Στο στρατόπεδο του Καραϊσκάκη στο Δίστομο, είχε έλθει ένας κουρελής, άσκημος σπανός και ξερακιανός στρατιώτης, που επειδή ήταν φοβητσιάρης τον είχαν βάλει να κάνει τις γυναικείες δουλειές. Δηλαδή καθάριζε, έπλενε, ετοίμαζε τα σφαχτά κι έψηνε τα κοκορέτσια τους.
Τον στρατιώτη αυτόν, για τους τρόπους του και για τις ταπεινές δουλειές που έκανε, οι υπόλοιποι τον φώναζαν Κλανομάρω.
Όταν ήλθε η μέρα να πολεμήσουν τους Τουρκαλβανούς του Καρυοφίλμπεη, η Κλανομάρω έβγαλε τα ρούχα που φορούσε, φόρεσε σελάχι, κρέμασε παλάσκες και με μια μακριά κουμπούρα στο χέρι, έκανε την περατζάδα του ανάμεσα στα παλικάρια, καμώνοντας ότι ήταν σπουδαίος πολεμιστής. Χάλασε φυσικά ο κόσμος από τα γέλια των παλικαριών, γι αυτά του τα καμώματα.
Την άλλη μέρα της νικητήριας μάχης, ενώ ο Καραϊσκάκης είχε πάρει στο κατόπι τους
νικημένους Αλβανούς, φοβερός και ακράτητος όπως ήταν πάνω στο άλογό του, βλέπει κρυμμένο πίσω από ένα θάμνο, έναν άνθρωπο.
Νόμισε ότι ήταν Τουρκαλβανός και ετοίμασε την πιστόλα του. Τότε τρομαγμένος βγήκε από τον θάμνο ο Κλανομάρως. Κράτησε τ΄άλογό ο στρατηγός και τον ρωτά:
-Εσύ είσαι ωρέ Μάρω;
-Τι να κάμω Καπετάνιε, βούλωσε το ντουφέκι μου και δε μπόργα να πολεμήσω.
-Να ωρέ Μάρω, πάρε το δικό μου και σε θέλω να μου φέρεις αρβανίτικα κεφάλια.
Μόλις η Κλανομάρω πήρε στα χέρια του τον κοντό σισανέ, τον ασημόδετον και φλωροκαπνισμένον, έγινε άλλος άνθρωπος. Μεταμορφώθηκε θαρρείς σε τρομερό πολεμιστή. Η δύναμη των όπλων του Καραίσκου του έδωσε τέτοια ορμή και θάρρος, ώστε παίρνοντας στο κατόπι τους εχθρούς , σε λίγη ώρα έφερνε θριαμβευτικά δυό ματωμένα αρβανίτικα κεφάλια, κερδίζοντας έτσι τον σεβασμό των άλλων .
Εδώ και κάποια χρόνια, η Κλανομάρω είμαστε όλοι εμείς.
Ενδεδυμένοι τα κουρέλια μιας απατηλής ξενόφερτης στάσης ζωής.
Άσκημοι, φτιασιδωμένοι με έναν επίπλαστο νεοπλουτισμό.
Σπανοί, αποκομμένοι από τις ρίζες και τις αξίες μας.
Ξερακιανοί, αποστερημένοι από ιδέες και οράματα.
Όλα αυτά όμως μέχρι εδώ!
Αφού κατάφερε να μεταμορφωθεί η Κλανομάρω, μπορούμε και μείς.
Οι στρατηγοί πρόγονοί μας, μας περιμένουν. Ας βγούμε από το θάμνο της βολεμένης μας ζωής. Ας ανα-τρέξουμε πίσω στο παρελθόν, να πάρουμε την αρματωσιά τους. Ας πετάξουμε από πάνω μας ότι ξένο, ότι ψεύτικο, ότι εξευτελιστικό.
Λαμπρή πανοπλία μας, ας γίνει η γνώση της Ιστορίας μας.
Σελάχια μας ας είναι οι θύμησες των αγώνων και των μαχών των ηρώων μας.
Μπαρουτοκαπνισμένες πιστόλες ας είναι η αποφασιστικότητα και η πίστη ότι στο τέλος εμείς θα νικήσουμε.
Βόλια μας ας είναι οι λόγοι και το δίκιο μας.
Ας είμαστε εμείς που θα πάρουμε στο κατόπι τους νέους δυνάστες μας,
Πάντα βρίσκουμε τον τρόπο εμείς οι Έλληνες και ανατρέπουμε τις εναντίον μας καταστάσεις. Έτσι θ΄αποκτήσουμε πάλι τον σεβασμό των Ευρωπαίων που τώρα μας λοιδορούν, μη γνωρίζοντας τη δύναμή μας.
Αι Ειδοί του Μαρτίου θα έρθουν,
Όμως θα παρέλθουν;
Με εκτίμηση,
Αγγελική Π.