Γράφει ο Ιωάννης Σ. Λάμπρου
Τους τελευταίους μήνες η πατρίδα μας διέρχεται μια πολύμορφη κρίση η οποία απειλεί συθέμελα το μεταπολιτευτικό οικοδόμημα. Το μέγεθος των προβλημάτων και οι δυσοίωνες προβλέψεις για έξοδο από την κρίση αναγκάζουν κάποιους να αναζητήσουν την λύτρωση σε πολυκομματικές κυβερνήσεις οι οποίες, υποστηρίζεται, αποτελούν την καλύτερη εγγύηση για έξοδο από την κρίση. Η πεποίθηση αυτή συμπίπτει με την γενικότερη απαξίωση του πολιτικού συστήματος η οποία συνοδεύεται από φήμες περί δημιουργίας νέων κομματικών σχηματισμών ενθαρρύνοντας τα σενάρια περί δημιουργίας πολυκομματικών κυβερνήσεων. Οι φράσεις ‘εθνική ενότητα’ και συναίνεση ακούγονται ωραία στα αυτιά των πολιτών αλλά το τι αυτό συνεπάγεται δεν εξηγείται επαρκώς από τους υποστηρικτές της εν λόγω πρότασης.
Οι μη μονοκομματικές κυβερνήσεις μπορεί να είναι δυο ειδών: είτε κυβερνήσεις εθνικής ανάγκης είτε κυβερνήσεις εθνικής ενότητας. Κυβέρνηση εθνικής ενότητας είναι κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού των κυριότερων κομμάτων αλλά και μικρότερων τα οποία εύχονται ένα τέτοιο ενδεχόμενο για να διαδραματίσουν τον πολυπόθητο ρυθμιστικό ρόλο δικαιολογώντας με αυτό τον τρόπο την ύπαρξη τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι το τελευταίο χρονικό διάστημα συχνές αναφορές για κυβέρνηση εθνικής ενότητας έχουν γίνει από πρόεδρο μικρού προσωποπαγούς τινός συνονθυλεύματος. Θέση, επίσης, σε τέτοιες κυβερνήσεις έχουν και πολιτικές προσωπικότητες οι οποίες έχουν εκμετρήσει το ζην πολιτικά αλλά επιμόνως παρατείνουν την παρουσία τους στο προσκήνιο. Αναφορικά με την κυβέρνηση εθνικής ανάγκης, αποτελείται από πέραν του ενός κόμματος αλλά και από την προσθήκη εξωκοινοβουλευτικών προσωπικοτήτων οι οποίες δεν έχουν διέλθει την βάσανο των κοινοβουλευτικών εκλογών.
Και οι δύο ανωτέρω λύσεις δύνανται να επικρίθούν για έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης. Στην πρώτη περίπτωση οι πολίτες οι οποίοι ψήφισαν το ένα ή το άλλο κόμμα δεν το ψήφισαν με την προοπτική αυτό να συμμετέχει σε κυβερνητικό συνασπισμό με αντίπαλα κόμματα. Το κάθε κόμμα θα πρέπει να ξεκαθαρίζει αυτό το ενδεχόμενο εκ των προτέρων. Επιπλέον, οι εξωκοινοβουλευτικές προσωπικότητες δεν είναι εκλεγμένες άρα δεν θα υπάρχουν δεσμεύσεις έναντι των πολιτών βάσει των οποίων αυτές θα εκλέγονται. Έτσι, δεν νιώθουν την πίεση να τηρήσουν προεκλογικές δεσμεύσεις με τον κίνδυνο να καταστούν ανεξέλεγκτοι.
Επειδή δεν θα υπάρχει ιδεολογική ομοιογένεια, αναγκαστικά το όποιο έργο της κυβερνήσεως θα είναι ο ελάχιστος κοινός παρανομαστής συμφωνίας των συμμετεχόντων. Η ρήξη, όμως, για την πραγματοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων είναι σήμερα επιβεβλημένη. Επιπροσθέτως, λόγω του γεγονότος ότι η ιδεολογική ταυτότητα δεν θα είναι ο συνεκτικός ιστός της πολυκομματικής κυβέρνησης αλλά αυτή θα είναι ένα ετερόκλητο συνονθύλευμα, η κυβέρνηση- στερουμένης καθαρής λαϊκής εντολής- θα είναι ευεπίφορη στις πάσης φύσεως πιέσεις από εξωθεσμικά οικονομικά και αλλοδαπά κέντρα.
Σε παλαιότερο άρθρο (Η Επιστροφή της Ιδεολογίας, ο κ. Σαμαράς και η Δεξιά Παράταξη) γράφαμε για την επιτακτική ανάγκη ύπαρξης ενός ιδεολογικού άξονα βάσει του οποίου η εκάστοτε κυβέρνηση θα επιτελέσει το έργο της. Πιο συγκεκριμένα αναφορικά με την διακυβέρνηση του Κ. Καραμανλή αναφέραμε ότι ‘…μόνο βάσει ενός ξεκάθαρου ιδεολογικού προσανατολισμού μπορεί μια κυβέρνηση να εφαρμόσει ένα συγκεκριμένο κυβερνητικό πρόγραμμα. Άνευ αυτού, η κυβέρνηση ολιγωρεί, αμφιταλαντεύεται και παραμένει μετέωρη. Ακόμα και όταν προβαίνει σε συγκεκριμένες ενέργειες, η ιδεολογική αβεβαιότητα μέσα στην οποία λειτουργεί έχει ως αποτέλεσμα ημίμετρα, αναποφασιστικότητα και την έλλειψη βούλησης για τομές και μεταρρυθμίσεις. Φαινόμενα, δυστυχώς, τα οποία χαρακτήρισαν την απελθούσα κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή.’
Η εσωτερική πολιτική κατάσταση, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ενθαρρύνει τον κατακερματισμό του πολιτικού συστήματος αλλά προσφέρει και την ευκαιρία ώστε οι κομματικοί σχηματισμοί να ξεκαθαρίσουν την ιδεολογική τους ταυτότητα. Σε στιγμές κρίσης όπου αναφύονται υπαρξιακά ζητήματα του πολιτικού συστήματος οι πολιτικοί είναι υποχρεωμένοι να λάβουν ξεκάθαρη θέση με βάση ιδεολογικά κριτήρια. Σε στιγμές κρίσης η πολιτική ορθότητα και οι δημόσιες σχέσεις καταρρέουν υπό το βάρος των προβλημάτων και των συνεπειών τις οποίες αυτά επιφέρουν.
Αυτό το οποίο χρειάζεται η πατρίδα μας στην δυσχερή συγκυρία εις την οποία έχει διέλθει είναι ένα πρόγραμμα άμεσων ενεργειών οι οποίες να χαρακτηρίζονται από συνοχή και λογική συνέχεια. Το ένα μέτρο να είναι φυσικό επακόλουθο του άλλου και όλα να υπακούουν σε μια συνολική φιλοσοφία, φιλοσοφία η οποία δύναται να είναι μόνο το αποτέλεσμα ξεκάθαρου ιδεολογικού προσανατολισμού. Ιδεολογικός προσανατολισμός ο οποίος δεν μπορεί να προκύψει από πολυκομματικές ‘κυβερνήσεις συνεργασίας’ όπου το κοινό συμφέρον διατήρησης στην εξουσία ωθεί τους συμμετέχοντες σε αμοιβαίες υποχωρήσεις και ανυπαρξία ρηξικέλευθων μεταρρυθμίσεων. Φυσικά ένας συγκροτημένος ιδεολογικός προσανατολισμός δεν αποτελεί από μόνος του εγγύηση για την επιτυχία. Πρέπει να είναι και ο πλέον ενδεδειγμένος…