Δεν κάνουμε μνημόσυνο. Ο λόγος του είναι ζωντανός και πιο επίκαιρος από ποτέ.
Δύο φωτογραφίες μᾶς ἄφησε ὁ
Περικλῆς Γιαννόπουλος (σώθηκαν μᾶλλον -παρὰ τὴν θέλησί του, καὶ ἂς μᾶς συγχωρήσει γι᾿ αὐτό· κάθε τι ἄλλο προσωπικὸ τὸ ἔκαψε φεύγοντας· ἔργο δικό μας καὶ τῆς Ἑλληνικῆς Φύσεως, ἔνιωθε, νὰ συνεχίσουμε τὸ ἔργο του καὶ νὰ πραγματώσουμε τὸ ὅραμά του, ὅταν οἱ συνθῆκες νομοτελειακῶς ὡριμάσουν -ὅταν δηλαδὴ ἡ Ἑλληνικὴ Γῆ ξεριζώσει καὶ πετάξει ἀπὸ πάνω της τὴν ξενομανία καὶ τὸν ραγιαδισμό), πρὶν ἐπανέλθει αὐτοθέλητα στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Φύσεως, ἀπὸ τὴν ὁποία, ὅπως ἔλεγε, προήλθαμε ὡς παρακλάδι τυχαῖο.
Τὶς δύο σπάνιες αὐτὲς φωτογραφίες, ἀπὸ τὸ περιοδικόν «Νεοελληνικὰ Γράμματα», τ. 77, 21-5-1938, παρουσιάζω ἀκολούθως. Σὲ ὑψηλότερη ἀνάλυσι μπορεῖτε νὰ τὶς βρεῖτε στὴν
ἡλεκτρονικὴ βιβλιοθήκη τοῦ
Περικλῆ Γιαννόπουλου στὶς ἱστοσελίδες μου. Ὁ τίτλος τοῦ παρόντος ἄρθρου εἶναι σύνθεσις δύο στίχων, τοῦ
Μαλακάση καὶ τῆς
Μυρτιώτισσας.
Φωτογραφία τοῦ Περ. Γιαννόπουλου, ἡ μοναδικὴ ποὺ ἔκανε σὲ φωτογράφο. Τὴ φωτογραφία αὐτή, λίγες μέρες πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατό του, τὴν ἔσκισε ὁ ἴδιος σὲ φιλικό του σπίτι. Συγκολλήθηκε καὶ ξαναφωτογραφήθηκε.
««Ὁ Γιαννόπουλος ἦταν ἕνας ὡραιότατος νέος», θυμᾶται ὁ συνομήλικός του, θεατρικὸς συγγραφέας καὶ χρονογράφος Σπύρος Μελᾶς, «λεβέντης κυπαρισσόκορμος, ἀλαβάστρινος, μὲ θαυμάσια σαγηνευτικά, γαλανὰ μάτια, ἕνας ἀρχαῖος Ἕλληνας μὲ περιβολὴ δανδῆ, δικῆς του συνθέσεως, ζακέττα γκρὶ-πέρλ, χιονάτο πλαστρόν, ποὺ διετηρεῖτο πάντοτε ἄσπιλο καί, ἀντὶ ἄνθους, ἕνα… γαϊδουράγκαθο στὴν κομβιοδόχη. Ἦταν μιὰ ἐμφάνιση ἄφθαστα κομψή, φυσικὰ ἐντυπωσιακὴ καὶ παρ᾿ ὅλη τὴν ἰδιορρυθμία της ἀντρίκια κι᾿ ἐπιβλητική.»»
Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος (ὄρθιος) φωτογραφημένος στὸ ναὸ τῆς Ἀπτέρου Νίκης. Ἀριστερά: Ἡ Ρωξάνα Βασμαζίδη-Βολονάκη, ἡ Πανωραία Σχίζα, ἀδελφή του. Δεξιά: Ἡ Εὐγενία Μαυροκορδάτου, ἀδελφή του, μιὰ Ρωσσίδα φίλη, ἄγνωστη πιά, κι᾿ ὁ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου κ. Μ. Σακόρραφος.
«Τὸν θεωρῶ ὡς τὸν τελευταῖον Ἀθηναῖον τῶν καλῶν χρόνων. Ὡς ἕνα πλόκαμον κισσοῦ ἑρπίζοντα ἐπάνω εἰς ἀρχαῖον μάρμαρον. Δὲν θὰ ἴδῃ πλέον ὁ ναὸς τῆς Ἀπτέρου Νίκης ρόδα κάθε πρωί προσφερόμενα ὡς θυσίαν, καὶ ἂν αὐτὸ τὸ κάμει ἄλλος τις θὰ εἶναι μίμησις, θὰ εἶναι προσποίησις.
»Αἱ ἄκανθαι τῆς Ἀττικῆς, τὴν μυστηριώδη καλλιτεχνικὴν γοητεία τῶν ὁποίων τόσον εἶχεν ἐννοήσει, δὲν θὰ εὔρουν πλέον θαυμαστὴν καὶ συλλέκτην, εἰς τὸν τόπον ὅστις παρήγαγε τὸ γλυκύτερον μέλι καὶ τὸ πικρότερον κώνειον.
»Ὅταν ἔβαζε λευκὰ γάντια καὶ φορτωμένος ἀπὸ ἄνθη ἀνήρχετο εἰς τὴν Ἀκρόπολιν διὰ νὰ προσευχηθῇ εἰς τὸν ναὸν τοῦ ὑπάτου Κάλλους […]»
(Δημήτριος Καμπούρογλου, συνέντευξις στὴν ἐφημερίδα «Ἐμπρός», μετὰ τὴν αὐτοκτονία τοῦ Γιαννόπουλου, 13-4-1910)