Η εξήγηση είναι απλή, αφού το “γεφύρι της Άρτας” δεν αναφέρεται σε αυτό καθ’ αυτό το χτίσιμο αλλά στην έννοια της θυσίας για την ολοκλήρωση μίας συνολικής προσπάθειας για το καλό της Πατρίδας.
Αυτή ακριβώς είναι και η έννοια του γνωστού άσματος, αυτός και ο λόγος που υπάρχει σε όλα τα μήκη και τα πλάτη των Γηγενών. Για να θυμίζει την έννοια του Χρέους και του Ηρωϊσμού. Για να προαναγγέλει τις ημέρες που έρχονται.
Και η αντίστοιχη ποντιακή παραλλαγή:
Τη Τρίχας το γεφύρ’ http://www.ep-ma.com/cgi-bin/csNews/csNews.cgi?database=odigos_agoras.db&command=viewone&id=9&op=
Είναι το θρυλικό γεφύρι του Πόντου που σύμφωνα με το τραγούδι χτίστηκε με ανθρωποθυσία. Βρίσκεται στο δρόμο Τραπεζούντας- Ερζερούμ σε απόσταση 18 χιλιομέτρων από την Τραπεζούντα. Ενώνει τις δύο όχθες του ποταμού Πυξίτη. Σήμερα δεν χρησιμοποιείται. Διατηρείται σαν μνημείο, που υπενθυμίζει τον τραγικό θρύλο που ο πρωτομάστορας για να στεριώσει το γιοφύρι, θυσίασε στα θεμέλιά του τη γυναίκα του.
Το κεντρικό νόημα του τραγουδιού είναι πως τίποτε δε γίνεται χωρίς αγώνα. Κάθε μεγάλο έργο για να γίνει, απαιτεί θυσίες. Πρέπει να δώσουμε κάτι από τον εαυτό μας για να πετύχουμε κάτι, για να φτάσουμε κάπου. Και της Τρίχας το γεφύρι θα στεριώσει μόνο με τη θυσία της γυναίκας του πρωτομάστορα. Έτσι θέλει το πεπρωμένο. Ο πρωτομάστορας θυσιάζει την προσωπική του ευτυχία για το κοινωνικό σύνολο.Τα μεγάλα έργα θέλουν μεγάλες θυσίες.
Εδώ μπορείτε να το ακούσετε να το ερμηνεύει ο Π. Γαϊτάνος:
[youtube=http://www.youtube.com/watch?v=m-tU88qKMdY]
Α’ Τη Τρίχας το γεφύρ’
Ακεί πέραν ‘ς σό Δρακολίμν’, ‘ς ση Τρίχας τό γεφύρι (ν)
χίλιοι μαστόρ’ εδούλευαν και μύριοι μαθητάδες.
Όλεν τή μέραν έχτιζαν, τη νύχτα εχαλάουτον.
Οι μάστοροι εχαίρουσαν, θενά πλεθύν’ η ρόγα,
οι μαθητάδες έκλαιαν, τσι κοβαλεί κιθάρα
κι ατός ο πρωτομάστορας νουνίζ’ νύχταν κ’ ημέραν.
-Ντο δίς με, πρωτομάστορα, και στένω το γεφύρι σ’;
-Αν δίγω σε τον κύρη μου, άλλον κύρην πα ‘κ’ έχω!
– Ντο δίς με, πρωτομάστορα, και στένω το γεφύρι σ’ ;
– Αν δίγω σε τήν μάννα μου, άλλο μάνναν πα ‘κ’ έχω!
– Ντο δίς με, πρωτομάστορα, και στέκει το γεφύρι σ’;
-Αν δίγω σε τ’ αδέλφα μου, άλλ’ αδέλφα πα ‘κ’ έχω!
– Ντο δίς με, πρωτομάστορα, σταλίζω τό γεφύρι σ’;
-Αν δίγω σε και τα πουλλά μ’, άλλο πουλλά πα ‘κ’ έχω!
– Ντο δίς με, πρωτομάστορα, στερένω τό γεφύρι σ’;
-Αν δίγω σε τήν καλή μου, καλύτερον ευρήκω!
Μενύ’ και λέει την καλήν ατ’ αγλήγορα να έρται.
-Κομάν τό Γιάννεν ‘κ’ έλουσεν καί ‘ς σό κουνίν ‘κ’ εθέκεν,
‘κομάν τά χτήνα ‘κ’ έλμεξεν, τά μουσκάρα ‘κ’ εδέκεν.
Διπλομενύ’ τήν έρημον μέ τ’ άοικον πουλλόπον,
τήν Σάββαν άς πάη ‘ς σό λουτρόν, τήν Κερεκήν ‘ς σό γάμον
και τήν Δευτέραν τό πουρνόν αδά άς ευρισκαται.
Πήγεν τήν Σάββαν ‘ς σό λουτρόν, τήν Κερεκήν ‘ς σόν γάμον,
μυρόλουσεν τόν Γιάννεν ατ’ς καί ‘ς σό κουνίν εθέκεν,
τά χτήνα εκαλάλμεξεν και τά μουσκάρα ‘κόλτσεν
και τήν Δευτέραν τήν πιρνήν ‘ς σό Δρακολίμν’ ευρέθεν.
-Κάλη μ’, ακει ‘ς σό Δρακολίμν’ ‘ρούξεν τό δαχτυλίδι μ’,
εκεί τη κυρού μ’ τό πουγγίν, τη μάννα μ’ τό λογάρι
εκεί π’ εμπαίν’ και παίρ’ ατα, ας έχ’ εμέν κ’ εκείνα.
Πέντε οργέας κατηβαίν’ και μέ τήν τραβωδίαν
καί άλλα πέντε κατηβαίν μέ τή μοιρολοίαν .
-Κι άρ’ ‘κι πονώ τά κάλλα μου κι άρ’ ‘κι πονώ τή νέτε μ’,
πονώ και κλάιω τό πουλλί μ’, ντ’ εφέκα κοιμισμένον.
Άμον τό τρομάζ’ ν τά γόνατα μ’, νά τρομάζ’ τό γεφύρι σ’
κι άμον τό σείουν τά μαλλά μ’, να σείουν οι δαβάτοι
κι άμον τό τρέχ’νε τά δάκρα μ’ νά τρέχη τό ποτάμι.
-Ευχέθ’, κάλη μ’, ευχέθ’, κάλη μ’, ευχέθ’, μή καταράσαι,
αδέλφα έεις ‘ς σήν ξενιτάν, έρχουνταν καί δαβαίν’ νε.
-Κι άμον τό στέκ’ νε τά γόνατα μ’, νά στέκη τό γεφύρι
κι άμον τό στέκ’ νε τά μαλλά μ’, νά στέκ’νε οι δαβάτοι
κι άμον τό στέκ’ νε τά δάκρα μ’, νά στέκη τό ποτάμι.
Τρί’ αδέλφα έμ’ νες εμεις κ’ οί τρεί καταραμένοι,
είνας εχτ’ σεν τήν Άδεσαν κι άλλε τό Δεβασίρι (ν)
κι εγώ η τρισκατάρατος τη Τρίχας τό γεφύρι (ν).
Aπόδοση- μετάφραση
B’
Της Τρίχας το γεφύρι
Κει πέρα στη Δρακόλιμνη, στης Τρίχας το γεφύρι,
Χίλιοι μαστόροι δούλευαν και μύριοι μαθητάδες.
Όλη τη μέρα χτίζανε, τη νύχτα γκρεμιζόταν.
Οι μάστοροι χαιρόντουσαν, που θα πληθαίν’ η ρόγα,
οι μαθητάδες κλαίγανε, ποιος κουβαλάει λιθάρια;
κι αυτός ο πρωτομάστορας σκέπτεται νύχτα μέρα.
-Τί δίνεις, πρωτομάστορα και στήνω το γεφύρι;
– Άν δίνω σε τον κύρη μου, κύρην άλλον δεν έχω!
-Τί δίνεις, πρωτομάστορα και στήνω το γεφύρι;
-Άν δίνω σε τη μάνα μου, δεν έχω άλλη μάνα!
-Τί δίνεις, πρωτομάστορα και στέκει το γεφύρι;
– Άν δίνω σε τ’ αδέλφια μου, αδέλφι’ άλλα δεν έχω!
– Τί δίνεις, πρωτομάστορα στεριώνω το γεφύρι;
– Άν δίνω σε και τα παιδιά, παιδάκι’ άλλα δεν έχω!
– Τί δίνεις, πρωτομάστορα στεριώνω το γεφύρι;
– Άν δίνω τη γυναίκα μου, καλύτερη θε να ‘βρω!
Μηνάει και τη γυναίκα του γρήγορα να προφτάσει.
-Τον Γιάννη δεν τον έλουσε, στη κούνια δεν τον βάζει,
τα ζά και τα μοσχάρια της δεν τ’ άρμεξεν ακόμα .
Ξαναμηνά στην έρημη μήνυμα μ’ ερμοπούλι,
να πάει Σάββατο στο λουτρό, την Κυριακή στο γάμο,
και τη Δευτέρα το πουρνό δω και πέρα κι όλας να ‘ναι.
Σάββατο πήγε στο λουτρό, την Κυριακή στο γάμο,
μυρόλουσε το Γιάννη της, στην κούνια τονε βάζει,
καλάρμεξε τα ζωντανά, βύζαξε τα μοσχάρια,
και τη Δευτέρα το πουρνό στη Δρακολίμνη ευρέθη.
-Στη Δρακολίμνη μου ‘πεσε, καλή, το δαχτυλίδι
κει το πουγγί του κύρη μου, της μάννας το λογάρι,
όπου βουτά και παίρνει αυτά, ας έχει αυτά κι εμένα.
Πέντε οργυιές κατέβηκε κι ολοένα τραγουδούσε,
Πέντ’ άλλες εκατέβηκε κι όλο μοιρολογώντας.
-Κι αν δεν πονώ τα κάλλη μου, κι αν δεν πονώ την νιότη,
πονώ και κλαίω το πουλί, π’ άφησα κοιμισμένο.
Ως τρέμουνε τα γόνα μου, η γέφυρά σου ας τρέμει,
κι ως τα μαλλιά μου σείονται, να σείουνται οι διαβάτες,
κι ως τρέχουνε τα δάκρυά μου, να τρέχει το ποτάμι.
-Καλή μου, ευχήσου, πες ευχές, ευχές, μην καταριέσαι,
-Έχεις στην ξενιτιά αδελφούς, έρχονται και περνάνε.
– Κι ως στέκουνε τα γόνα μου, να στέκει το γεφύρι’
κι ως τα μαλλιά μου στέκουνε, να στέκουν οι διαβάτες,
κι ως στέκουνε τα δάκρυα μου να στέκει το ποτάμι.
Τρεις αδελφές ‘μεις ήμασταν κι οι τρεις καταραμένες,
μια χτίζει την Άσεδα, το Δεβασίρι η άλλη,
κι εγώ η τρισκατάρατη της Τρίχας το γεφύρι.
Επισκεφθείτε επίσης το φόρουμ της κοινότητας των εκπαιδευτικών. Εξαιρετικά ενδιαφέρον!