Γράφει ο Ιάκωβος Ποθητός
Χτυπά η καρδιά μου που σε πρωτοβλέπω παιδί μου. Τι άραγε πρέπει να κάνω τώρα που κλαις στα χέρια της μαμής;
Γλυκούλη μου, να ήξερες πόσο αδύναμος κι ανίσχυρος νοιώθω! Όλη η γνώση, όλες οι συμβουλές, όλη η προετοιμασία που κάναμε για να σε υποδεχθούμε, χάθηκαν μπροστά στο πρώτο κλάμα, στην πρώτη σου επαφή με τον κόσμο μας. Κι αν τώρα, που είσαι τόσο μικρούλης, δεν μπορώ να σου προσφέρω τίποτα, τι άραγε θα κάνω όταν μεγαλώσεις;
Όμως, ευτυχώς, στην αγκαλιά της μητέρας σου σωπαίνεις, γαληνεύεις, και με γλυκό χαμόγελο μου λες «θα τα καταφέρεις πατέρα!» Κι αυτό μου δίνει κουράγιο…
Χτυπά η καρδιά μου στο πρώτο σου περπάτημα… Φοβάμαι μήπως πέσεις και χτυπήσεις! Φοβάμαι μην πονέσεις! Όμως πρέπει να σ’ αφήσω να δοκιμάσεις τις δυνάμεις σου, να σταθείς στα πόδια σου! Πρέπει να γίνεις δυνατό παιδί, να στηρίζεσαι στις δικές σου δυνάμεις, να έχεις θάρρος κι αυτοπεποίθηση! Κρύβω τον φόβο μου και σ’ ενθαρρύνω να κάνεις τα πρώτα σου βήματα στην στράτα, στρατούλα…
Χτυπά η καρδιά μου όταν χάνεσαι πίσω από την πόρτα του σχολείου. Ξεκινά ο πρώτος αγώνας που δίνεις! Μέσα σε ξένο περιβάλλον, με άλλον να σε καθοδηγεί στα μονοπάτια της γνώσης.
Κι όταν το χεράκι σου σχεδιάζει την πρώτη εικόνα, το πρώτο γράμμα, χαρά μεγάλη με πλημμυρίζει γιατί το έκανες εσύ, γιατί αυτή η ζωγραφιά είναι πιο πολύτιμη για μένα κι από τον πιο ακριβό πίνακα ενός διάσημου ζωγράφου.
Παιδί μου! Στην εφηβεία που μπήκες οι συγκρούσεις μας είναι αναπόφευκτες και τρελά χτυπά η καρδιά μου. Δοκιμάζεις τα πρότυπά σου. Αμφισβητείς τις συμβουλές μας, τον τρόπο ζωής μας. Προσπαθείς να δείξεις πως μπορείς να τα καταφέρεις μόνος σου, πως είσαι ικανό να ξεχωρίζεις τους κινδύνου, πως έχεις σωστή κρίση στις επιλογές που κάνεις για το μέλλον σου.
Δεν φοβάμαι εσένα. Φοβάμαι τους άλλους. Αυτούς που δεν ξέρω. Αυτούς που βλέπω και δεν μπορώ να τους καταλάβω.
Μακριά μαλλιά, αυθάδικος τόνος φωνής, σκουλαρίκια σε διάφορα σημεία του σώματος, παράξενο ντύσιμο.
Καλά παιδιά μου λες ότι είναι. Θέλω να σε πιστέψω μα δεν μπορώ! Ακούω και βλέπω τόσα πολλά που τρομάζω στη σκέψη πως κάτι μπορεί να σου συμβεί, κάποιος φίλος να σε παρασύρει. Βλέπεις, σε κάθε γωνιά, σε κάθε στέκι της νεολαίας, παραμονεύει ο θάνατος. Τρελά παιδιά, καλά παιδιά, κάνουν κόντρες με τον θάνατο, καβάλα στις μηχανές τους. Γιατί άραγε δεν τα σταματάει κανείς; Γιατί η πολιτεία επιτρέπει εκατοντάδες παιδιά να σκοτώνονται ή να σακατεύονται με τις μηχανές και δεν λαμβάνει τα μέτρα που πρέπει; Γιατί σε άλλες χώρες έχουν λιγότερα ατυχήματα από εμάς;
Μεγάλωσες παιδί μου και δεν πιστεύω στα μάτια μου. Περπατάς στο δρόμο και σε καμαρώνω. Είσαι το παιδί μου, το καμάρι μου!
Κι εκεί στην εκκλησιά, ξεκινάς την δική σου ζωή, την δική σου προσπάθεια να φτιάξεις οικογένεια. Συγγενείς και φίλοι μου δίνουν συγχαρητήρια, όμως τ’ αυτιά μου είναι κλειστά, γιατί από σήμερα σε χάνω από το σπίτι.
Δεν θα ξενυχτήσω ξανά πίσω από την πόρτα να σε περιμένω να γυρίσεις. Θα είσαι τώρα στο σπίτι σου, με το ταίρι σου. Σε μένα θα έρχεσαι σαν επισκέπτης. Πως θα αντέξει η καρδιά χωρίς εσένα;
Ξανά περιμένω τη μαμή. Η καρδιά μου χτυπά πιο δυνατά.
Αχ, Θεέ μου! Πόση άραγε ευτυχία και πόση αγωνία θα μου δώσεις ακόμα;
Χτύπα καρδιά μου!
Το κλάμα που ακούς είναι από το παιδί του παιδιού μου!
Χτύπα καρδιά μου!
Το παιδί μου με θέλει δίπλα του γιατί τώρα θα έχει πιο μεγάλες φροντίδες!
Χτύπα καρδιά μου!!!