Γράφει ο ΑΠΕΛΛΗΣ
Σκεπτόμουν, πως όταν ήμασταν παιδιά συνηθίζαμε, μιλώντας στους υπόλοιπους φίλους της παρέας για κάποιο σημαντικό θέμα, που εν πρώτοις έμοιαζε απίστευτο, να προσθέτουμε με βεβαιότητα και την φράση: «Το διάβασα σε εκείνο το βιβλίο», ή «το είπε αυτός», επικαλούμενοι δια της αυθεντίας της πηγής μας, την αποδοχή και την εγκυρότητα των λεγομένων μας. Αναγνωρίζαμε έτσι, πως το κύρος της πηγής και του προσώπου που επικαλούμαστε θα ισχυροποιούσε την άποψη μας.
Πολύ αργότερα είδα, ότι αυτή την τακτική της διαλεκτικής, της πειθούς και της απόδειξης, δεν την χρησιμοποιούσαν μόνο οι νέοι με τον δικό τους αυθόρμητο τρόπο. Την χρησιμοποιούν και οι πολύ μεγαλύτεροι στην καθημερινή τους ζωή, και μάλιστα και οι σοφοί στα πανεπιστημιακά τους συγγράμματα. Αυτοί σε κάθε βήμα της σκέψης τους, παραπέμπουν και σε κάποια υποσημείωση με την άποψη κάποιου άλλου σοφού, συνήθως
μεγαλύτερης εγκυρότητας από τους ίδιους, για να υποστηρίξουν μέσω εκείνου τα επιχειρήματα τους. Η επίκληση της αυθεντίας μιας αναγνωσμένης αξίας και εγκυρότητας βιβλιογραφίας, είναι θεμιτή και επιβεβλημένη, για τον συγγραφέα εκείνο, που κτίζει τη σκέψη του χρησιμοποιώντας με έντιμο τρόπο τις κατακτήσεις των άλλων. Ουδείς προήλθε από παρθενογένεση, καθώς η γνώση μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, όπως η σκυτάλη. Η επίκληση αυτή, τότε, έχει νόημα και σοβαρότητα, διότι δίνει την εντύπωση διεξοδικής μελέτης και γερής επιχειρηματολογίας. Ο επικαλών και ο επικαλούμενος, βρίσκονται σε μια σχέση δημιουργικής πρόσθεσης.
Τι γίνεται, όμως, όταν όλη αυτή η απόπειρα επιχειρηματολογίας εδράζεται πάνω στην κλοπή του κύρους του επικαλούμενου, δίχως ωστόσο η στάση εκείνου που επικαλείται να αποτελεί μια αξιόλογη, ούτε κατά το ελάχιστο, προσέγγιση του; Όταν ο επικαλούμενος, δηλαδή, χρησιμοποιείται μόνο ως πρόφαση, ως πρόσχημα, ως άλλοθι, ενώ στην πραγματικότητα τα πάντα κινούνται στην αντίθετη σφαίρα από αυτόν; Αυτή η επίκληση δεν αποτελεί μια υποκρισία;
Αν για παράδειγμα, κάποιος που επικαλείται τον Χριστό στις καθημερινές του κουβέντες, συλληφθεί στην μπαρμπουτιέρα, ή αν ο επικαλούμενος διαρκώς την ηθική, βρεθεί να διατρίβει στα πορνεία, δεν καταδικάζει τον εαυτό του σε αναξιοπιστία; Είναι φανερό, ότι εδώ κάτι δεν πάει καλά. Οι δύο όροι δεν έχουν μεταξύ τους καμία συνάφεια, καμία λογική. Είναι, σαν να επικαλούνται οι Αμερικανοί την Δημοκρατία, την ίδια στιγμή που εγκαθιδρύουν τυραννίες και βομβαρδίζουν λαούς και είναι, σαν να παίρνει κάποιος το Νόμπελ Ειρήνης έπειτα από έναν πόλεμο που προκάλεσε. Ακόμη περισσότερο είναι, σαν να επικαλούνται οι ηθικολόγοι Γερμανοί την ελληνική διαφθορά και τεμπελιά, αλλά στην πραγματικότητα να υποκρύπτουν τη διαφθορέα Ζήμενς και τα πολλαπλά τους εγκλήματα κατά της Ελλάδας. Τέτοιου είδους επικλήσεις είναι πολύ συχνές, είναι εξοργιστικές και είναι σχιζοφρενικές.
Μια τέτοια αναντιστοιχία μεταξύ επικλητικής αρχής και συμπεριφοράς, είναι εμφανής και στη σχέση των νεοελλήνων με τους αρχαίους προγόνους και τον πολιτισμό τους. Από αυτήν την πνευματική ασυμμετρία, άλλωστε, δανείζεται το άρθρο τον τίτλο του, που ίσως σε κάποιους να φαίνεται αρκετά σκληρός, αλλά δεν είναι. Αντίθετα, μάλιστα, ίσως να είναι και εξαιρετικά επιεικής.
Που οφείλεται όμως αυτή η ασυμμετρία;
Κατά αρχήν, καθιστώ σαφές, ότι το άρθρο δεν έχει σκοπό να διαπραγματευτεί, ως αιτία του προβλήματος, την βιολογική συνέχεια ή μη των αρχαίων και των νεώτερων Ελλήνων. Η πνευματική συνάφεια, δεν προϋποθέτει a priori την βιολογική συνέχεια, όμως ούτε την αποκλείει. Και αυτό, επειδή το πνεύμα δεν γνωρίζει από υλικούς και γενετικούς περιορισμούς. Ωστόσο, αφού θεωρώ την βιολογική συνέχεια του ελληνικού έθνους δεδομένη, αυτό με ωθεί να αναζητήσω αλλού την αιτία αυτής της δυσαρμονίας. Καταλήγω, λοιπόν, στο συμπέρασμα, ότι το πρόβλημα είναι κατά βάση πολιτισμικό και πνευματικό και όχι γενετικό. Τι ακριβώς όμως; Διότι το σημείο είναι πολύ κρίσιμο και υπάρχουν αντίθετες απόψεις περί αυτού.
Έγραψα, ότι πιστεύω στη βιολογική συνέχεια του έθνους, άρα για εμένα ισχύει η σειρά Αρχαία Ελλάδα-Βυζάντιο-Νέο Ελληνικό Κράτος, ως διάδοχες υποστάσεις του ίδιου έθνους στο συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, αν και τελείως διαφορετικής δομής και πολιτικής και θρησκευτικής αντίληψης. Στις δύο άκρες αυτού του ιστορικού διανύσματος, βρίσκονται η Αρχαία Ελλάδα και το Νέο Ελληνικό Κράτος και ανάμεσά τους, ως ενδιάμεσος χρονικός κρίκος, το Βυζάντιο του μεσαιωνικού ελληνισμού.
Η προσέγγιση μου είναι απλή. Η αιτία της πνευματικής ασυμμετρίας σήμερα, μεταξύ αρχαίων και νεοελλήνων, οφείλεται στην ανώμαλη κατάληξη του Βυζαντίου. Αντίθετα από όσα θα υποστήριζαν οι νεοπαγανιστές, οφείλεται, όχι στην ύπαρξη του Βυζαντίου, αλλά στην καταστροφή του. Στην απότομη και βίαια κατάρρευση του, που άφησε ένα τεράστιο πολιτισμικό και πνευματικό κενό, μέσα στο οποίο, οι Έλληνες επί τέσσερις αιώνες βρέθηκαν αποκομμένοι, τόσο από το αρχαίο, όσο και από το μεσαιωνικό παρελθόν τους. Και αυτό με δεδομένο, κατ΄ εμέ, ότι το Βυζάντιο είχε διασώσει, ως όφειλε, τις εθνικές και πνευματικές παρακαταθήκες των αρχαίων, εκτός φυσικά από τα θρησκευτικά τους ιδεώδη. Αλλά αυτό δεν αφορά την αιτία της σημερινής μας ασυμμετρίας, μιας και ο λόγος του άρθρου εξετάζει αποκλειστικά την μη εφαρμογή των φιλοσοφικών και πνευματικών επιτευγμάτων των αρχαίων Ελλήνων και όχι των θρησκευτικών τους αντιλήψεων. Πόσο μάλλον, που αυτοί οι δύο πόλοι της αρχαιότητας, δε συμπίπτουν σχεδόν ποτέ μεταξύ τους, αν δεν είναι και παντελώς αντίθετοι σε περιπτώσεις όπως των Ιώνων φιλοσόφων, του Δημόκριτου, του Επίκουρου και των Σοφιστών .
Ας το δούμε, λοιπόν, απλά, σαν την εικόνα ενός άξονα με τρία σημεία, που ξαφνικά έχασε το κέντρο του και έμεινε με τα άλλα δύο στις άκρες του, που ήταν ετεροβαρή. Τότε τα πράγματα μοιραία ανατράπηκαν, καθώς το βαρύ παρέσυρε το πιο ελαφρύ. Η βαριά αρχαιοελληνική κληρονομιά συνέτριψε τους αδύναμους ώμους του μόλις ελευθερωμένου από το οθωμανικό σκοτάδι ελληνικού έθνους. Ενός έθνους που δεν είχε προλάβει να ωριμάσει, να κατανοήσει, να κυβερνηθεί με όραμα, ώστε να δημιουργήσει τα δικά του επιτεύγματα. Το δικό του αντίβαρο στην αρχαία του ιστορία. Η αιτία του προβλήματος βρίσκεται στην 400 ετών, πνευματική μας ανάσχεση. Όσο το Βυζάντιο υπήρχε, η συνέχεια της συνειδησιακής εθνικής μας οντότητας παρέμενε ακέραια, όταν όμως χάθηκε, το έθνος ακρωτηριάστηκε. Χωρίς το ενδιάμεσο στάδιο, έμεινε αποκομμένο στην άλλη άκρη του άξονα, μακριά από το αρχαίο παρελθόν του. Έτσι, σήμερα, μην έχοντας το απαραίτητο βάρος για να εξισορροπήσει την ασυμμετρία, στρέφεται προς την αρχαιότητα, που τόσο θαυμάζουν οι ξένοι, για να βρει εκεί τον σεβασμό και ίσως την αναγνώριση που το σήμερα του αρνείται. Αλλά στρέφεται με τρόπο επιφανειακό, σχεδόν φολκλορικό.
Σε τι έγκειται όμως, το δεκανίκι της αρχαιολατρίας για ένα ανάπηρο παρόν; Διότι, εδώ ακριβώς βρίσκεται και ο κίνδυνος που μπορεί να μετατρέψει την αγνή αγάπη και τον θαυμασμό για την αρχαιότητα, σε μια κούφια και δίχως αντίκρισμα «αρχαιοπάθεια». Σε ένα ατελέσφορο και επικίνδυνο ψυχολογικό δεκανίκι μιας ανάπηρης «αρχαιολατρίας», στην οποία οι οκνηρές ψυχές θα βρουν το άλλοθι του εφησυχασμού στις δόξες των αρχαίων. Είναι σαφές, πως το παρελθόν δεν μπορεί ποτέ να γίνει αντικείμενο μίμησης. Μπορεί μόνο να μας διδάσκει για το παρόν και για το μέλλον. Το παρελθόν ανήκει στον χρόνο του, όπως η εφηβεία ανήκει στην αρχή της ζωής. Όσο και αν ένας ξεμωραμένος γέρος δεν το επιθυμεί, είναι καταδικασμένος να αυτογελοιοποιείται, όταν προσποιείται τον έφηβο.
Έτσι αστείος φαίνεται και εκείνος που, ναι μεν επικαλείται διαρκώς τους αρχαίους Έλληνες και τον πολιτισμό τους, αλλά δεν εφαρμόζει τίποτα από όσα εκείνοι διδάσκουν. Σε τίποτα η ζωή του δεν μοιάζει με εκείνων, ούτε στο μέτρο, ούτε στις αρχές, ούτε στις αξίες. Τη στιγμή μάλιστα, που μοιάζει να ανέχεται ακόμη και την καταστροφή της γλώσσας και της ιστορίας του. Που διαπιστώνει παθητικά, πως ακόμη και σήμερα τα μέλη της αρχαίας μνήμης του κλέπτονται μέσα από τα μεγαλύτερα μουσεία του, όπως αυτό της Ολυμπίας. Παρόλα αυτά συνεχίζει να τους επικαλείται.
Κάπως έτσι, ασυνεπείς και αλλοπρόσαλλους μας βλέπουν και οι ξένοι. Και σε αυτό φταίμε εμείς. Για αυτό γελούν μαζί μας. Αυτοί γνωρίζουν ότι είμαστε Έλληνες, και έτσι μας ονομάζουν. Απομένει όμως να το θυμηθούμε και εμείς και να σοβαρευτούμε. Να πάψουμε να φερόμαστε ως ανάξιοι κληρονόμοι. Και αυτό αφορά κυρίως τους κυβερνούντες που μας εκπροσωπούν, γιατί μέσα στον λαό υπάρχουν ακόμη οι Φύλακες.
Παντού, λοιπόν, στον καθημερινό και δημόσιο λόγο, οι αρχαίοι ημών πρόγονοι απολαμβάνουν λατρεία και παραδοχή για τα επιτεύγματα τους, και όχι αδίκως, καθίστανται σημεία αναφοράς για όλους μας. Χρησιμοποιούμε τα ρητά τους κατά κόρον, με το εχέγγυο της αναμφισβήτητης σοφίας που περιέχουν. Υπερηφανευόμαστε για αυτούς και για τα πολεμικά και πνευματικά τους κατορθώματα, και αυτούς προτάσσουμε ως λόγχες ακαταμάχητες σε κάθε επίθεση και προσβολή των ξένων. Και όμως, παραμένουμε στο επίπεδο μιας στείρας, συμπλεγματικής αρχαιολατρίας. Δεν έχουμε ακόμη περάσει στην ουσιαστική μεταφορά του ήθους και των ιδεών τους στον πολιτικό και καθημερινό μας βίο. Που είναι το πλέον σημαντικό. Και σε αυτό, ως Έλληνες, έχουμε προς στιγμήν, αστοχήσει. Με τον ίδιο τρόπο, που επίσης έχουμε αποτύχει σαν Ορθόδοξοι Χριστιανοί, να εφαρμόσουμε τους λόγους των Ευαγγελίων στην επί γης Βασιλεία.
Μερικά μόνο παραδείγματα από τα πολλά, θα μας δείξουν, πόσο πολύ απέχουμε από τις ιδέες των προγόνων, που τόσο συχνά επικαλούμαστε.
Λέει, ο Αντισθένης: «Τότε τας πόλεις απόλλυσθαι, όταν μη δύνωνται τους φαύλους από των σπουδαίων διακρίνειν», και αμέσως αντιλαμβανόμαστε τις αιτίες της πολιτικής μας κατάπτωσης, αφού δε διακρίναμε τους φαύλους από τους σπουδαίους. Συνεχίζει ο Πλάτων: «Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος», και σήμερα βλέπουμε στη δυστυχία των συμπατριωτών μας, πως οι αριθμοί και τα Μνημόνια είναι σπουδαιότερα από τους ανθρώπους. Ενώ ο Βίας διαβεβαιώνει πως: «Κρατίστην δημοκρατίαν εἶναι ἐν ῇ πάντες ώς τύραννον φοβοῦνται τόν νόμον», θλιμμένα συλλογίζομαι, πως κανείς ποτέ δεν τιμωρήθηκε σε αυτή την «Δημοκρατία», ώστε να φοβάται τον νόμο και έτσι να υπάρχει η Δημοκρατία. Και τέλος πάντων, μπορεί οι νεοέλληνες να καυχιόμαστε ότι σε αυτή τη χώρα γεννήθηκε η Δημοκρατία, αλλά φαίνεται πως και αυτή μας έχει εγκαταλείψει προ πολλού.
Πίνακας: Νίκος Εγγονόπουλος