
Γράφει ο Βασίλης Δ. Χασιώτης
«…οι μετασχηματισμοί πάντα αποτυγχάνουν να πετύχουν τους αντικειμενικούς τους σκοπούς όταν τα επίπεδα αυταρέσκειας είναι υψηλά.»
John P. Kotter : Leading Change, Harvard Business School Press, Boston, Mass., 1996,σελ. 4
Αντιμετωπίζουν το ζήτημα της ανάταξης της οικονομίας μας, της επανόδου της στους προηγούμενους ρυθμούς ανάπτυξης και στα προηγούμενα αναπτυξιακά της μοντέλα, βασιζόμενοι πάνω σε μια θεμελιώδη αυταπάτη : ότι η ελληνική οικονομία, ΠΟΛΥ ΠΡΙΝ ΤΗ ΚΡΙΣΗ, τροχιοδρομούσε στις δήθεν σωστές ράγες, λες και η οικονομία μας είχε πετύχει τις όποιες αναπτυξιακές της επιδόσεις ακολουθώντας ΤΟ ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΑ ΟΡΘΟ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ.
Το ότι ΔΕΝ ακολουθούσαμε το ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΑ ΟΡΘΟ υπόδειγμα ανάπτυξης, αυτό δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος που μπορεί να το αμφισβητήσει. Και θάλεγα, ότι δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία στα πλαίσια αυτού του άρθρου, να επιμείνω σε μια ιστορική καταγραφή, το τι η κάθε πολιτική παράταξη του τόπου, θεωρούσε ως λάθος ή όχι. Είναι περίπου γνωστό σε όλους τους πολίτες αυτής της χώρας οι απόψεις τους.
Θα μείνω επομένως, στην επισήμανση τούτου του δεδομένου : ότι δηλαδή, η χώρα, είχε μπει σε λάθος αεροπλάνο, είχε πάρει το λάθος τρένο, τη λάθος ώρα και προς το λάθος προορισμό, ΣΧΕΔΟΝ από το 1981 ΚΑΙ ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ, ΚΑΙ ΘΑΛΕΓΑΚΥΡΙΩΣ. ΑΠΟ ΣΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΜΑΑΣΤΡΙΧ ΚΑΙ ΜΕΤΑ. Η συνθήκη του Μάαστριχτ, υπήρξε το πλαίσιο που δημιούργησε για μεν τις εύρωστες και προηγούμενες σε ζητήματα ανταγωνισμού και παραγωγικότητας οικονομίες της Ευρώπης ένα (θετικό) πλαίσιο εξωτερικών επιδράσεων, και για άλλες, όπως αυτή της Ελλάδας, ένα πλαίσιο (αρνητικών) εξωτερικών επιβαρύνσεων, λόγω της ετεροβαρούς (για τη κάθε ομάδα χωρών) φύσης των προϋποθέσεων σύγκλισης (εν οις και ο προβλεπόμενος χρόνος), γεγονός που ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΑ συνέργησε μάλλον στην απόκλιση παρά στη σύγκλιση.
Έτσι, το γιατί έπρεπε να βαφτίσουμε «βαριά βιομηχανία» τούτον ή τον άλλο κλάδο, (που επίσης θάπρεπε να μας προβληματίσει για το ζήτημα της «εξειδίκευσης» μιας ολόκληρης εθνικής οικονομίας), γιατί έπρεπε να θυσιάσουμε τούτον ή τον άλλο κλάδο, γιατί έπρεπε να δώσουμε τούτη ή την άλλη βαρύτητα στις θεμελιώδεις συνιστώσες προσδιορισμού του εθνικού μας εισοδήματος, γιατί έπρεπε το κράτος να έχει τούτο ή τον άλλο ρόλο, γιατί ήταν στρατηγικά κατάλληλος ο χρόνος να απεμπολήσουμε το εθνικό μας νόμισμα όταν το πράξαμε και όχι κάποιος άλλος χρόνος, γιατί ήταν στρατηγικά κατάλληλος ο χρόνος να επιδιώξουμε να αναβαθμιστούμε σε «ισότιμους» ανταγωνιστές προς οικονομίες προς τις οποίες ούτε κατά διάνοια είχαμε συγκλίνει από την άποψη των αναγκαίων διαρθρωτικών προσαρμογών της δικής μας ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ οικονομίας σε σχέση μ΄ αυτές, το πώς αξιολογούσαμε τα προσδοκώμενα οφέλη, τέτοια και άλλα ακόμη ερωτήματα, παραμένουν ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΑΝΑΠΑΝΤΗΤΑ, ενώ θάπρεπε ν’ αποτελούν ΤΟ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ, αφού υποτίθεται, ότι η χώρα δεν παλεύει μονάχα να επιλύσει το δημοσιονομικό της πρόβλημα, μα και να ΕΠΑΝΕΛΘΕΙ ΣΤΙΣ ΡΑΓΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΞΗΣ : ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΕΙΝΑΙ : ΣΕ ΠΟΙΕΣ «ΡΑΓΕΣ»; ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΙΔΙΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ; ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ, ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΝΕΟ «ΜΟΝΤΕΛΟ» ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ;
Η χώρα, από ποιες θέσεις θα επιχειρήσει την ανάταξή της; Από τη θέση εκείνη του «εκτροχιασμού» που υποτίθεται ότι είμασταν μια χώρα με δεδομένους ρυθμούς ανάπτυξης και δεδομένες δομές που προσιδιάζουν σε κάθε αναπτυγμένη χώρα του επιπέδου που εμείς ισχυριζόμασταν ότι είχαμε κατακτήσει, ή από προηγούμενα επίπεδα, που δυστυχώς, είναι περισσότερο συμβατά με πολύ παλιότερες δεκαετίες, παρά τη δεκαετία του 2000, δηλαδή τη δεκαετία του «εκτροχιασμού»;
Θα ξεκινήσουμε π.χ. με την υπόθεση ότι η βιομηχανία μας, η γεωργία μας, η βιοτεχνία μας, ο τουρισμός μας, θα μπορέσουν να ανταγωνιστούν τους ξένους ανταγωνιστές τους και ταυτόχρονα να προσφέρουν και στην ελληνική αγορά, με τους όρους ανταγωνισμού που έχουν διαμορφωθεί στην Ευρώπη, όροι σχεδιασμένοι ΣΑΦΩΣ για ένα «παιχνίδι» επιπέδου αγώνων πρωταθλήματος μπουτεσλίνγκα στη Γερμανία ή πρεμιέρ λίνγκ στην Αγγλία; Αγνοούμε άραγε, τι είδους «ομάδες» διαθέτουμε; Και αν ακόμα υπάρχουν 3-4 ΕΞΑΤΟΜΙΚΕΥΜΕΝΕΣ ομάδες της χώρας που μπορούν να πλασαριστούν σε κάποιες αξιοπρεπείς θέσεις στις καλύτερες ας πούμε εκατό ευρωπαϊκές ομάδες, θα ήταν αυτό αρκετό, ώστε να δώσει κύρος και να απογειώσει συνολικά το ελληνικό πρωτάθλημα και να το κάνει ανταγωνιστικό προς το αντίστοιχο γερμανικό, αγγλικό, γαλλικό, ισπανικό, ιταλικό, ολλανδικό, βελγικό, και άλλα ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΤΟΥΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΜΑΣ; Θα είχε νόημα ένας τέτοιος «μεγαλοϊδεατισμός»; Προσοχή!!! Δεν λέω ότι η χώρα μας και ο λαός μας δεν έχει την ικανότητα να φτάσει στο επίπεδο χωρών σαν αυτές που προανέφερα. Λέω απλά, ότι για κάποιον λόγο, δεν είχαμε τους κατάλληλους κόουτς στο πάγκο, και τις κατάλληλες διοικήσεις. Και δυστυχώς, πάνω σ’ αυτό το σημείο κάναμε και ένα ακόμα τραγικό λάθος : πιστεύαμε πως είτε με την προσέλκυση ξένων «ειδικών», είτε μεταγράφοντας και εφαρμόζοντας ατροποποίητες ξενόφερτες «αρχές διοίκησης και οργάνωσης», θα μπορούσαμε να πετύχουμε ανάλογα αποτελέσματα με τις χώρες που εφαρμόστηκαν : ΛΑΘΟΣ! Τίποτα δεν αποδεικνύει ότι ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΑ τέτοιες «αντιγραφές» είναι ΑΝΕΥ ΕΤΕΡΟΥ αποτελεσματικές, ΑΝ ΔΕΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΟΥΝ ώστε να γίνουν συμβατές προς ΤΙΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΕΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ιδιαιτερότητες της χώρας «εισαγωγής» αυτών των μεθόδων –«συντελεστές» που ως εκ της φύσεώς τους, δεν αλλάζουν παρά πάρα πολύ αργά, έστω κι αν είναι πρόδηλη η ανάγκη αλλαγής τους. Ας μη ξεχνάμε, ότι περισσότερο ΑΠΟ ΜΕΘΟΔΟΥΣ, ΕΙΣΑΓΩΓΟΥΜΕ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ «ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ» ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ και όχι έτοιμες τεχνικές, έτοιμα οργανογράμματα, ώστε να χρησιμοποιηθούν ατόφια με τις πιο επιτηδευμένες ιδιαιτερότητές τους.
Όμως μια χώρα, που ξεκινά είτε εξ αρχής είτε εκ διολισθήσεως από ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΑ επίπεδα ανάπτυξης και οικονομικής δραστηριότητας, έχει μεγάλη ανάγκη από κρατική στήριξη και τη κρατική ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ επέμβαση σε πλήθος ΟΙΟΝΕΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ τομέων υποδομών και όχι μόνο, στους οποίους εκ των πραγμάτων η ιδιωτικός τομέας δεν μπορεί να παρέμβει αποτελεσματικά ακόμη και αν το ήθελε.
Βεβαίως, μια χώρα που ξεκινά ΕΞ ΑΡΧΗΣ από ένα κατώτερο επίπεδο ανάπτυξης, μοιάζει με τη χώρα που ξεκινά από το ίδιο κατώτερο επίπεδο, όχι εξ αρχής, μα ΕΚ ΔΙΟΛΙΣΘΗΣΕΩΣ από ένα προηγούμενο ανώτερο επίπεδο, έχουν μεγάλες διαφορές, ακριβώς, όπως είχε πολύ μεγάλες διαφορές η Γερμανία όταν το 1945 ξεκινούσε από τα ερείπια και μηδενική ανάπτυξη τη πορεία της ανόρθωσής της, από την Ελλάδα που την ίδια περίοδο και από την ίδια βάση ξεκινούσε κι αυτή τον δικό της αγώνα για τη δική της ανάπτυξη. Η διαφορά δεν βρίσκονταν μόνο στις διαφορές των ποσοτικών μεγεθών (πληθυσμού, φυσικών πόρων κ.λπ. σ’ αυτά υπερείχαν –και υπερέχουν- αρκετές τριτοκοσμικές χώρες της Γερμανίας) όσο στο γεγονός ότι η τεχνογνωσία, η τεχνολογία, η επιστήμη, η γνώση μεθόδων οργάνωσης και άλλα τέτοια χαρακτηριστικά, αποτελούσαν τον «βαρύ οπλισμό» της Γερμανίας με τον οποίο ξαναρίχνονταν στην ειρηνική τούτη τη φορά μάχη, όπλα, που καμία βόμβα δεν μπορεί να τα αχρηστεύσει και πολύ περισσότερο να τα εξαφανίσει.
ΚΑΙ ΣΕ ΜΙΑ ΤΕΤΟΙΑ ΑΚΡΙΒΩΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑ, Ο ΠΑΡΑΓΩΝ «ΚΡΑΤΟΣ» ΔΕΝ ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΝΕΤΑΙ ΑΠΛΏΣ, ΑΛΛΑ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΚΡΑΤΙΚΉΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ, ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΩΣ ΚΑΤΑΡΓΕΙΤΑΙ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΕΚΧΩΡΗΣΗ ΤΗΣΣΥΝΟΛΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΣΕ ΞΕΝΕΣ ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ, παρά τις επίσημες διακηρύξεις περί δήθεν ΜΕΡΙΚΗΣ ΕΚΧΩΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΜΑΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ, που πλέον δεν πείθουν και όσους τις επικαλούνται, διότι, έστω και καθυστερημένα, και οι ίδιοι πλέον φωνάζουν ότι η «Ελλάδα δεν είναι αποικία», μάλλον επιβεβαιώνοντας ακριβώς το γεγονός ότι είναι, διαφορετικά δεν υπάρχει λόγος να αμφισβητείς το ανύπαρκτο!
Αν ψάχνουμε να βρούμε ευκαιρίες μέσα στη Κρίση, δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευκαιρία από το να απαλλαγούμε όχι μονάχα από τις στρεβλώσεις στην οικονομία, μα κυρίως, από τις στρεβλές απόψεις μας για θέματα οικονομίας, και βεβαίως, από όσες πολιτικές δυνάμεις και πολιτικά πρόσωπα συνδέονται ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ με τη παραγωγή αυτών των στρεβλώσεων στην οικονομία και τη κοινωνία.
Ποιες είναι αυτές οι στρεβλώσεις; Δεν αρκεί ο χώρος για αναλυτικές τοποθετήσεις. Σα γενική όμως παρατήρηση εστιάζοντας στο ζήτημα ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΣΤΡΕΒΛΩΣΕΩΝ, μπορούμε να πούμε ότι αυτές έχουν να κάνουν π.χ., με τον κρατικό και ευρύτερο δημόσιο τομέα, που μεταλλάχτηκε από όργανο και εργαλείο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, από συντελεστή θετικών εξωτερικών επιδράσεων και οικονομικά και κοινωνικά ωφέλιμης παρέμβασης στο οικονομικό γίγνεσθαι, σε δυσβάστακτο οικονομικό και κοινωνικό βάρος, και εν τέλει σε ένα είδος «ιδιωτικοποίησής» του στα πλαίσια ενός κλειστού κυκλώματος που υπηρετούσε στενά κομματικά και προσωπικά πολιτικά συμφέροντα και πεδίο ανόητων πειραματισμών ιδεοληπτικών πολιτικών, ΣΕ ΔΙΑΠΛΟΚΗ με αντίστοιχα ιδιωτικά μεγαλοσυμφέροντα, τα οποία ΜΟΝΟ ΚΑΤ΄ ΕΥΦΗΜΙΣΜΟΝ θεωρούνται ως «ιδιωτική» πρωτοβουλία, αφού είναι τόσο κρατικοδίαιτα, όσο και όσοι άλλοι κατηγορούνται ως τέτοιοι. Έχουν επίσης να κάνουν με τον ιδιωτικό τομέα, που σαφώς πρέπει να διακριθεί σ΄ αυτόν των μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων και της μικρομεσαία επαγγελματική και εμποροβιομηχανική και βιοτεχνική τάξη, όπως και τον μικρομεσαίο αγρότη. Πολύ λίγα εδώ λειτούργησαν –και σε ένα βαθμό, εδώ ξαναεμπλέκεται το κράτος-, με βάση τους κανόνες του υγιούς ανταγωνισμού και κυρίως με βάση ΤΟΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟ ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗ ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ, μια δραστηριότητα, γενικώς πολύ περιορισμένης ενασχολήσεως από μονάδες του ιδιωτικού τομέα, ακόμα και από μεγάλες μονάδες του ιδιωτικού τομέα. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, είναι σαφές ότι τα όποια συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, θα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν αφού μελετηθούν πρώτα, κάτι που δεν έγινε στο παρελθόν, και εννοώ δεν έγινε στο επίπεδο όσων χαράσσουν και υλοποιούν πολιτικές στη χώρα. Πρωτοσελιδα – Ειδήσεις
