ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΕ, ΕΓΙΝΕ ΛΗΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΠΕΛΑΤΩΝ ΣΤΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΕΙΟ – ΨΑΡΟΤΑΒΕΡΝΑ Ο Κ***** ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΤΗΣ Δ*****.
ΤΟ ΣΤΕΚΙ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΑΚΡΙΒΟ ΚΑΙ ΜΑΖΕΥΕΙ ΟΛΑ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ (ΠΧ ΒΑΡΔΗΣ ΚΛΠ). ΜΕ ΠΑΡΚΑΔΟΡΟ ΚΑΙ ΠΟΡΤΙΕΡΗ.. Η ΕΙΔΗΣΗ ΔΕΝ ΒΓΗΚΕ ΠΟΥΘΕΝΑ…
ΕΙΜΑΙ ΓΕΙΤΟΝΑΣ ΚΑΙ ΕΔΩ ΣΥΖΗΤΙΕΤΑΙ ΠΟΛΥ..
ΤΟ ΠΡΑΓΜΑ ΔΕΙΧΝΕΙ ΝΑ ΞΕΦΕΥΓΕΙ, ΕΝΤΕΛΩΣ.
ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΤΑΒΕΡΝΕΣ ΣΤΟ ΜΕΝΙΔΙ ΚΑΙ ΟΙ ΤΑΒΕΡΝΕΣ ΤΩΝ ΕΚΑΛΙΩΤΩΝ
ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΑΝ ΟΙ ΤΑΞΕΙΣ…
O TEMPORA O MORES
ΤΕΛΙΚΑ ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟ.. ΕΔΩ ΠΟΥ ΦΤΑΣΑΜΕ
ΚΑΙ Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΝΟΜΟΘΕΤΗΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΣΟΛΩΝΑ Ο ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ
Γ.Κ.
σσΟ: Δεν είναι βέβαια ταξικό το θέμα, αλλά θέμα κατάλυσης της Δημοκρατίας. Δεν υπάρχουν πλέον όρια και στεγανά. Δρόμοι, σπίτια, δημόσιοι χώροι έχουν καταστεί πεδίο μάχης και προσβολής της ανθρώπινης προσωπικότητας. Από την άλλη, το κράτος απαντά με μία επιλεκτική αστυνομοκρατία και λεκτικές παρόλες του αρμοδίου υπουργού.
Όταν χάνεται το βασικό δικαίωμα της ελεύθερης διακίνησης και της προστασίας της ζωής, σημαίνει ότι βάλλεται το πολίτευμα. Όταν υπερήλικες εκτελούνται σε στάσεις λεωφορείου, όταν μαθήτριες του δημοτικού δέχονται πυρά από Καλάσνικοφ, έγκυες εργαζόμενες εκτελούνται στον τόπο εργασίας τους, έχουμε ανεξέλεγκτη χρήση πολεμικών όπλων και αθρώα ρήψη ΕΠΙΘΕΤΙΚΩΝ χειροβομβίδων σε πυκνοκατοικημένες αστικές περιοχές, δεν έχουμε “εγκληματικότητα”.
Ο Έλληνας πολίτης, έχει συνταγματική υποχρέωση να διαφυλάξει το δημοκρατικό πολίτευμα από τη στιγμή που κράτος και παρακράτος έχουν βαλθεί να το εξοντώσουν.
Παλαμάς:
«Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,
όπως το βρεις κι όπως το δεις να μην το παρατήσεις.
Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα,
και πλούτισε τη χλώρη του και πλάτηνε τη γη του,
κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις,
και να του φέρνεις το νερό το αγνό της βρυσομάνας.
κι αν αγαπάς τ’ ανθρωπινά κι όσα άρρωστα δεν είναι,
ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά, να φύγουν,
και τη ζωντάνια σπείρε του μ’ όσα γερά, δροσάτα.
Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, διαφεντευτής. Κι αν είναι
κ’ έρθουνε χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί οργισμένοι,
κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δέντρα
για τίποτ’ άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια,
μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά! Τσεκούρι! Τράβα,
Ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι, κόφ’ το,
και χτίσε κάστρο απάνου του και ταμπουρώσου μέσα,
για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα,
π’ όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για νάρθει,
κι όλο συντρίμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων.
Φτάνει μια ιδέα να στο πει, μια ιδέα να στο προστάξει,
κορώνα ιδέα, ιδέα σπαθί, που θα είν’ απάνου απ’ όλα.”