γραφει ο αρισταρχος
Έξη μήνες χωρίς δουλειά. Έσπασα τα πόδια μου κάθε μέρα να παίρνω σβάρνα τα μαγαζιά για μια, επ αμοιβή ενός ξεροκόμματου, δουλειά. Κόντευε μεσημέρι και σήμερα τζίφος. Με την ανεργία που έχει αλλοίμονο, δεν υπάρχουν δουλειές. Και τα στόματα πεινούν, θέλουν να φάν.
Θα έδινα τα πάντα για λίγα ευρώ. Να πάρω λίγο ψωμί, λίγο κατιτίς για φαϊ. Να τα πάω στο σπίτι να ξεπεινάσω την οικογένειά μου. Κάποιος άγγελος, από τους τόσους που κυκλοφορούν αόρατοι ανάμεσά μας θα άκουσε φαίνεται την μιζέρια μου. Εκεί στην άκρη του δρόμου πλάϊ στο πεζοδρόμιο μπροστά στην τράπεζα έμοιαζε σαν περίεργο χαρτονόμισμα των είκοσι ευρώ. Έσκυψα το μάζεψα και το καθάρισα απ’ τις βρωμιές που είχε επάνω του.
Ναι, ήταν ένα εικοσάευρω σε πολύ άσχημη κατάσταση και μύριζε έντονα οινόπνευμα. Το δίπλωσα προσεκτικά και το κράτησα στην χούφτα μου. Μπήκα στην τράπεζα και περίμενα υπομονετικά την σειρά μου στο ταμείο για να το ανταλλάξω με ένα πιο καλό.
Άραγε, σκέφτηκα ποιος φουκαράς το έχασε και πόση ανάγκη το είχε. Αμέσως σ’ αυτή την σκέψη ένοιωσα μια παράξενη δροσιά να περνάει το χέρι μου με το χαρτονόμισμα και να απλώνεται σ’ όλο το κρανίο μου. Μια ελαφρά μέθη και ύστερα σαν να άκουσα μέσα στην καρδιά μου μια ψυχρή αλλά σταθερή φωνή.
Είμαι ένα χαρτονόμισμα των είκοσι ευρώ και γεννήθηκα κάποια στιγμή στα μηχανήματα εκτύπωσης του νομισματοκοπείου στο Χολαργό.
Το χρώμα μου είναι όμορφο μπλε σαν την θάλασσα και τον ουρανό της Ελλάδας μου. Στην μια μου όψη έχω μια γέφυρα αυτή της ένωσης(υποτίθεται) των λαών και στην άλλη όψη πύλες σύμβολα της ευρύτητας του πνεύματος και της συνεργασία των λαών της Ευρωπαϊκής Ένωσης(στην θεωρία χωρίς εκμετάλλευση). Η όλη αρχιτεκτονική μου είναι Γοτθική(γιατί; Δεν θάπρεπε να είναι Ελληνική;). Και δεν είμαι ένα τυχαίο χαρτονόμισμα αλλά έχω ταυτότητα. Είμαι το Υ22134534481.
Έχω έναν αδελφό στην άλλη άκρη του Ατλαντικού και το λένε δολάριο. Έχω και πολλά πολλά ξαδέρφια. Δεν γνωρίζω σύνορα και είμαι παράγοντας ρυθμίσεων κοινωνιών, ευτυχίας, δυστυχίας, χαράς λύπης. Κι αν κάποιος σας πει πως πάνω από μένα είναι η αγάπη, η ευτυχία μην τον πιστέψετε μάλλον θα είναι γραφικός.
Για σκεφτείτε λίγο. Θα μπορούσατε να μπείτε σε μια οποιαδήποτε τσέπη βρώμικος; Να σας βάλει ένα παιδάκι κάτω απ’ το καθαρό μαξιλαράκι του, κι εσύ να ήσουν πριν λίγο στο πιο απίθανο βρώμικο μέρος. Θα μπορούσατε, αφού σας κάνουν μασουράκι, να σας χώσουν ανάμεσα σε δυό νεανικά μοσχομύριστα στήθια ενώ πριν λίγο ήσασταν προϊόν εκκλησιαστικής επαιτείας. Θα μπορούσατε να είστε παράγοντας ρύθμισης ζωής θανάτου σε νοσοκομεία, πεζοδρόμια, ναρκωτικά, σεξουαλικά, γαλάζιες θάλασσες με σκάφη, σπίτια, αεροπλάνα. Καμιά σύγκριση. Μάλλον είμαι άρχοντας. Όχι όχι είμαι κάτι παραπάνω ο ίδιος ο Θεός. Ο Μαμμωνάς !
Με έβαλαν λοιπόν σε μια δέσμη μαζί με εκατό άλλα όμοιά μου όλα κολλαριστά, και μας προώθησαν σε μια τράπεζα. Κάποιος νεαρός υπάλληλος με χοντρά μαύρα γυαλιά μας έβαλε μαζί με άλλα εικοσάρικα μέσα σ’ ένα μηχάνημα που νομίζω πως το έλεγαν ATM. Κάποια στιγμή το μηχάνημα μπήκε σε λειτουργία και με έβγαλε έξω στα σκελετωμένα χέρια ενός γέρου ογδόντα χρονών.
Μ’ έβαλε στην δεξιά του τσέπη που μύριζε κάπως περίεργα. Αλήθεια, έμαθα πως εμείς τα χρήματα έχουμε μυρουδιά. Εγώ δεν την μύρισα ποτέ. Αλλά το περίεργο είναι πως δεν την μυρίζουν ούτε κι αυτοί που τα κατέχουν. Πάντως η τσέπη θάπαιρνα όρκο πως μύριζε τσικνίλα. Χτυπήθηκα αρκετά με κάτι κέρματα και σκόνη μέχρι που το σκελετωμένο χέρι μ΄ έβγαλε και με έδωσε στα λεπτά χεράκια κάποιας κοπέλας σ’ ένα ταμείο. Νομίζω ότι ο ηλικιωμένος πόνεσε την ώρα του χωρισμού. Εγώ βέβαια δεν ένιωσα τίποτε γιατί εμείς τα χαρτονομίσματα δεν έχουμε αισθήματα. Είμαστε ψυχρά αντικείμενα συναλλαγής.
Η κοπέλα, μόλις που πρόλαβε να με τακτοποιήσει ανάμεσα σε άλλα εικοσάρικα. Με ξανάβγαλε σχεδόν αμέσως και με έδωσε μαζί με έναν μεγάλο χαρτονόμισμα χρώματος πορτοκαλί που το λέμε πενηντάρικο σε κάποιον νέο κύριο σαν ρέστα από έναν πολύ μεγαλύτερο χρώματος πρασίνου που δεν θα ξανάβλεπα ποτέ ξανά τέτοιο χρώμα. Από ένα πορτοκαλί έμαθα πως υπάρχουν κι άλλα πολύ μεγαλύτερα. Δεν ρώτησα όμως περισσότερα. Γιατί να τα μάθω; Για να συνειδητοποιήσω την μικρότητά μου και να καταλάβω τι είναι αυτό που εσείς λέτε αδικία;
Χωμένο σ’ ένα ζεστό πορτοφόλι που μοσχοβολούσε δέρμα και λεβάντα έμεινα πολύ χρόνο μαζί με άλλα χρήματα. Κάποια στιγμή μ’ έβγαλε πάνω σ’ ένα τραπέζι πράσινο μαζί με κάτι μεγάλα των πενήντα πορτοκαλί και παρακατιανά νομίσματα κόκκινα των δέκα και άχρωμα γκρί των πέντε. Ύστερα μοίρασαν κάτι κάρτες με νούμερα και ζωγραφιές.
Ζαλίστηκα από τα τσιγάρα και τα ποτά αλλά και το πέταμα που μου έκαναν από χέρια σε χέρια και τις βρισιές που άκουγα. Στο τέλος ένας χοντρός τύπος με ένα πούρο μόνιμα στο στόμα μας μάζεψε όλα τα χαρτονομίσματα και μας έχωσε βαθιά στην δεξιά του τσέπη, όλα μαζί . Παράξενο σκέφτηκα που μας βάζουν πάντα στην δεξιά τσέπη. Ίσως γιατί είναι δεξιόχειρες. Μπα, το ίδιο κάνουν και οι αριστερόχειρες. ΄Ολοι τα βάζουν στην δεξιά τσέπη. Τα δίνουν με το δεξί χέρι και τα παίρνουν με το αριστερό. Γι αυτό βγήκε και το ρητό. Αριστεροί ή δεξιοί έχουν τις τσέπες δεξιά. Πάντως αυτή η τσέπη μύριζε έντονα τσιγαρίλα.
Σε κάποια στιγμή άκουσα φωνές και ένα πυροβολισμό. Ένιωσα να πέφτω κάτω. Σχεδόν αμέσως ένα χέρι μας τράβηξε έξω. Είδα τον χοντρό με το πούρο πεσμένο κάτω μες τα αίματα κι εγώ είχα στην άκρη μου λερωμένο απ’ αυτό το υγρό. Δεν ανησύχησα όμως γιατί ήξερα πως μπορούν και να με πλύνουν. Πάντως ότι και να πάθω, ακόμη και να σκιστώ δεν θα πάψω να είμαι ένα γραμμάτιο είκοσι ευρώ αναλλοίωτο. Ο κλέφτης με το ένα χέρι μ’ έχωσε στην δεξιά πάντα τσέπη και ύστερα άρχισε να τρέχει με το πιστόλι στο άλλο χέρι..
Τι περίεργα όντα που είστε εσείς οι άνθρωποι σκέφτηκα, σκοτώνει ο ένας τον άλλο μόνο και μόνο για να μας αποκτήσει. Ύστερα μας παίρνει άλλος. Θαρρείς και διάβασε την σκέψη μου ένα κόκκινο των δέκα ευρώ τριμμένο και παλιό και μου είπε με νόημα “Δεν το κάνουν για μας φίλε μου αλλά για την αξία που αντιπροσωπεύουμε. Εμάς σε νηστικά σκυλιά να μας ρίξουν, αυτά δεν θα μας φάνε. Είμαστε απλά φτηνά γραμμάτια που όμως μετατρέπονται σε είδος, κι αυτό έχει την αξία”
Το χέρι μας άρπαξε πάλι όλα τα χαρτονομίσματα και άρχισε να μας μετράει με προσοχή. Πέντε πενηντάρικα πορτοκαλί, έξη εικοσάρικα μπλε και δύο κόκκινα δεκάρικα. Ψαχουλεύοντας με τα δάχτυλα με πήρε και με ανέμισε μπροστά στα μούτρα κάποιου με μουστάκι και ύστερα μ’ έχωσε βίαια στην τσέπη του πουκαμίσου του λέγοντας “Αυτό για σένα για να έχεις το στόμα σου κλειστό” Τσαλακώθηκα αλλά δεν ανησύχησα γιατί στην κατασκευή μ’ ενημέρωσαν πως δεν μπορούν να με τσακίσουν. Εκείνος με έβγαλε, με ίσιωσε με τέντωσε κανά δυό φορές και ύστερα μ’ έβαλε στο γυάλινο πιατάκι του περιπτέρου λέγοντας. ‘Ένα malboro”. Ένα γυναικείο χέρι απαλό με πήρε και έδωσε στον νεαρό τα τσιγάρα και κάτι παρακατιανά νομίσματα για ρέστα. Μ’ έβαλε σ’ ένα συρτάρι όπου και παρέμεινα για πολλές ώρες αναπνέοντας διάφορες μυρουδιές μα η πιο δυνατή ήταν η φτηνή κολόνια της περιπτερούς.
Κάποια στιγμή ακούστηκαν φωνές, στριγλιές, πυροβολισμοί. Ένας με κουκούλα στο κεφάλι μ’ άρπαξε απ’ το συρτάρι μαζί με τα άλλα χαρτονομίσματα και άρχισε να τρέχει. Λίγο παρακάτω ξεγλίστρησα απ’ το χέρι του και το ελαφρύ αεράκι με πήρε και με σήκωσε ψηλά. Πέρασα πάνω από αυτοκίνητα που ο αέρας τους με τίναξε ακόμη ψηλότερα για να καταλήξω πάνω σ’ ένα δέντρο.
Έμεινα εκεί όλη την νύχτα μέσα στο κρύο και το ψιλόβροχο. Δεν φοβήθηκα όμως γιατί ήξερα πως είμαι αδιάβροχος. Το πρωί ένα αεράκι με πήρε και με άφησε καταμεσίς της ασφάλτου. Και πριν προλάβω να σκεφτώ πέρασε ένα αυτοκίνητο βαρύ και … Ώ Θεέ μου, με πάτησε και με κόλλησε πάνω στην υγρή άσφαλτο. Τώρα ένιωσα πως η πολύτιμη ζωή μου είχε τελειώσει.
Δυό μέρες κολλημένο εκεί με ξαναπάτησαν πολλές ακόμη ρόδες. Κι ενώ ένιωθα πως τελείωσα ήρθε κάποιος με ένα μαχαιράκι κα βάλθηκε να με ξεκολλήσει. Τελικά μ’ έβγαλε σε κακά χάλια μισοσκισμένο ξεθωριασμένο, τρισάθλιο. Μπορεί να είχα χάσει την λάμψη μου, την ομορφιά μου αλλά η αξία μου ήταν ίδια.
Δείξε μου κάτι ανάλογο σαν και μένα, έχεις; Με καθάρισε όπως όπως και με έχωσε σε μια βρώμικη τσέπη γεμάτη ψύλλους. Δεν ξέρω πόσο έμεινα μέσα αλλά παρακαλούσα να πεθάνω γιατί δεν άντεχα τα χάλια μου και η κατάσταση στην τσέπη επιδεινώθηκε απελπιστικά. Η βρώμα μεγάλωσε και έγινε ανυπόφορη. Κάτι άσπρα σκουλήκια άρχισαν να περνούν από πάνω μου κι εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω πολλά. Έξυπνοι αυτοί που με έκαναν, γιατί αλλιώς αν καταλάβαινα θα έβγαζα συναίσθημα και δεν θα έκανα σωστά την δουλειά μου.
Με πιάσαν μ’ ένα τσιμπιδάκι και με τράβηξαν έξω. Ο χώρος μύριζε φορμόλη και ο τύπος που με τράβηξε φορούσε άσπρη μπλούζα και μάσκα. Τον άκουσα να λέει στο τηλέφωνο “Εμπρός, εδώ Νεκροτομείο.” Με έβαλε μέσα σε ένα γυάλινο δοχείο με αντισηπτικό και με κούνησε για λίγο, ύστερα μ΄άφησε να ξεβρομίσω. Με ξανάβγαλαν απ’ την απολύμανση και με περιεργάστηκαν, το ξεπέρασαν και με έχωσαν σε μια δεξιά τσέπη που μύριζε σαπούνι και οινόπνευμα.
Δεν έμεινα πολύ σ’ αυτή την τσέπη γιατί κατά κάποιο παράξενο τρόπο βρέθηκα έξω από αυτήν και θρονιάστηκα στην άκρη του δρόμου, και με βρήκες εσύ. Χάρηκα που στα υστερνά μου έδωσα τουλάχιστον χαρά σε κάποιον. Σε σένα. Έτσι εξανθρωπίζομαι κάπως, αν και χρήμα!
Δυστυχώς η μοίρα των χαρτονομισμάτων είναι το πέρασμα από χέρια και τσέπες και τέλος η απόσυρση για την καταστροφή και την αντικατάσταση με νέα φρεσκοτυπωμένα.
Έφτασε κι εμένα η ώρα μου. Θα με δώσεις σε μια τράπεζα όπου ένας συμπαθητικός τύπος με χοντρά μαύρα γυαλιά θα με πάρει στα χέρια του και θα με πετάξει σ’ ένα τσουβαλάκι που θα γράφει “ΠΡΟΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ”.
Σαν επιμύθιο θα ψιθυρίσει “Φουκαρά μου ποιος ξέρει τι τράβηξες, πόσα χέρια άλλαξες, σε πόσες τσέπες μπήκες ”
Ένα μέτρο πριν τις φλόγες της καταστροφής μου καταλαβαίνω το νόημα, ύστερα από την γρήγορη σχετικά ζωή μου.
Το χρήμα γεννάει εξουσία, παρανομία, προδοσία, έγκλημα.
Ανήκει σ’ όλους και σε κανένα. Μόνιμα δεν κάθεται πουθενά. Χωράει παντού.
Είναι αποδεκτό από όλους και δεν ξορκίζεται από κανένα, ούτε από άνθρωπο ούτε από θεό.
Είναι το πιο βρώμικο από κάθε άποψη πράγμα στην ζωή του ανθρώπου. Κι όσο πιο βρώμικο είναι, άλλο τόσο βρώμικος είναι αυτός που το κατέχει
Χρήμα και αγάπη δεν πάνε μαζί. Κι αν τα καταφέρουν να συνυπάρξουν τον πρώτο λόγο θα έχει πάντα το χρήμα.
Είναι περιζήτητο και για να τ’ αποκτήσεις έχεις δύο επιλογές. Ή να δουλέψεις ή να το κλέψεις. Στην πρώτη περίπτωση είναι λίγα στην δεύτερη πολλά και η κλοπή πολλών ειδών.
Κι εγώ, το χρήμα, δεν φταίω σε τίποτε. Δικό σας εφεύρημα και κατασκεύασμα είμαι! Εσάς εξυπηρετώ, και σεις με βάλατε πάνω κι απ’ την ζωή σας κι απ’ την ψυχή σας.
Σίγουρα μάλιστα πέρασα πολλές φορές κι από την δική σας τσέπη, την δεξιά. Άραγε τι μυρουδιά έχει; Ξέρετε;
αἰέν ἀριστεύειν