Η Επιστροφή της Ιδεολογίας, ο κ. Σαμαράς και η Δεξιά Παράταξη

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

assets LARGE t 420 76114731
Γράφει ο Ιωάννης  Λάμπρου
Προς  αναζήτηση του  Κεντρώου Παραδείσου
Στις εσωκομματικές  εκλογές της Νέας Δημοκρατίας  του περασμένου Νοεμβρίου, οι φίλοι  και τα στελέχη του κόμματος με την αθρόα προσέλευση τους διατράνωσαν  την θέληση τους να διαδραματίσουν ενεργότερο ρόλο στις κομματικές εξελίξεις. Η εκλογή του κ. Σαμαρά, εκλογή με ένα ξεκάθαρο ιδεολογικό στίγμα το οποίο εκφράζει τον παραδοσιακό  κορμό της παράταξης, στην θέση του  προέδρου του κόμματος της αξιωματικής  αντιπολίτευσης  αποτελεί μια ιδανική  ευκαιρία για τον ιδεολογικό επαναπροσδιορισμό του κόμματος. Ένα κόμμα το οποίο τα τελευταία χρόνια παρασυρόμενο από τον κ. Λούλη και την θεωρία του μεσαίου χώρου αποξενώθηκε από την παραδοσιακή του βάση.
Η εμμονή στον μεσαίο χώρο ή ‘κοινωνικό κέντρο’ δεν ήταν αποτέλεσμα ιδεολογικού προβληματισμού αλλά τακτικής μεθόδευσης εκλογικής επικράτησης στον κεντρώο χώρο. Η έμφαση στο κέντρο δεν μαρτυρούσε ιδεολογική ζύμωση αλλά την πολιτική ορθότητα της εποχής μας, ότι η σύγκλιση προς το κέντρο είναι απαραίτητη για να κερδηθούν οι μετριοπαθείς ψηφοφόροι. Ως υποκατάστατο της ιδεολογίας προκρίθηκε ο τακτικισμός των επικοινωνιακών τεχνασμάτων όπως συνεντεύξεις, κοσμικές εκδηλώσεις και συνεχή παρουσία κορυφαίων κυβερνητικών στελεχών στα κεντρικά δελτία ειδήσεων.
Ακόμα και στις εκλογές του 2004, ύστερα από 11 χρόνια διακυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, όταν θα μπορούσε να τεθεί η εναλλακτική  πρόταση  της Νέας Δημοκρατίας με όρους  ιδεολογικούς, το κύριο επιχείρημα ήταν η ‘επανίδρυση του κράτους’ και η καταπολέμηση της διαφθοράς· καλοδεχούμενες ως προεκλογικές δεσμεύσεις αλλά μη έχουσες σχέση με ιδεολογική πλατφόρμα. Η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε  μετά τις εκλογές του 2004, όταν ως κυβέρνηση πλέον η Νέα Δημοκρατία λόγω της αδυναμίας της να αποδομήσει – με ιδεολογικούς όρους- το σύστημα  ΠΑΣΟΚ αρκείτο στο  να τονίζει  το ηγετικό προφίλ του Κ. Καραμανλή  και την ποιοτική του υπεροχή  σε σχέση με τον κ. Παπανδρέου.
Φυσικά, η εκλογική συντριβή του 2009 προήλθε  από κακοδιαχείριση των οικονομικών, αποτυχία περί ‘επανίδρυσης του κράτους’, συνέχιση των πελατειακών  σχέσεων και γενικά διαιώνιση ενός νοσηρού πολιτικοοικονομικού συστήματος το οποίο η κυβέρνηση Καραμανλή δεν αποτόλμησε να διαλύσει αλλά και όταν επέδειξε την βούληση δεν βρήκε συμπαραστάτες στην αξιωματική αντιπολίτευση ( π.χ. βασικός μέτοχος). Η απομάκρυνση, όμως, από τις ιδεολογικές καταβολές της παράταξης ζημίωσε την κυβέρνηση Καραμανλή, διότι μόνο βάσει ενός ξεκάθαρου ιδεολογικού προσανατολισμού μπορεί μια κυβέρνηση να εφαρμόσει ένα συγκεκριμένο κυβερνητικό πρόγραμμα. Άνευ αυτού, η κυβέρνηση ολιγωρεί, αμφιταλαντεύεται και παραμένει μετέωρη. Ακόμα και όταν προβαίνει σε συγκεκριμένες ενέργειες, η ιδεολογική αβεβαιότητα μέσα στην οποία λειτουργεί έχει ως αποτέλεσμα  ημίμετρα, αναποφασιστικότητα και την έλλειψη βούλησης για τομές και μεταρρυθμίσεις. Φαινόμενα, δυστυχώς, τα οποία χαρακτήρισαν την απελθούσα κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή.
Απαξίωση – Επανανομιμοποίηση
Η προσπάθεια επανανομιμοποίησης της δεξιάς είναι επιτακτική ανάγκη μετά από χρόνια απαξίωσης από τους δικούς της ανθρώπους οι οποίοι ντρεπόντουσαν να αυτοχαρακτηρίζονται δεξιοί. Ακόμα και σήμερα η μεγάλη πλειοψηφία αυτοπροσδιορίζονται ως κεντροδεξιοί από φόβο μην χαρακτηριστούν ακραίοι · και αυτό σε μια χώρα όπου συμπολίτες μας υπερήφανα δηλώνουν οπαδοί του Στάλιν! Η χρόνια ατροφία και το κόμπλεξ κατωτερότητας της δεξιάς οδήγησε στην μη παραγωγή πνευματικών ανθρώπων και ιδεολόγων με συνέπεια η αριστερά να θέτει τους όρους του παιχνιδιού και τα πλαίσια μέσα στα οποία διεξαγόταν ο διάλογος. Η συντηρητική ιδεολογία απαξιώθηκε στην συνείδηση μεγάλου τμήματος του ελληνικού λαού.
Η σκληρή αυτή τιμωρία  την οποία επεφύλαξε ο λαός στην συντηρητική παράταξη εν μέρει  δικαιολογείτο από την ιστορική πορεία της δεξιάς τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Η ταύτιση με μια κολοβωμένη δημοκρατία και με έναν άβουλο και ανίκανο μονάρχη ο οποίος συνήθιζε να επεμβαίνει στις κυβερνητικές υποθέσεις· η συμπόρευση με τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο ακόμα και όταν τα εθνικά συμφέροντα επέβαλλαν διαφορετική στάση. Η ‘εθνικόφρονα’ παράταξη αναλώθηκε σε έναν ηλίθιο αντικομουνισμό, προετοιμαζόμενη για πόλεμο με τον κομμουνιστικό Βορρά ενώ χαριεντίζονταν με την κεμαλική Τουρκία. Τέλος, η διαπόμπευση και καταχρηστική οικειοποίηση από την δικτατορία εννοιών όπως πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια, γλώσσα, παραδόσεις· αξίες και έννοιες οι οποίες αποτελούσαν την ραχοκοκαλιά της δεξιάς παράταξης. Το αποτέλεσμα ήταν μετά την πτώση της δικτατορίας οι έννοιες αυτές να λοιδορηθούν, να χλευαστούν και να πάψουν να θεωρούνται σημεία αναφοράς της δεξιάς.
Συνυπεύθυνος  για την ιδεολογική ανυποληψία της  δεξιάς πρέπει να θεωρηθεί και ο  ιδρυτής του κόμματος Κ. Καραμανλής. Εκμεταλλευόμενος την παντοδύναμη θέση την οποία είχε εντός της Νέας Δημοκρατίας, δεν παρείχε ένα ξεκάθαρο ιδεολογικό στίγμα στην παράταξη. Όντας σίγουρος  για την αδιαμφσβήτητη απόλυτη θέση στο κόμμα ίσως να  θεωρούσε αχρείαστη την ενδελεχή ιδεολογική επεξεργασία του νέου πολιτικού σχηματισμού η οποία μπορούσε να ήταν περιοριστικός παράγων στην απόλυτη εξουσία του. Ακόμα και η έννοια του ‘καραμανλισμού’ ή του ‘ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού’ δεν συνιστούν ξεκάθαρη ιδεολογία αλλά ασαφή λεκτικά σχήματα τα οποία μάλλον περιγράφουν έναν τρόπο διακυβέρνησης τα οποία, ωστόσο ήταν άμεσα συνυφασμένα με τον Κ. Καραμανλή, άρα μη εφαρμόσιμα σε άλλους αρχηγούς. Επιπροσθέτως, μετά το 1974 ήταν ορατό ότι η ελληνική κοινωνία θα εκινείτο προς τα αριστερά ως αντίδραση στην επτάχρονη δικτατορία. Ίσως η σοσιαλίζουσα οικονομική πολιτική των κρατικοποιήσεων του Κ. Καραμανλή την εξαετία 1974-1980 ήταν μια προσπάθεια να καρπωθεί η Νέα Δημοκρατία ένα τμήμα της δυναμικής προς την αριστερά και να μη την μονοπωλήσει το ΠΑΣΟΚ.
Συνέπεια  όλων των ανωτέρων ήταν η συντηρητική παράταξη να εγκολπωθεί την αριστερίστικη ρητορεία, να πιθηκίζει ότι έκαναν οι ‘προοδευτικοί’ και συνεχώς να ακολουθεί τα γεγονότα όντας ανίκανη να κομίσει εναλλακτική ιδεολογική πρόταση. Η επιχειρηματολογία, οι τοποθετήσεις σε σημαντικά ζητήματα και η γενικότερη στάση των στελεχών και πολιτευτών της παράταξης θύμιζαν ένα αποτυχημένο κακέκτυπο της αριστεράς. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ήταν η υποψηφιότητα του κ. Τζανετάκου στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης το 2002, η στήριξη υπουργού της κυβερνήσεως Καραμανλή του βιβλίου ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού καθώς και η τοποθέτηση σε καίρια θέση  –άσχετα των όποιων ικανοτήτων- του αριστερών καταβολών Θ.  Ρουσόπουλου.
Η εκλογή του  κ. Σαμαρά στην προεδρία της Νέας Δημοκρατίας  είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να επανομιμοποιηθεί η δεξιά  στην συνείδηση του κόσμου. Μια δεξιά όχι αντίγραφο του παρελθόντος. Μια δεξιά δημοκρατική η οποία δεν θα συναρτά την ύπαρξη της από την εύνοια των ξένων κυβερνήσεων. Μια δεξιά πατριωτική η οποία δεν θα αποτελείται από οσφυοκάμπτες κόλακες των ΗΠΑ· μια δεξιά υπερήφανη η οποία δεν θα αρκείται στο δόγμα της ‘μικράς και εντίμου Ελλάδος’ (όπως το Λαϊκό Κόμμα πολλές δεκαετίες πριν) αλλά θα ενισχύσει το φρόνημα των Ελλήνων και θα τους δώσει όραμα για το μέλλον· μια δεξιά με κοινωνική ευαισθησία και ισχυρό παρεμβατικό ρόλο του κράτους το οποίο, όμως, δεν θα πνίγει την ιδιωτική πρωτοβουλία. Μια αποενοχοποιημένη δεξιά η οποία θα μιλάει για πατρίδα, θρησκεία και οικογένεια χωρίς να κακοποιεί αυτές τις αξίες
Επιστροφή της Ιδεολογίας
Σε αντίθεση με την κ. Μπακογιάννη, ο κύριος Σαμαράς έθεσε υποψηφιότητα και εξελέγη στην προεδρία της Νέας Δημοκρατίας με μια ξεκάθαρη ιδεολογική ταυτότητα. Η εκλογή Σαμαρά συνιστά μια απόπειρα για επαναϊδεολογικοποίηση της πολιτικής. Για την επιστροφή στο επίκεντρο της πολιτικής. Για την άσκηση της πολιτικής με όρους ιδεολογικούς και όχι με όρους δημοσίων σχέσεων. Η πραγματική πρόκληση για τον κ. Σαμαρά είναι πως θα μετατρέψει ένα ράθυμο, αποϊδεολογικοποιημένο μηχανισμό καλοζωισμένων στελεχών με ενοχικό κόμπλεξ σε μια μαχητική πολιτική οργάνωση. Μετά από πολλά έτη ιδεολογικής ατροφίας  το καθήκον φαντάζει τεράστιο. Αφ’ενός πρέπει να υπάρξει αποχώρηση (εθελοντική ή μη) στελεχών εθισμένων σε μια Νέα Δημοκρατία οικογενειακών τζακιών. Αφετέρου να προωθηθούν άφθαρτα στελέχη, ιδεολογικά συνειδητοποιημένα τα οποία θα αποτελέσουν τον κύριο κορμό της νέας Νέας Δημοκρατίας. Το αν θα καταφέρει ο κ. Σαμαράς να επιβάλλει το ιδεολογικό του στίγμα στην Νέα Δημοκρατία μένει να αποδειχθεί. Η χρόνια πολιτική απομόνωση εις την οποία έζησε ήταν μια επίπονη εμπειρία η οποία μπορεί να έχει λειτουργήσει με δυο τρόπους. Είτε θα έχει αμβλύνει πλήρως την αγωνιστική διάθεση του κ. Σαμαρά μέσα από την ‘καλή συμπεριφορά’ την οποία έπρεπε να επιδεικνύει για να ξαναγίνει δεκτός στο πολιτικό προσκήνιο. Είτε αυτή η απομόνωση θα έχει οξύνει τα αντανακλαστικά του και θα τον έχει κάνει περισσότερο ικανό, ανθεκτικό και πιο σίγουρο για αυτά τα οποία εκπροσωπεί.
Εάν το καταφέρει, ο χώρος της δεξιάς ύστερα από  πολλά χρόνια υπαρξιακής αναζήτησης θα σταθεί στα πόδια της. Ελπίδα, τότε, για το πολιτικό σύστημα στο σύνολο του θα είναι η διαδικασία αυτή να διαχυθεί και στους άλλους πολιτικούς χώρους. Να υπάρξει μια αριστερά διεκδικητική, μη καθεστωτική η οποία δεν θα εξαρτάται από την στήριξη ποικιλώνυμων εκδοτικών συγκροτημάτων και κατασκευαστικών εταιρειών, η οποία δεν θα προωθεί ένα πρόστυχο, αποχαυνωτικό και ξενόφερτο life style ( η πολιτιστική διάσταση της διακυβέρνησης Σημίτη), η οποία δεν θα ταυτίζεται με τον εθνομηδενισμό και δεν θα ντρέπεται να μιλάει για πατρίδα και έθνος. Να υπάρξει ένα γνήσιο λαϊκό οικολογικό κίνημα με ρίζες στην κοινωνία και πατριωτικό προσανατολισμό και όχι  ψοφοδεείς ελίτ του Κολωνακίου, φερέφωνα της κεμαλικής προπαγάνδας.
Αν επιθυμεί ο κ. Σαμαράς να αφήσει το στίγμα του όχι μόνο στο κόμμα του αλλά και στη νεότερη πολιτική ιστορία της Ελλάδος οφείλει να δώσει μια ξεκάθαρη ιδεολογική ταυτότητα στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Σε τελική ανάλυση, η πολιτική ηγεμονία προϋποθέτει ιδεολογική ηγεμονία.
Ιωάννης Σ. Λάμπρου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ