλουθη ύφεση έφεραν ένα τέλος σε τρεις δεκαετίες ταχείας ανάπτυξης του εμπορίου αγαθών και των υπηρεσιών. Οι διασυνοριακές χρηματοοικονομικές ροές μειώθηκαν κατά δύο τρίτα. Σε πολλές χώρες που παραδοσιακά υποστήριζαν την παγκοσμιοποίηση, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ηνωμένου Βασιλείου, η πολιτική συζήτηση για το εμπόριο μετατοπίστηκε από την εστίαση στα οικονομικά οφέλη στις ανησυχίες για την απώλεια θέσεων εργασίας, την αποδιάρθρωση, την αποβιομηχάνιση και την ανισότητα [2]. Η άλλοτε σταθερή συναίνεση ότι το εμπόριο είναι μια κερδοφόρα για όλους (win-win) υπόθεση έχει δώσει την θέση της σε ένα σκεπτικό μηδενικού αθροίσματος και απαιτεί υψηλότερους φραγμούς. Από τον Νοέμβριο του 2008, σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα Global Trade Alert, οι χώρες του G-20 έχουν εφαρμόσει περισσότερα από 6.600 προστατευτικά μέτρα.
Αλλά αυτό είναι ένα μόνο μέρος της ιστορίας. Ακόμη και όταν οι δυσφημιστές της [παγκοσμιοποίησης] δημιουργούν νέους φραγμούς και απομακρύνονται από τις συμφωνίες ελευθέρων συναλλαγών, η παγκοσμιοποίηση συνεχίζει την πορεία της προς τα εμπρός -αλλά από νέους δρόμους. Στην προηγούμενη ενσάρκωσή της, ήταν βασισμένη στο εμπόριο και καθοδηγούμενη από την Δύση. Σήμερα, η παγκοσμιοποίηση καθοδηγείται από την ψηφιακή τεχνολογία και είναι ηγούμενη όλο και περισσότερο από την Κίνα και άλλες αναδυόμενες οικονομίες. Ενώ το εμπόριο το οποίο βασίζεται στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού που εκμεταλλεύονται την φθηνή εργασία επιβραδύνεται, οι νέες ψηφιακές τεχνολογίες σημαίνουν ότι περισσότεροι φορείς από ποτέ μπορούν να συμμετέχουν στις διασυνοριακές συναλλαγές, από μικρές επιχειρήσεις έως πολυεθνικές εταιρείες. Και η οικονομική ηγεσία μετατοπίζεται ανατολικά και νότια, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες γίνονται εσωστρεφείς και η ΕΕ με το Ηνωμένο Βασίλειο διαπραγματεύονται ένα διαζύγιο [3].
Με άλλα λόγια, η παγκοσμιοποίηση δεν έδωσε την θέση της στην απο-παγκοσμιοποίηση˙ έχει εισέλθει απλά σε διαφορετική φάση. Αυτή η νέα εποχή θα φέρει οικονομικά και κοινωνικά οφέλη, θα ενισχύσει την καινοτομία και την παραγωγικότητα, προσφέροντας στους ανθρώπους άνευ προηγουμένου (και συχνά ελεύθερη) πρόσβαση στην πληροφορία, και συνδέοντας τους καταναλωτές και τους προμηθευτές σε όλο τον κόσμο. Αλλά θα είναι επίσης ταραχώδης. Αφότου ορισμένοι τομείς ξεθωριάσουν, ορισμένες θέσεις εργασίας θα χαθούν και θα αναδυθούν νέοι νικητές. Τα οφέλη θα είναι απτά και σημαντικά, αλλά οι προκλήσεις θα είναι σημαντικές. Οι εταιρείες και οι κυβερνήσεις πρέπει να προετοιμαστούν για την επερχόμενη αναταραχή.
Η ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ
Τα θέματα που συνήθως ύφαιναν μαζί την παγκόσμια οικονομία ξεφτίζουν. Ξεκινώντας την δεκαετία του 1980, τα μειούμενα κόστη των μεταφορών και της επικοινωνίας, μαζί με μια σειρά πολυμερών συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου, προκάλεσαν την διόγκωση του διεθνούς εμπορίου. Μεταξύ 1986 και 2008, το παγκόσμιο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκε περισσότερο από το διπλάσιο του αντιστοίχου ρυθμού του παγκόσμιου ΑΕΠ. Ωστόσο, τα τελευταία πέντε χρόνια, η ανάπτυξη του εμπορίου έχει μόλις ξεπεράσει την παγκόσμια αύξηση του ΑΕΠ. Μια ασθενής και ανομοιογενής ανάκαμψη από τη μεγάλη ύφεση εξηγεί μέρος της επιβράδυνσης του εμπορίου, αλλά φταίνε επίσης [κάποιοι] διαρθρωτικοί παράγοντες [4]. Οι παγκόσμιες αλυσίδες [προστιθέμενης] αξίας, οι οποίες οδήγησαν σε ένα αυξανόμενο εμπόριο μεταποιημένων εξαρτημάτων, έχουν φθάσει στην ωριμότητά τους˙ τα περισσότερα από τα κέρδη αποδοτικότητας (efficiency gains) έχουν ήδη πραγματοποιηθεί. Παρόλο που ο τόπος της παραγωγής θα συνεχίσει να μετατοπίζεται μεταξύ των χωρών ως απάντηση στις διαφορές στους μισθούς και στις τιμές των άλλων συντελεστών παραγωγής -από την Κίνα στο Βιετνάμ και το Μπαγκλαντές, για παράδειγμα- αυτές οι μετατοπίσεις απλώς θα αλλάξουν τα μοτίβα του εμπορίου. Δεν θα αυξήσουν τον συνολικό όγκο του.
Οι διασυνοριακές χρηματοοικονομικές ροές -οι οποίες περιλαμβάνουν αγορές ομολόγων και μετοχών, διεθνή δανεισμό και άμεσες ξένες επενδύσεις- αυξήθηκαν από το 4% του παγκόσμιου ΑΕΠ το 1990 στο 23% την παραμονή της χρηματοπιστωτικής κρίσης, αλλά από τότε μειώθηκαν σε μόλις 6%. Εν τω μεταξύ, το εμπόριο υπηρεσιών αυξήθηκε, αλλά αυξάνεται με αργούς ρυθμούς και είναι απίθανο να αναλάβει το ρόλο που έπαιξε το εμπόριο αγαθών στην κινητοποίηση της παγκοσμιοποίησης. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι περισσότερες υπηρεσίες απλά δεν μπορούν να αγοραστούν και να πωληθούν πέρα από τα εθνικά σύνορα: Είναι τοπικές (εστίαση και κατασκευές), εξαιρετικά ρυθμιζόμενες (νομικά και λογιστικά) ή και τα δύο (υγειονομική περίθαλψη).
Στο σημείο αυτό εισέρχονται οι ψηφιακές ροές, από το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και την ροή βίντεο μέχρι την κοινή χρήση αρχείων και το Ίντερνετ των Πραγμάτων. Η κίνηση των δεδομένων (data) ξεπερνά ήδη το παραδοσιακό φυσικό εμπόριο ως ο συνδετικός ιστός στην παγκόσμια οικονομία: Σύμφωνα με την Cisco Systems, το χρησιμοποιούμενο διασυνοριακό εύρος ζώνης (bandwidth) αυξήθηκε 90 φορές από το 2005 έως το 2016 και θα αυξηθεί κατά 13 φορές μέχρι το 2023. Ο αριθμός των λεπτών [της ώρας] όλων των κλήσεων Skype που γίνονται σήμερα αντιστοιχεί περίπου στο 40% όλων των παραδοσιακών διεθνών τηλεφωνικών κλήσεων. Αν και οι ψηφιακές ροές συνδέουν σήμερα κυρίως τις ανεπτυγμένες χώρες, οι αναδυόμενες οικονομίες πλησιάζουν γρήγορα.
Αυτή η αύξηση της κίνησης των δεδομένων (data) δεν αποτελεί μόνο μια τεράστια ροή από μόνη της˙ υπερτροφοδοτεί επίσης άλλους τύπους ροών. Το ήμισυ του συνόλου των συναλλαγών των παγκόσμιων υπηρεσιών εξαρτάται πλέον από την ψηφιακή τεχνολογία με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Οι εταιρείες μπορούν να μειώσουν τις απώλειες σε διαμετακομισμένα (transit) εμπορεύματα εγκαθιστώντας αισθητήρες παρακολούθησης στις αποστολές -κατά 30% ή περισσότερο, κατά την εμπειρία της McKinsey. Μπορούν επίσης να προσεγγίσουν καταναλωτές σε όλο τον κόσμο χωρίς να περάσουν από καταστήματα λιανικής πώλησης. Η AliResearch (ο ερευνητικός κλάδος της κινεζικής εταιρίας ηλεκτρονικών αγορών Alibaba) και η εταιρεία συμβούλων Accenture προβλέπουν ότι μέχρι το 2020, το διασυνοριακό ηλεκτρονικό εμπόριο θα φτάσει το ένα δισεκατομμύριο καταναλωτές και θα έχει συνολικά 1 τρισεκατομμύριο δολάρια σε ετήσιες πωλήσεις.
Οι χώρες που οδήγησαν τον κόσμο κατά την τελευταία εποχή της παγκοσμιοποίησης μπορεί να μην είναι αναγκαστικά οι ίδιες που θα ευδοκιμήσουν στη νέα εποχή [5]. Δείτε την Εσθονία, η οποία έχει πληθυσμό μόλις 1,3 εκατομμυρίων, αλλά έχει αναδειχθεί ως γίγαντας στην ψηφιακή εποχή. Η πρωτοποριακή πρωτοβουλία της για ηλεκτρονική διακυβέρνηση επιτρέπει στους Εσθονούς να ψηφίζουν online, να πληρώνουν φόρους και να εμφανίζονται στο δικαστήριο, όλα με ψηφιακή ταυτότητα. Άλλοτε μια οικονομία που βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στην υλοτομία, η Εσθονία φιλοξενεί τώρα τους ιδρυτές του Skype και άλλων τεχνολογικών καινοφανών επιχειρήσεων (start-ups) και έχει ιστορικά μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες στην ΕΕ.
Οι ψηφιακές ροές ανατρέπουν επίσης τον εταιρικό κόσμο. Οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες κυριαρχούσαν εδώ και πολύ καιρό στο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών, αλλά οι ψηφιακές πλατφόρμες διευκόλυναν τις μικρότερες επιχειρήσεις να εισχωρήσουν. Οι αποκαλούμενες μικρο-πολυεθνικές μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις online αγορές για να φτάσουν σε περισσότερους πελάτες από ποτέ˙ η Amazon φιλοξενεί δύο εκατομμύρια τρίτους πωλητές και η Alibaba φιλοξενεί περισσότερα από δέκα εκατομμύρια. Περίπου 50 εκατομμύρια μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις χρησιμοποιούν το Facebook για μάρκετινγκ και σχεδόν το 40% των ακολούθων τους είναι ξένοι. Ψηφιακές πλατφόρμες και αγορές όπως αυτές δημιουργούν τεράστιες νέες ευκαιρίες για τις μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν το θεμέλιο της απασχόλησης στις περισσότερες χώρες.
Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΥΠΟΛΟΙΠΩΝ
Καθώς η παγκοσμιοποίηση έχει γίνει ψηφιακή, το κέντρο βάρους της έχει μετατοπιστεί. Το 2000, μόλις το 5% των εταιρειών της λίστας Fortune Global 500, των μεγαλύτερων διεθνών εταιρειών παγκοσμίως, είχαν την έδρα τους στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Μέχρι το 2025, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του McKinsey Global Institute, το ποσοστό αυτό θα φτάσει το 45%, ενώ η Κίνα θα καυχάται για τις περισσότερες εταιρείες με 1 δισεκατομμύριο δολάρια ή περισσότερα σε ετήσια έσοδα είτε σε σύγκριση με τις Ηνωμένες Πολιτείες είτε με την Ευρώπη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίζουν να παράγουν την πλειοψηφία του ψηφιακού περιεχομένου που καταναλώνεται στα περισσότερα μέρη του κόσμου, αλλά αυτό θα αλλάξει σύντομα, καθώς οι γίγαντες της Κίνας όπως η Alibaba, η Baidu και η Tencent ανταγωνίζονται την Amazon, το Facebook και την Google. Η Κίνα αντιπροσωπεύει σήμερα το 42% των παγκόσμιων συναλλαγών ηλεκτρονικού εμπορίου κατά αξία. Οι επενδύσεις της χώρας στην τεχνητή νοημοσύνη [6], παρότι εξακολουθούν να υστερούν σε σχέση με εκείνες των Ηνωμένων Πολιτειών, είναι διπλάσιες της Ευρώπης. Το 2017, η Κίνα ανακοίνωσε ένα φιλόδοξο επενδυτικό σχέδιο με στόχο να μετατραπεί η χώρα σε κορυφαίο κέντρο παγκόσμιας έρευνας για την τεχνητή νοημοσύνη μέχρι το 2030.
Η γεωγραφία της παγκοσμιοποίησης αλλάζει ακόμη και μέσα στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Το Παγκόσμιο Ινστιτούτο McKinsey προβλέπει ότι περίπου το ήμισυ της αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ τα επόμενα δέκα χρόνια θα προέλθει από περίπου 440 ταχέως επεκτεινόμενες πόλεις και περιοχές του αναπτυσσόμενου κόσμου, μερικές από τις οποίες τα Δυτικά στελέχη μπορεί να μην μπορούν να βρουν σε έναν χάρτη, όπως η πόλη Hsinchu στην Ταϊβάν ή η επαρχία Σάντα Καταρίνα στην Βραζιλία. Επιπλέον, ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι σε αυτά τα μέρη θα βλέπουν τα εισοδήματά τους να φτάνουν πάνω από τα 10 δολάρια την ημέρα, αρκετά υψηλά ώστε να τους κάνουν σημαντικούς καταναλωτές αγαθών και υπηρεσιών -ταυτόχρονα δεκάδες εκατομμύρια Αμερικανών, Ευρωπαίων και Ιαπώνων θα εισέλθουν στην συνταξιοδότηση και θα μειώσουν τις δαπάνες τους.
Η παγκόσμια οικονομία προσαρμόζεται ήδη σε αυτή τη νέα πραγματικότητα. Σήμερα, περισσότερο από το ήμισυ του συνόλου των διεθνών εμπορικών συναλλαγών σε αγαθά εμπλέκει τουλάχιστον μια αναπτυσσόμενη χώρα και το εμπόριο αγαθών μεταξύ των αναπτυσσόμενων χωρών -το λεγόμενο εμπόριο Νότου-Νότου- αυξήθηκε από το 7% του παγκόσμιου συνόλου το 2000 σε 18% το 2016. Τόσο ανοιχτή είναι η Ασία που η περιοχή υπερδιπλασίασε το μερίδιό της επί του παγκόσμιου εμπορίου (από 15% σε 35%) μεταξύ του 1990 και του 2016. Είναι αξιοσημείωτο ότι το περισσότερο από το ήμισυ αυτού του εμπορίου παραμένει στην περιοχή, μια αναλογία παρόμοια με εκείνη της Ευρώπης, που είναι μια πολύ πλουσιότερη περιοχή με την δική της ζώνη ελευθέρων συναλλαγών.
Καθώς η Ουάσιγκτον αποσύρεται από παγκόσμιες εμπορικές συμφωνίες [7], ο υπόλοιπος κόσμος προχωράει χωρίς αυτήν. Μετά την απόσυρση των Ηνωμένων Πολιτειών από την Trans-Pacific Partnership (ΤΡΡ), οι υπόλοιπες 11 χώρες διαπραγματεύθηκαν το δικό τους σύμφωνο, την Comprehensive and Progressive Agreement for Trans-Pacific Partnership, η οποία υπεγράφη τον Μάρτιο. Αυτή η εκδοχή άφησε απ’ έξω 20 διατάξεις που ήταν σημαντικές για τις Ηνωμένες Πολιτείες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τα πνευματικά δικαιώματα, την πνευματική ιδιοκτησία και το περιβάλλον. Ξεχωριστά, αρκετές ασιατικές χώρες διαπραγματεύονται την Regional Comprehensive Economic Partnership, μια εμπορική συμφωνία που περιλαμβάνει όλα τα μέλη του Συνδέσμου των Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας (Association of Southeast Asian Nations, ASEAN) συν την Αυστραλία, την Κίνα, την Ινδία, την Ιαπωνία, τη Νέα Ζηλανδία και τη Νότια Κορέα –αλλά όχι τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αν επικυρωθεί, η συμφωνία αυτή θα καλύπτει περίπου το 40% του παγκόσμιου εμπορίου και σχεδόν το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού. Εν τω μεταξύ, η ΕΕ ενέκρινε νέες διμερείς εμπορικές συμφωνίες με χώρες όπως ο Καναδάς και η Ιαπωνία και διαπραγματεύεται με την Κίνα. Είναι όντως τόσο απασχολημένη η ΕΕ με το να κάνει τέτοιες συμφωνίες, που τα γεωργικά, περιβαλλοντικά και εργασιακά της πρότυπα μπορεί σύντομα να γίνουν τα νέα κριτήρια αναφοράς στο παγκόσμιο εμπόριο.
Μια αξιοσημείωτη πτυχή αυτής της ανακατάταξης είναι ότι η Κίνα έχει αποκτήσει μεγαλύτερη φωνή ως υπέρμαχος της παγκοσμιοποίησης. Για να προσφέρει αντίβαρο στους οικονομικούς θεσμούς της Ουάσινγκτον, το Πεκίνο ξεκίνησε πολλές δικές του πρωτοβουλίες, συμπεριλαμβανομένης της Ασιατικής Τράπεζας Επενδύσεων Υποδομών (Asian Infrastructure Investment Bank, ΑΙΙΒ), η οποία έχει προσελκύσει 57 κράτη-μέλη, πολλά από αυτά συμμάχους των ΗΠΑ που εντάχθηκαν παρά τις αντιρρήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών. Μαζί με την Βραζιλία, την Ινδία και την Ρωσία, η Κίνα ήταν η κινητήρια δύναμη πίσω από την δημιουργία της Τράπεζας Νέας Ανάπτυξης (New Development Bank), μια εναλλακτική της Παγκόσμιας Τράπεζας. Το Φόρουμ Επενδύσεων Κίνας-Αφρικής (China-Africa Investment Forum), μια ετήσια συνάντηση που ξεκίνησε το 2016, κερδίζει δυναμική ως πλατφόρμα για συμφωνίες στην Αφρική. Και μετά υπάρχει η Πρωτοβουλία Belt and Road [8], το κινεζικό σχέδιο ύψους ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων για την προσθήκη θαλάσσιων και χερσαίων συνδέσεων στην Ευρασία. Παρόλο που βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο, θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντική αλλαγή στο υπόδειγμα των παγκόσμιων επενδύσεων, προωθώντας την ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη στην Ασία και συνδέοντας πολλές χώρες που άφησε πίσω η τελευταία εποχή της παγκοσμιοποίησης.
Η ΕΠΕΡΧΟΜΕΝΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ
Αν και θα οδηγήσει σε αμέτρητες νέες ευκαιρίες, η νέα εποχή της παγκοσμιοποίησης θα παρουσιάσει επίσης σημαντικές προκλήσεις για τους ανθρώπους, τις επιχειρήσεις και τις χώρες. Αφενός, επειδή η ανοικτότητα θα ανταμείβεται τόσο πολύ, οι αναπτυσσόμενες χώρες που βρίσκονται τώρα στην περιφέρεια των παγκόσμιων διασυνδέσεων κινδυνεύουν να μείνουν ακόμη πιο πίσω, ειδικά εάν δεν διαθέτουν την υποδομή και τις δεξιότητες για να επωφεληθούν από το ψηφιακό εμπόριο. Με την αύξηση των παγκόσμιων εμπορικών εντάσεων, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι οι χώρες θα αντλήσουν οικονομικά οφέλη όχι από τα πλεονάσματα των εξαγωγών αλλά από αμφότερες τις εισροές και τις εκροές. Στην πραγματικότητα, όπως και στο παρελθόν, είναι ακριβώς οι χώρες που ανοίγουν τον εαυτό τους στον εξωτερικό ανταγωνισμό, τις ξένες επενδύσεις και τα ξένα ταλέντα που θα επωφεληθούν περισσότερο στη νέα εποχή.
Μια συνέπεια του ανοίγματος ήταν η μετανάστευση [9]. Τα τελευταία 40 χρόνια, ο αριθμός των μεταναστών παγκοσμίως έχει τριπλασιαστεί. Σήμερα, σχεδόν 250 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν και εργάζονται έξω από την χώρα γέννησής τους, και το 90% από αυτούς το κάνουν ηθελημένα για να βελτιώσουν τις οικονομικές τους προοπτικές, ενώ το υπόλοιπο 10% είναι πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο. Οι οικονομικοί μετανάστες έχουν γίνει μια σημαντική πηγή ανάπτυξης. Σύμφωνα με το McKinsey Global Institute, συνεισφέρουν περίπου 6,4 τρισεκατομμύρια δολάρια στην παγκόσμια οικονομία κάθε χρόνο ή 9% του παγκόσμιου ΑΕΠ -περίπου 3 τρισεκατομμύρια δολάρια περισσότερο από ό, τι θα είχαν παραγάγει αν είχαν μείνει στην πατρίδα τους.
Αλλά για ορισμένους εργαζομένους, η ταχεία επέκταση του εμπορίου έχει οδηγήσει σε στάσιμους μισθούς ή σε χαμένες θέσεις εργασίας. Όπως διαπίστωσαν οι οικονομολόγοι David Autor, David Dorn και Gordon Hanson, από τις περίπου πέντε εκατομμύρια αμερικανικές θέσεις εργασίας που χάθηκαν μεταξύ 1990 και 2007, το 25% εξαφανίστηκε εξαιτίας του εμπορίου με την Κίνα. Όπως συμπέρανε ο οικονομολόγος Elhanan Helpman, αν και η παγκοσμιοποίηση εξηγεί μόνο ένα μικρό κομμάτι της αύξησης της ανισότητας κατά τις τελευταίες δεκαετίες, συνέβαλε ακόμη περισσότερο σε αυτήν, καθιστώντας τις δεξιότητες των ειδικών και των επαγγελματιών πιο πολύτιμες, ενώ μείωσε τους μισθούς των εργαζομένων με λιγότερη εκπαίδευση και γενικότερες δεξιότητες. Η παγκοσμιοποίηση έχει τους νικητές και τους ηττημένους της [10] και, θεωρητικά, τα κέρδη πρέπει να είναι αρκετά μεγάλα για να αποζημιώσουν τους χαμένους. Στην πράξη, όμως, τα οφέλη σπανίως ανακατανέμονται και οι κοινότητες και οι εργαζόμενοι που πλήττονται από την παγκοσμιοποίηση έχουν στραφεί στον λαϊκισμό και τον προστατευτισμό.
Η νέα εποχή της παγκοσμιοποίησης θα αποδειχθεί επίσης αποδιοργανωτική, καθώς θα εντείνει τον ανταγωνισμό˙ πράγματι, το έχει ήδη κάνει. Νέες ιδέες κυκλοφορούν τώρα σε όλο τον κόσμο με εκπληκτική ταχύτητα, επιτρέποντας στις εταιρείες να αντιδρούν στην ζήτηση πιο γρήγορα από ποτέ. Οι λιανοπωλητές μόδας όπως η H&M και η Zara μπορούν να υιοθετήσουν μια μοντέρνα ιδέα και να την μετατρέψουν σε ρούχα στο ράφι μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες, αντί για στους μήνες που συνήθως χρειάζονταν. Η άλλη πλευρά είναι ότι η περίοδος κατά την οποία μια επιχείρηση μπορεί να επωφεληθεί από μια καινοτομία πριν την αντιγράψουν οι ανταγωνιστές της έχει συρρικνωθεί δραματικά. Ως αποτέλεσμα, οι κύκλοι ζωής των προϊόντων έχουν μειωθεί κατά 30% τα τελευταία 20 χρόνια σε ορισμένες βιομηχανίες. Εν τω μεταξύ, η ποικιλία των προϊόντων εκρήγνυται, και πολλές βιομηχανίες υιοθετούν «μαζική εξειδίκευση» (mass customization), χρησιμοποιώντας την τεχνολογία για να παράγουν κατά παραγγελία προϊόντα χωρίς να θυσιάζονται οι οικονομίες κλίμακας.
Η αυξανόμενη οικονομική ισχύς των αναπτυσσόμενων χωρών μεταβάλλει επίσης τους κανόνες του ανταγωνισμού. Εταιρείες από αναδυόμενες οικονομίες λαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο των παγκόσμιων εσόδων και οι διοικητικές δομές τους διαφέρουν από εκείνες των εταιρειών στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες. Στις αναδυόμενες αγορές, οι επιχειρήσεις είναι πιο συχνά κρατικές ή οικογενειακές και λιγότερο συχνά εισηγμένες στο χρηματιστήριο. Συνεπώς, αντιμετωπίζουν λιγότερες πιέσεις για να επιτύχουν τους τριμηνιαίους στόχους κερδοφορίας και μπορούν να κάνουν πιο μακροπρόθεσμες επενδύσεις που χρειάζονται χρόνο για να αποδώσουν. Οι αναπτυσσόμενες εταιρείες του κόσμου τείνουν επίσης να απολαμβάνουν χαμηλότερο κόστος κεφαλαίου, χαμηλότερους φόρους και χαμηλότερες πληρωμές μερισμάτων, επιτρέποντάς τους να πωλούν αγαθά και υπηρεσίες με μικρότερα περιθώρια κέρδους σε σύγκριση με τις αμερικανικές και ευρωπαϊκές εταιρείες. Οι ισολογισμοί αποκαλύπτουν την διαφορά: Για τις εταιρείες σε προηγμένες οικονομίες, οι βελτιώσεις στα συνολικά κέρδη οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση των περιθωρίων κέρδους, ενώ για τις εταιρείες στις αναδυόμενες αγορές προέρχονται από τα αυξανόμενα έσοδα.
Επειδή η αύξηση των ψηφιακών ροών αυξάνει τον ανταγωνισμό σε τομείς έντασης γνώσης, η σημασία της πνευματικής ιδιοκτησίας αυξάνεται, δημιουργώντας νέες μορφές ανταγωνισμού γύρω από τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Ένα παράδειγμα είναι η ανάπτυξη «μπουκέτων ευρεσιτεχνίας» (patent thickets), συστάδες επικαλυπτόμενων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που αποκτούν οι εταιρείες για να καλύψουν ένα ευρύ πεδίο οικονομικής δραστηριότητας και να παρεμποδίσουν τους ανταγωνιστές τους. Μια άλλη, είναι η πρακτική της «περίφραξης των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας» (patent fencing), σύμφωνα με την οποία οι επιχειρήσεις υποβάλλουν αίτηση για πολλαπλά διπλώματα ευρεσιτεχνίας σε συναφείς τομείς με σκοπό να αποκλείσουν τη μελλοντική έρευνα σε αυτά. Η βιομηχανία των smartphone και η φαρμακευτική βιομηχανία έχουν πληγεί ιδιαίτερα από αυτές τις τακτικές.
Καθώς αυξάνονται οι ψηφιακές ροές, ορισμένες κυβερνήσεις έχουν στραφεί στον ψηφιακό προστατευτισμό. Επικαλούμενη τις ανησυχίες σχετικά με την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο [11], η Κίνα θέσπισε νέο νόμο το 2016, ο οποίος απαιτεί από τις εταιρείες να αποθηκεύουν όλα τα δεδομένα τους εντός των κινεζικών συνόρων, να περνούν ελέγχους ασφαλείας, και να τυποποιήσουν την συλλογή προσωπικών πληροφοριών, πράγμα που δίνει στην κυβέρνηση πρόσβαση σε τεράστιες ποσότητες ιδιωτικών δεδομένων. Ένας παρόμοιος νόμος τέθηκε σε ισχύ στην Ρωσία το 2015. Κανόνες που απαιτούν από τις εταιρείες να δημιουργούν διακομιστές δεδομένων (data servers) σε κάθε χώρα όπου λειτουργούν, απειλούν τις οικονομίες κλίμακας και αυξάνουν το κόστος τους. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι αυτές και άλλες μορφές ψηφιακού προστατευτισμού εμποδίζουν τους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης -μειώνουν τους δείκτες ανάπτυξης μέχρι και κατά 1,7 εκατοστιαίες μονάδες, σύμφωνα με το Information Technology and Innovation Foundation.
Οι ψηφιακές τεχνολογίες επηρεάζουν επίσης τις αποφάσεις των εταιρειών σχετικά με το πού θα τοποθετήσουν τα εργοστάσιά τους. Για τα περισσότερα κατασκευασμένα προϊόντα, η αυτοματοποίηση με ψηφιακό τρόπο καθιστά το κόστος εργασίας λιγότερο σημαντικό, μειώνοντας την ελκυστικότητα των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού που βασίζονται σε χαμηλού κόστους ξένους εργαζόμενους. Σήμερα, όταν οι πολυεθνικές εταιρείες επιλέγουν να εγκαταστήσουν εργοστάσια, ζυγίζουν περισσότερο παράγοντες εκτός από το κόστος εργασίας, όπως η ποιότητα των υποδομών, η απόσταση από τους καταναλωτές, το κόστος της ενέργειας και των μεταφορών, το επίπεδο δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού και το κανονιστικό και νομικό περιβάλλον. Ως αποτέλεσμα, ορισμένες μορφές παραγωγής μετατοπίζονται από τις αναδυόμενες αγορές στις προηγμένες οικονομίες, όπου το κόστος εργασίας είναι σημαντικά υψηλότερο. (Το 2015, για παράδειγμα, η Ford μετέφερε την παραγωγή ημιφορτηγών από το Μεξικό στο Οχάιο). Η τρισδιάστατη εκτύπωση θα μπορούσε να έχει παρόμοιο αποτέλεσμα. Ήδη, οι εταιρείες χρησιμοποιούν εκτυπωτές 3-D για την παραγωγή εξαρτημάτων για δεξαμενόπλοια και αεριοστρόβιλους στις θέσεις όπου χρειάζονται. Αυτές οι τάσεις είναι καλά νέα για τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες ανεπτυγμένες χώρες, αλλά είναι κακές ειδήσεις για τις χώρες χαμηλού μισθού. Είναι πλέον πολύ λιγότερο σαφές το εάν άλλες αναπτυσσόμενες χώρες στην Αφρική και την Ασία θα μπορέσουν να ακολουθήσουν την πορεία που έκαναν η Κίνα και η Νότια Κορέα για να μετακινήσουν δεκάδες εκατομμύρια εργαζομένους εκτός της χαμηλής παραγωγικότητας γεωργίας προς την υψηλότερης παραγωγικότητας μεταποίηση.
ΕΣΤΕ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΜΕΝΟΙ
Στη νέα εποχή, οι ψηφιακές δυνατότητες θα χρησιμεύσουν σαν καύσιμα πυραύλων για την οικονομία μιας χώρας. Συνεπώς, στην κορυφή της ατζέντας της πολιτικής, θα πρέπει να είναι η κατασκευή ισχυρών ευρυζωνικών δικτύων υψηλής ταχύτητας. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις πρέπει επίσης να δημιουργήσουν κίνητρα για τις εταιρείες ώστε να επενδύσουν σε νέες ψηφιακές τεχνολογίες και στο ανθρώπινο κεφάλαιο που χρειάζονται, ιδιαίτερα δεδομένου του πόσο έχει παραμείνει χαμηλό το ποσοστό αύξησης της παραγωγικότητας. Δεδομένου ότι ο ψηφιακός αλφαβητισμός θα είναι ακόμη πιο σημαντικός από ό, τι είναι ήδη, τα σχολεία θα πρέπει να επανεξετάσουν τα προγράμματα σπουδών τους για να δώσουν έμφαση στις ψηφιακές δεξιότητες -για παράδειγμα, εισάγοντας κωδικοποίηση ηλεκτρονικών υπολογιστών στο δημοτικό σχολείο και προϋποθέτοντας βασική μηχανική και στατιστική στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Κατά την διαπραγμάτευση εμπορικών συμφωνιών, οι αρμόδιοι για την χάραξη πολιτικής θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι θέματα όπως η ιδιωτικότητα των δεδομένων και η ασφάλεια στον κυβερνοχώρο είναι πρωταρχικής σημασίας. Επί του παρόντος, οι κανόνες ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό από τόπο σε τόπο -οι νέοι κανονισμοί της ΕΕ που είχαν προγραμματιστεί να τεθούν σε εφαρμογή το 2018, για παράδειγμα, είναι πολύ πιο περιοριστικοί από αυτούς των Ηνωμένων Πολιτειών- και έτσι οι κυβερνήσεις πρέπει να επιδιώξουν να τους εναρμονίσουν όταν είναι δυνατόν. Το κόλπο θα είναι να επιτύχουμε την σωστή ισορροπία μεταξύ της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων και της ανοικτής πρόσβασης στις ψηφιακές ροές. Οι διαπραγματευτές θα πρέπει επίσης να επιδιώξουν την κατάργηση των δασμών και άλλων φραγμών που εμπόδισαν την εμπορία εξαρτημάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών (hardware), λογισμικού και άλλων προϊόντων έντασης γνώσης. Οι νόμοι που απαιτούν την αποθήκευση δεδομένων τοπικά είναι ιδιαίτερα επαχθείς στην εποχή της αποθήκευσης σε «σύννεφα» (cloud storage). Και για να διευκολυνθούν οι μικρότερες επιχειρήσεις να μεταφέρουν σε παγκόσμιο επίπεδο μικρότερες ποσότητες αγαθών, οι τελωνειακοί κανονισμοί θα πρέπει να αναβαθμιστούν για να απομακρύνουν το μεγαλύτερο μέρος της γραφειοκρατίας που υπάρχει. Η συμφωνία Trade Facilitation Agreement του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, που τέθηκε σε ισχύ το 2017, συνέβαλε στην απλούστευση της διαδικασίας εισαγωγών-εξαγωγών, αλλά υπάρχει περιθώριο για την διεύρυνσή της.
Προκειμένου να διατηρηθεί η πολιτική και κοινωνική υποστήριξη της ψηφιακής παγκοσμιοποίησης, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι τα οφέλη της θα διανεμηθούν ευρέως [12] και ότι όσοι έχουν υποστεί βλάβη θα αποζημιωθούν. (Πράγματι, ήταν εν μέρει η αποτυχία να γίνει αυτό κατά την διάρκεια της τελευταίας εποχής της παγκοσμιοποίησης που οδήγησε στην λαϊκιστική αντίδραση που πλήττει τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες σήμερα). Για να βοηθηθούν όσοι εκτοπιστούν από την παγκοσμιοποίηση τόσο την παλαιά όσο και τη νέα, οι κυβερνήσεις πρέπει να προσφέρουν προσωρινή εισοδηματική βοήθεια και άλλες κοινωνικές υπηρεσίες στους εργαζόμενους καθώς εκπαιδεύονται για νέες θέσεις εργασίας. Τα οφέλη πρέπει να γίνουν μεταφερόμενα, καταργώντας την πρακτική της σύνδεσης των παροχών υγειονομικής περίθαλψης, συνταξιοδότησης και παιδικής μέριμνας με έναν μόνο εργοδότη και διευκολύνοντας την αλλαγή θέσεων εργασίας. Τέλος, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να επεκτείνουν και να βελτιώσουν τα προγράμματα κατάρτισης των εργαζομένων τους για να διδάξουν τις δεξιότητες που απαιτούνται για την επιτυχία στην ψηφιακή εποχή, μια κίνηση που θα αντιστρέψει την πτώση των δαπανών στην κατάρτιση των εργαζομένων που έλαβε χώρα κατά την διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας σε όλες σχεδόν τις προηγμένες χώρες.
Μόνη η κατάρτιση του εργατικού δυναμικού δεν θα επιλύσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μικρότερες κοινότητες που βασίζονται σε φθίνουσες βιομηχανίες˙ αυτό που χρειάζεται επίσης είναι πρωτοβουλίες για την αναζωογόνηση των τοπικών οικονομιών και την ανάπτυξη νέων βιομηχανιών. Ταυτόχρονα, οι κυβερνήσεις πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η γεωγραφία της απασχόλησης αλλάζει. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, οι θέσεις εργασίας μετακινούνται από μικρότερες πόλεις των μεσοδυτικών [πολιτειών] σε ταχύτερα αναπτυσσόμενες αστικές περιοχές στον νότο και τα νοτιοδυτικά. Ο στόχος πρέπει λοιπόν να είναι να γίνει ευκολότερο για τους ανθρώπους να μετακινούνται προς τις θέσεις εργασίας -για παράδειγμα, προσφέροντας εφάπαξ πληρωμές μετεγκατάστασης για να καλύψουν τις δαπάνες μετακόμισης.
Η εποχή του ψηφιακού εμπορίου θα θέσει επίσης σημαντικές προκλήσεις για τον ιδιωτικό τομέα. Αν βάλουμε στην άκρη το σοβαρό πρόβλημα των κυβερνοεπιθέσεων, οι εταιρείες θα πρέπει να επενδύσουν περισσότερο στις ψηφιακές τεχνολογίες, συμπεριλαμβανομένης της αυτοματοποίησης, της τεχνητής νοημοσύνης και των προηγμένων αναλύσεων, προκειμένου να παραμείνουν ανταγωνιστικές. Αυτό θα σημαίνει την ανάπτυξη των δικών τους ψηφιακών δυνατοτήτων και την συνεργασία με ψηφιακούς παίκτες ή την εξαγορά τους. Οι επιτυχημένες παγκόσμιες εταιρείες, μεγάλες ή μικρές, θα πρέπει επίσης να ανταγωνιστούν έντονα στην παγκόσμια μάχη για ταλέντα, ειδικά για τα κορυφαία στελέχη που έχουν τόσο μια κατανόηση της τεχνολογίας όσο και μια διεθνή οπτική. Οι επιχειρήσεις μπορούν να κερδίσουν ένα πλεονέκτημα σε αυτήν τη μάχη, εξαπλώνοντας την Έρευνα και Ανάπτυξή τους (Ε&Α) και άλλες βασικές λειτουργίες σε όλο τον κόσμο, μια μεταβολή που θα αξιοποιήσει ταλέντα από διαφορετικά μέρη, διασφαλίζοντας έτσι την ποικιλομορφία της σκέψης.
Η εταιρική στρατηγική θα πρέπει επίσης να αναταχθεί: Οι εταιρείες δεν θα είναι πλέον σε θέση να βασίζονται σε πολύ συγκεντρωτικές προσεγγίσεις για την παραγωγή και την πώληση των προϊόντων τους τώρα που οι καταναλωτές σε όλο τον κόσμο περιμένουν εξειδικευμένα (customized) προϊόντα για να ικανοποιήσουν τα γούστα τους. Όλο και περισσότερο, οι εταιρείες θα χρειάζονται ισχυρή τοπική παρουσία και διαφοροποιημένη στρατηγική στις αγορές όπου ανταγωνίζονται. Αυτό θα απαιτήσει ισχυρές σχέσεις με τις κυβερνήσεις και δέσμευση για εταιρική κοινωνική ευθύνη.
Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι σε υποχώρηση. Μια ανανεωμένη εκδοχή της, με ψηφιακά θεμέλια και γεωπολιτικές μεταλλαγές, έχει ήδη διαμορφωθεί. Στην τελευταία ενσάρκωσή της, η παγκοσμιοποίηση έγινε πεδίο μάχης για αντιτιθέμενες δυνάμεις: Στη μια πλευρά βρισκόταν η πολιτική και επιχειρηματική ελίτ που ωφελήθηκε περισσότερο και από την άλλη οι εργαζόμενοι και οι κοινότητες που υπέφεραν περισσότερο. Αλλά ενώ οι λεκτικές διαμάχες μαίνονταν μεταξύ αυτών των δύο ομάδων για τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης, η παγκοσμιοποίηση προχώρησε ταχέως. Σήμερα, συνεχίζονται οι ίδιες συζητήσεις σχετικά με τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης στην απασχόληση και την ανισότητα, ακόμη και όταν η νέα ψηφιακή μορφή της κερδίζει δυναμική.
Αντί να καυγαδίζουμε στις παλαιές συζητήσεις, είναι καιρός να δεχτούμε την πραγματικότητα της νέας εποχής της παγκοσμιοποίησης και να εργαστούμε για να μεγιστοποιήσουμε τα οφέλη της, να ελαχιστοποιήσουμε το κόστος της και να διανείμουμε τα κέρδη με συμπεριληπτικό τρόπο. Μόνο έτσι μπορεί να πραγματοποιηθεί η αληθινή της υπόσχεση.
Η SUSAN LUND είναι εταίρος στην McKinsey & Company, μια ηγέτις στο McKinsey Global Institute.
Η LAURA TYSON είναι διακεκριμένη καθηγήτρια της Σχολής Μεταπτυχιακών Σπουδών της Σχολής Επιχειρήσεων Haas στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, στο Berkeley. Έχει διατελέσει πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων του Λευκού Οίκου κατά την διάρκεια της διοίκησης Κλίντον.
foreignaffairs
Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2017-06-13/why-globalizati…
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2016-10-17/globalization-rage
[3] https://www.foreignaffairs.com/reviews/review-essay/2017-10-16/why-briti…
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2016-02-15/age-sec…
[5] https://www.foreignaffairs.com/reviews/review-essay/2016-02-15/innovatio…
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2017-12-05/artificial-inte…
[7] https://www.foreignaffairs.com/articles/americas/2016-11-22/tpp-rip
[8] https://www.foreignaffairs.com/articles/asia/china-s-infrastructure-play
[9] https://www.foreignaffairs.com/topics/refugees-migration
[10] https://www.foreignaffairs.com/reviews/review-essay/2017-08-15/what-kill…
[11] https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2018-03-22/how-us-can-play…
[12] https://www.foreignaffairs.com/reviews/review-essay/2017-10-16/how-shoul…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ